«Κάντε την Αμερική μεγάλη και πάλι!» λέει ο Ντόναλντ Τραμπ, ο πιθανός προεδρικός υποψήφιος των ΗΠΑ για λογαριασμό του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Ο ίδιος συνοψίζει την εξωτερική πολιτική του με το σύνθημα «Πρώτα η Αμερική» και τη διευκρίνιση ότι oι ΗΠΑ θα πρέπει να κάνουν ό,τι είναι δυνατόν για να διατηρήσουν τη γεωπολιτική κυριαρχία τους. Ποια είναι λοιπόν η μεγαλύτερη απειλή για την αμερικανική πρωτοκαθεδρία; Η Κίνα; Η Ρωσία; Το ISIS;
Εγώ πιστεύω ότι η πραγματική απειλή είναι ο ίδιος ο Τραμπ, ο ικανός (τουλάχιστον στο δικό του μυαλό) διαπραγματευτής. Αλλά στην «τέχνη της διαπραγμάτευσης», όπως φαίνεται να έχει κατά νου, η λέξη «τέχνη» έχει κυριολεκτική σημασία: το όραμά του για τις οικονομικές σχέσεις των ΗΠΑ με τον υπόλοιπο κόσμο αποτελεί προϊόν μιας εξημμένης φαντασίας η οποία αγγίζει τη φαντασία των καλλιτεχνών.

Προτείνει τη μερική χρεοκοπία των ΗΠΑ

Θυμηθείτε τις δηλώσεις του για το διαρκώς αυξανόμενο χρέος της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ. Είπε ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να διαπραγματευθούν με τους πιστωτές τους για να εξαγοράσουν ένα μεγάλο μέρος του χρέους τους με έκπτωση. Στην πράξη πρόκειται για μια μερική χρεοκοπία τρισεκατομμυρίων δολαρίων με στόχο τη μείωση του βάρους της εξυπηρέτησης του χρέους για τους φορολογουμένους.
Οι περισσότεροι ενημερωμένοι σχολιαστές δικαίως τρόμαξαν καθώς ακόμη και μια υπόνοια για ενδεχόμενη χρεοκοπία θα έθετε σε κίνδυνο την πιστοληπτική ικανότητα της κυβέρνησης και θα αύξανε το κόστος δανεισμού στο μέλλον. Οι τιμές των κρατικών ομολόγων θα πάτωναν και στο τέλος οι φορολογούμενοι θα καλούνταν να πληρώσουν περισσότερα για την εξυπηρέτηση του χρέους.
Ακόμη χειρότερα, θα διακυβευόταν ο ρόλος του δολαρίου ως διεθνούς νομίσματος, ενδεχόμενο το οποίο με τη σειρά του θα επηρέαζε σοβαρά τη θέση της Αμερικής ως υπερδύναμης. Η παγκόσμια αποδοχή του δολαρίου παρέχει στις ΗΠΑ τη δυνατότητα να προβάλλουν την ισχύ τους σε όλον τον κόσμο –να διατηρούν στρατιωτικές βάσεις και εγκαταστάσεις σε περισσότερες από 100 χώρες, για να διατηρούν ετοιμοπόλεμες ναυτικές ομάδες από τη Μεσόγειο ως τον Ειρηνικό και να συμβάλλουν στην υπεράσπιση συμμάχων από την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή ως την Ιαπωνία και την Κορέα. Στην πραγματικότητα, η Αμερική πληρώνει για όλα αυτά απλά τυπώνοντας περισσότερα δολάρια, γνωρίζοντας ότι τα περισσότερα από αυτά τα δολάρια θα παραμείνουν σε ξένα χέρια.
Καίριο πλήγμα στο «εξωφρενικό προνόμιο»

Τα οφέλη που απορρέουν από το γεγονός ότι το δολάριο είναι το κύριο αποθεματικό νόμισμα του κόσμου αποτελούν το «εξωφρενικό προνόμιο» για το οποίο είχε παραπονεθεί κατά τη δεκαετία του 1960, ως υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας τότε, ο μετέπειτα γάλλος πρόεδρος Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν. Λόγω της διαρκούς ελκυστικότητας του δολαρίου ως μέσου συσσώρευσης αξίας οι ΗΠΑ εξακολουθούν να απολαμβάνουν και σήμερα αυτό το προνόμιο. Γιατί οι ξένοι έχουν τεράστια όρεξη για δολάρια; Οι οικονομικοί αναλυτές έχουν την τάση να αναφέρονται στις εξαιρετικά ανεπτυγμένες χρηματοοικονομικές αγορές της Αμερικής οι οποίες υπόσχονται ασύγκριτα υψηλή ρευστότητα. Ο κύκλος εργασιών στον τομέα των κρατικών ομολόγων ξεπερνά το μισό τρισεκατομμύριο δολάρια την ημέρα. Πουθενά αλλού δεν υπάρχουν αγορές με τέτοιο βάθος, εύρος και ανθεκτικότητα.
Το δολάριο απολαμβάνει ένα μοναδικό πλεονέκτημα ως ασφαλές καταφύγιο. Στον κόσμο της οικονομίας, όπου οι κρίσεις δεν είναι ασυνήθιστες, οι επενδυτές χρειάζονται ένα ασφαλές καταφύγιο για να εναποθέσουν τα χρήματά τους. Και οι ΗΠΑ σήμερα είναι η καλύτερη διαθέσιμη επιλογή για ασφαλείς επενδύσεις. Η πρώην υπουργός Εξωτερικών Μαντλίν Ολμπραϊτ αρεσκόταν να περιγράφει τις ΗΠΑ ως το «απαραίτητο έθνος». Για τους πιστωτές όλου του κόσμου το δολάριο παραμένει το «απαραίτητο νόμισμα».
Ολα αυτά θα μπορούσαν να αλλάξουν αν ο Τραμπ τα καταφέρει και αρχίσει να αντιμετωπίζει το δολάριο διαφορετικά. Ποιος θα θεωρήσει πως το δολάριο αποτελεί ένα ασφαλές καταφύγιο αν είναι πιθανή μια μερική χρεοκοπία; Η φυγή σε άλλα νομίσματα –στο ευρώ, στο γεν, στη στερλίνα ή ακόμη και στο κινεζικό γουάν –θα ήταν σχεδόν βέβαιη και θα ανάγκαζε τις ΗΠΑ να περιορίσουν τις στρατιωτικές δαπάνες τους στο εξωτερικό. Το κατά Ζισκάρ ντ’ Εστέν «εξωφρενικό προνόμιο» θα χανόταν. Και οι ΗΠΑ δεν θα μπορούσαν πλέον να είναι ρεαλιστικά φιλόδοξες όσον αφορά τη διατήρηση της δεσπόζουσας θέσης που κατέχουν στην παγκόσμια πολιτική σκηνή.


Ο κ. Μπέντζαμιν Κοέν είναι καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας

HeliosPlus