«Η επίθεση με τα χημικά στη Συρία δεν θα οδηγήσει κατ΄ανάγκη σε στρατιωτική επέμβαση της Δύσης. Το αντίθετο μπορεί να συμβεί. Ισως ενισχύσει τις προσπάθειες για την αναζήτηση πολιτικής λύσης», γράφει ο Τζιμ Μούιρ, σε ανάλυση στο BBC.
«Ενα από τα στοιχεία που έχει γίνει σαφέστερο από ποτέ τις τελευταίες ημέρες είναι η μεγάλη απροθυμία του Μπαράκ Ομπάμα, και άλλων, να βυθιστούν σε μια εμπλοκή από την οποία θα ήταν δύσκολο να βγουν. Και η οποία θα μπορούσε να έχει πολύ υψηλό ρίσκο, επιδεινώνοντας ακόμη περισσότερο την κατάσταση», γράφει ο Μούιρ.
«Για τη Δύση, η σχεδόν ακαταμάχητη αίσθηση ότι κάτι πρέπει να γίνει μετά την φονική επίθεση με τα χημικά, συγκρούεται με μια άλλη πραγματικότητα: δεν υπάρχει καμία πορεία δράσης που να είναι ελκυστική ή ακόμα και αποδεκτή με όρους κόστους – κέρδους από μία ενδεχόμενη στρατιωτική εμπλοκή. Ο Ομπάμα γνωρίζει, επίσης, ότι η κοινή γνώμη στις ΗΠΑ δεν θέλει άλλη μια δαπανηρή περιπέτεια, με αβέβαια αποτελέσματα, στη Μέση Ανατολή», συνεχίζει η ανάλυση.

«Ετσι, ακόμη και μια ελάχιστη προθυμία του καθεστώτος Ασαντ να συνεργαστεί μπορεί, προς το παρόν, να βγάλει τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους από το αδιέξοδο».

Οι ΗΠΑ και η Βρετανία επιμένουν ότι «σημαντική χρήση χημικών όπλων θα προκαλούσε μια σημαντική αντίδραση». Αλλά η στρατηγική τους ήταν να αποκαταστήσουν την ισορροπία ώστε το καθεστώς να βρεθεί υπό τέτοια πίεση που θα το ανάγκαζε να διαπραγματευθεί μια πολιτική μετάβαση.

Ο Ασαντ φάνηκε όμως αποφασισμένος να παρασύρει μαζί του στον όλεθρο όλη τη χώρα προτού υποταχθεί. Εξίσου αποφασισμένοι φαίνονταν και οι στρατηγικοί σύμμαχοί του, κυρίως η Ρωσία, το Ιράν και η Χεζμπολάχ», γράφει ο Μούιρ.

«Επιπλέον, η Δύση αντιμετωπίζει την πραγματικότητα ότι τα μετριοπαθή στοιχεία της αντιπολίτευσης που έχει προσπαθήσει να ενισχύσει δεν έχουν ούτε συνοχή, ούτε αξιοπιστία, ούτε αποτελεσματική παρουσία στο έδαφος.

Αντ ‘αυτού, την δράση έχουν αναλάβει κατά μεγάλο μέρος ομάδες ισλαμιστών, όπως η οργάνωση αλ – Νούσρα που δεν κρύβει τους δεσμούς με την αλ-Κάιντα», τονίζει η ανάλυση.
«Οπως συνέβη και στο Ιράκ, παρέμβαση της Δύσης ενέχει τον κίνδυνο κατακερματισμού της χώρας περαιτέρω. Θα δημιουργούσε μια ανεξέλεγκτη κατάσταση και μπορεί να παρέδιδε μεγάλα μέρη της χώρας σε δυνάμεις που θεωρεί εχθρούς της.
Στο μέτρο αυτό, μπορεί να υπάρχει περισσότερο κοινό έδαφος μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας από ό, τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Οι ΗΠΑ και η Ρωσία έχουν αποτύχει να συγκαλέσουν μια συνάντηση για να διαπραγματευτούν μια πολιτική λύση για τον τερματισμό των εχθροπραξιών.

Αλλά και οι Ρώσοι, τραυματισμένοι από την Τσετσενία, φοβούνται εξίσου την προοπτική ανόδου του ριζοσπαστικού ισλαμισμού στη Συρία.

Γι ‘αυτό ορισμένοι παρατηρητές πιστεύουν ότι εξακολουθεί να υπάρχει ένα σημαντικό μέτρο κατανόησης μεταξύ των Ρώσων και των Αμερικανών, των οποίων οι υπουργοί Εξωτερικών αποφάσισαν τον Μάιο να εργαστούν από κοινού για να επιφέρουν την πολιτική διευθέτηση, που όλοι συμφωνούν ότι είναι η μόνη λύση, η οποία όμως αποδεικνύεται διαβολικά δύσκολο να επιτευχθεί.

Έτσι δεν αποκλείεται οι τεράστιες πιέσεις που ασκούνται σε όλα τα μέρη μετά τις επιθέσεις χημικών όπλων να οδηγήσουν σε μια δυναμική κίνηση προς τις διαπραγματεύσεις, με επίκεντρο την Γενεύη τον Οκτώβριο.
Οποιαδήποτε τέτοια προοπτική, όσο μακρινή και αν φαίνεται, θα ακυρωνόταν από μια στρατιωτική δράση της Δύσης.

Μια ενδεχόμενη φόρμουλα όπου κάποιες δυνάμεις του καθεστώς μαζί με στοιχεία του Ελεύθερου Συριακού Στρατού της αντιπολίτευσης θα απέβαλαν ή θα συνέτριβαν τους ριζοσπάστες ισλαμιστές δεν είναι πέρα από κάθε φαντασία. Οποιαδήποτε άλλη εναλλακτική από την πολιτική λύση ενέχει τεράστιους κινδύνους», καταλήγει η ανάλυση.