Σε χώρες όπως η Ελλάδα των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ κυβερνήσεις συνασπισμού σχηματίζονται σε μια στιγμή, με μια αγκαλιά Τσίπρα – Καμμένου, και προγραμματικές συμφωνίες γράφονται σχεδόν στο πόδι το βράδυ της εκλογικής νίκης.
Οχι στη Γερμανία. Εκεί τα κόμματα διαπραγματεύονται αργά, επώδυνα και σχολαστικά επί εβδομάδες, ίσως και μήνες, πάνω σε κάθε γραμμή, για κάθε φράση του νέου κυβερνητικού προγράμματος. Πόσω μάλλον τώρα, που ο λεγόμενος συνασπισμός της «Τζαμάικας» πρέπει να γεφυρώσει μεγάλες διαφορές ανάμεσα σε Χριστιανοδημοκράτες (CDU/CSU), Φιλελευθέρους και Πράσινους, κόμματα πολύ διαφορετικά που θα κυβερνήσουν μαζί για πρώτη φορά στην ιστορία της Γερμανίας.
«Είναι η κατάρα της Καραϊβικής» λένε αναλυτές για αυτή την οδυνηρή ανάβαση στον Γολγοθά της σύγκλισης, που ύστερα από τρεις εβδομάδες «διερευνητικών» συνομιλιών περνάει μόλις τώρα στο «ψητό», με στόχο συμβιβασμούς στα καυτά μέτωπα, από τη μετανάστευση και το περιβάλλον μέχρι το υπουργείο Οικονομικών και το γερμανικό χρήμα που θα ρεύσει προς την ΕΕ.
Οι πρόσφυγες ήταν ένα σημαντικό ζήτημα στις εκλογές του Σεπτεμβρίου και η μετανάστευση θεωρείται από τα μεγαλύτερα αγκάθια στις συνομιλίες. Ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη είναι η οικογενειακή επανένωση –το δικαίωμα των προσφύγων που ζουν ήδη στη Γερμανία να φέρουν εκεί και μέλη της οικογένειάς τους (πάνω από 300.000 άτομα θα μπορούσαν να φτάσουν στη χώρα με ένα τέτοιο πρόγραμμα).
Αυτή τη στιγμή κάτι τέτοιο απαγορεύεται μέχρι τον Μάρτιο του 2018, αλλά για τους Πράσινους είναι ένα θεμελιώδες δικαίωμα που πρέπει να αποκατασταθεί. Οι Συντηρητικοί και οι Φιλελεύθεροι, από την άλλη πλευρά, θέλουν επέκταση της απαγόρευσης. Τα κόμματα διαφωνούν επίσης σχετικά με το εάν θα πρέπει να επιβληθεί ένα ανώτατο όριο για τον αριθμό των προσφύγων που θα δέχεται η Γερμανία κάθε χρόνο (το λεγόμενο Obergrenze). Οι Πράσινοι απορρίπτουν κατηγορηματικά οποιοδήποτε όριο, αλλά CDU και CSU συμφώνησαν ήδη σε ένα «μαλακό» ανώτατο όριο 200.000 ατόμων.

Κλίμα και περιβάλλον

Οι Πράσινοι πιστεύουν ότι η Γερμανία πρέπει να κλείσει επιθετικά τα εργοστάσια άνθρακα και να εργαστεί για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στον τομέα των μεταφορών, σε μια προσπάθεια μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα κατά 120 εκατομμύρια τόνους μέχρι το 2020. Τα άλλα τρία κόμματα υποστηρίζουν ότι τέτοιες δραστικές κινήσεις στη βιομηχανία άνθρακα θα βλάψουν τη γερμανική βιομηχανία και μιλάνε για μείωση των εκπομπών μέχρι 66 εκατομμύρια τόνους.
Την περασμένη εβδομάδα, οι Πράσινοι δήλωσαν ότι είναι ανοικτοί σε συμβιβασμό για δύο βασικούς πυλώνες της πλατφόρμας τους: μια προτεινόμενη απαγόρευση για νέα οχήματα που καίνε ορυκτά καύσιμα μετά το 2030 και τον πλήρη τερματισμό της λειτουργίας των σταθμών ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα τον ίδιο χρόνο. Θέλουν επίσης ενίσχυση των οικονομικών κινήτρων για τη βιώσιμη γεωργία και ενσωμάτωση της προστασίας των καταναλωτών σε ένα «υπερ-υπουργείο» Γεωργίας.

