Η απόφαση της Βρετανίας να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) τάραξε τις χρηματαγορές. Οι άμεσες και μεσοπρόθεσμες προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης στη Βρετανία έχουν δεχθεί ισχυρό πλήγμα και οι επιπτώσεις για την υπόλοιπη Ευρώπη θα είναι σοβαρές.
Κάποιοι από τους εμφανείς νικητές του Brexit είναι εκείνοι που δεν συμπαθούν τη Δυτική Ευρώπη και όλα όσα εκπροσωπεί. Κατά ειρωνικό τρόπο, οι Ηνωμένες Πολιτείες –ο σημαντικότερος σύμμαχος της Ευρώπης και ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της ΕΕ –μπορεί επίσης να ωφεληθεί από την εξέλιξη, όχι πάντως αν ο ρεπουμπλικανός προεδρικός υποψήφιος Ντόναλντ Τραμπ κερδίσει τις εκλογές τον ερχόμενο Νοέμβριο.
Η Βρετανία έχει πληθυσμό σχεδόν 65 εκατομμύρια κατοίκους και ως τουλάχιστον την περασμένη Πέμπτη την πέμπτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, με ετήσιο ΑΕΠ σχεδόν 3 δισεκατομμύρια δολάρια.
Στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας οικονομίας συνολικού μεγέθους περίπου 75 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, η οικονομία της Βρετανίας είναι σχετικά μικρή και βασίζεται πολύ στο διεθνές εμπόριο –οι ετήσιες εξαγωγές αναλογούν στο 28% – 30% της οικονομικής της δραστηριότητας. Τώρα αυτό θα αλλάξει. Η ΕΕ δέχεται περίπου τις μισές από τις εξαγωγές της Βρετανίας και μια ελεύθερη πρόσβαση στην ενιαία αγορά είναι αδύνατη.

Απίθανη η επιστροφή της ΕΕ στην ανάπτυξη

Το εμπόριο στα αγαθά μπορεί να επηρεαστεί αλλά οι συνέπειες στις εξαγωγές υπηρεσιών –συμπεριλαμβανομένων των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών –θα είναι πολύ μεγαλύτερες. Θεωρητικά η Βρετανία θα μπορούσε να διαπραγματευτεί έναν σημαντικό βαθμό πρόσβασης στην κοινή αγορά αλλά αυτό θα σήμαινε ότι θα έπρεπε να αποδεχτεί τους κανόνες των Βρυξελλών –ακριβώς αυτό που με την ψήφο τους οι Βρετανοί απέρριψαν. Η ανάπτυξη στη Βρετανία θα επιβραδυνθεί για μεγάλο διάστημα. Οι άμεσες συνέπειες στην παγκόσμια οικονομία θα είναι περιορισμένες εξαιτίας του γεγονότος ότι άλλες χώρες θα κερδίσουν από την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ.
Ο μεγάλος πολιτικός χαμένος θα είναι η ίδια η ΕΕ, η οποία χωρίς το ένα έκτο του συνολικού ΑΕΠ της θα πέσει στις κατατάξεις λίγο πιο κάτω από τις ΗΠΑ, στο επίπεδο της Κίνας. Το πώς θα αντιμετωπίσουν αυτή την κατάσταση οι ηγέτες της ΕΕ δεν είναι ξεκάθαρο αλλά δεδομένων των χειρισμών τους στην κρίση από το 2010, η επιστροφή στη δυναμική ανάπτυξη μοιάζει απίθανη. Με γεωπολιτικούς και οικονομικούς όρους, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ο μεγαλύτερος κερδισμένος από τη διάλυση της ΕΕ. Ο ρόλος των ΗΠΑ στον μεταπολεμικό κόσμο αμφισβητήθηκε πρώτη φορά από τη Σοβιετική Ενωση. Σήμερα η Ρωσία έχει σχετικά μικρή οικονομία και έναν πληθυσμό που μειώνεται.

Ο ηγετικός ρόλος των ΗΠΑ και τα τείχη

Επειτα, τη δεκαετία του 1980, ήταν η Ιαπωνία αλλά σήμερα, παρότι είναι πιο πλούσια από τη Ρωσία, αντιμετωπίζει και αυτή οικονομικές δυσκολίες και γήρανση του πληθυσμού. Οι ηγέτες της ΕΕ θεωρούσαν την ένωση αντίπαλο των ΗΠΑ σε διεθνές επίπεδο. Το ερώτημα τώρα είναι ποιες χώρες της Ευρώπης θα παραμείνουν ενωμένες και σε τι βάση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα αλλά η απορρόφηση των μεταναστών και η ενθάρρυνση της δημιουργικότητας είναι ένα από τα δυνατά της σημεία τα τελευταία 200 χρόνια.
Η πολιτική βάση των αμερικανικών προεδρικών εκλογών διαφέρει από εκείνη του βρετανικού δημοψηφίσματος.
Αλλά ο Τραμπ θυμίζει τον Νάιτζελ Φάρατζ, ενώ και οι δύο είναι ενθουσιασμένοι με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Τώρα μοιάζουν πιο ξεκάθαρες οι συνέπειες από την όποια επιλογή των Αμερικανών τον Νοέμβριο. Θα υποκύψουν οι ψηφοφόροι στη σειρήνα του Τραμπ –προκαλώντας ακόμη μεγαλύτερη ζημιά στην αμερικανική οικονομία και στον κόσμο, σε μια αυτοκαταστροφική προσπάθεια να οχυρωθούν πίσω από τείχη; Ή θα επιλέξουν την ευημερία και τον παγκόσμιο ηγετικό ρόλο;
Ο κ. Simon Johnson είναι καθηγητής Επιχειρηματικότητας στο Sloan School of Management του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ), συγγραφέας και πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (IMF).

HeliosPlus