Ευρώπη

Στην αρχή των συνομιλιών οι μελλοντικοί εταίροι του συνασπισμού δεσμεύτηκαν για μια «ισχυρή και ενωμένη Ευρώπη», τονίζοντας την «αυξημένη σημασία» της γαλλογερμανικής συνεργασίας. Αλλά ένα εσωτερικό έγγραφο από τις συζητήσεις τους δείχνει ότι δεν υπάρχει ακόμη συμφωνία για τον προϋπολογισμό της ευρωζώνης ή για το μέλλον του ταμείου διάσωσης, του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM). Ο Κρίστιαν Λίντνερ, ο «σκληρός» ηγέτης του FDP, φάνηκε ανοιχτός σε συμβιβασμό για τον ESM την περασμένη εβδομάδα. «Ως κόμμα του 11% δεν μπορούμε να υπαγορεύσουμε την πολιτική για τη Γερμανία και για ολόκληρη την Ευρώπη» δήλωσε στο «Der Spiegel», προσθέτοντας ότι ο ESM θα μπορούσε να είναι ένα «μέσο για περισσότερη πειθαρχία» –αν παραμείνει.
Οι Ελεύθεροι Δημοκράτες εγκατέλειψαν και το αίτημά τους για μείωση των φόρων κατά 30 δισ. ευρώ, ενώ αναμένονται πλέον υποχωρήσεις και από τους υπόλοιπους, όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτό το στάδιο των συνομιλιών: τα κόμματα παίζουν σκληρά τις πρώτες εβδομάδες για να δείξουν στους ψηφοφόρους τους ότι παραμένουν πιστά στο πρόγραμμά τους, προτού αρχίσουν να κάνουν παραχωρήσεις για χάρη του εθνικού συμφέροντος.
Ακόμα και μετά τον σχηματισμό του συνασπισμού τα κόμματα θα συνεχίσουν τις εντατικές διαπραγματεύσεις, ώσπου να συμφωνήσουν σε ένα πλήρες και λεπτομερές κυβερνητικό πρόγραμμα. Κάτι που θα πάρει λίγο καιρό ακόμα, καθώς εξακολουθούν να υπάρχουν διαφωνίες σε πάνω από 30 πολιτικές, από τη νομιμοποίηση της κάνναβης έως τις συντάξεις για τις μητέρες.
Μεγαλύτερο τρόπαιο στη μάχη για τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης είναι ο έλεγχος του υπουργείου Οικονομικών. Ο επόμενος «τσάρος» δεν θα ελέγχει απλώς τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, αλλά θα έχει και τον πρώτο λόγο στα ακριβά σχέδια για τη μεγαλύτερη ολοκλήρωση της ευρωζώνης, όπως την οραματίζεται ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν.
Ακόμη και προτού καταλήξουν στη συμφωνία συνασπισμού, τα κόμματα έχουν ήδη στείλει ένα σαφές μήνυμα: Δεν έχουμε πολλά χρήματα να διαθέσουμε για την Ευρώπη και δεν θα σωρεύσουμε, ούτε θα μοιραστούμε χρέη.

Το τρόπαιο της οικονομίας

Οι Χριστιανοδημοκράτες της Aνγκελα Μέρκελ (CDU) και το αδελφό κόμμα της Βαυαρίας CSU δεν κρύβουν πόσο πολύ θα ήθελαν να διατηρήσουν τον έλεγχο του υπουργείου και στην επόμενη κυβέρνηση. Υποστηρίζουν ότι το επίτευγμα του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος επανέφερε τη χώρα σε ισοσκελισμένο προϋπολογισμό με έλλειμμα 0%, είναι η απόδειξη πως η οικονομία ήταν σε καλά χέρια.

Αλλά οι μελλοντικοί εταίροι φοβούνται ότι θα πέσουν στην ίδια παγίδα με τους Σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι είχαν μικρό ρόλο στην τελευταία κυβέρνηση της Μέρκελ και βρέθηκαν στο περιθώριο σε πολλές βασικές συζητήσεις επειδή δεν είχαν καμιά εξουσία στο υπουργείο Οικονομικών.
Ο αρχηγός των Ελεύθερων Δημοκρατών Κρίστιαν Λίντνερ, υπέρμαχος των φορολογικών περικοπών και πολύ καχύποπτος απέναντι στα σχέδια του Μακρόν για την ευρωζώνη, διεκδικεί με πάθος την ανάληψη του υπουργείου Οικονομικών από το κόμμα του.
Ανάμεσα στα ονόματα που ακούγονται είναι του ίδιου του Λίντνερ, του προέδρου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων Βέρνερ Χόγερ και του Φόλκερ Βίσινγκ, περιφερειακού υπουργού Οικονομικών της Ρηνανίας-Παλατινάτου.
Το μόνο βέβαιο; Οποιος και αν είναι επικεφαλής του υπουργείου Οικονομικών, δεν θα έχει αρκετά χρήματα για όλα τα αιτήματα που υπέβαλαν τα κόμματα. Τα επόμενα τέσσερα χρόνια η Γερμανία μπορεί να δαπανήσει σχεδόν 30 δισεκατομμύρια ευρώ για νέες πολιτικές χωρίς να αυξήσει το χρέος της χώρας. Αλλά η χρηματοδότηση όλων των πολιτικών που προτείνονται από τους πιθανούς εταίρους – όπως η πρόσθετη στήριξη των οικογενειών που ζήτησαν οι Πράσινοι, η επιθυμία του FDP να καταργήσει τον λεγόμενο φόρο αλληλεγγύης, τα επιπλέον επιδόματα στις μητέρες όπως απαιτεί το βαυαρικό κόμμα CSU ή το σχέδιο του CDU για μείωση των φόρων εισοδήματος – θα ανερχόταν σε περίπου 100 δισ. ευρώ σε πρόσθετες δαπάνες για τέσσερα χρόνια.
Αναπόφευκτα, αυτό σημαίνει ότι κανένα κόμμα δεν πρόκειται να πάρει ό,τι θέλει και ένα μεγάλο μέρος της διαμάχης για τον συνασπισμό θα αφορά ποιες πολιτικές θα χρηματοδοτηθούν και ποιες όχι.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