ΒΕΡΟΛΙΝΟ
Την ώρα που η αμείωτη πίεση για λιτότητα από πλευράς του Βερολίνου προκαλεί ναζιστικές απεικονίσεις της γερμανίδας καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ σε πολλά μέρη της νότιας Ευρώπης, ο βρετανός ιστορικός στο πανεπιστήμιο Κέιμπριτζ Μπρένταν Σιμς δηλώνει σε συνέντευξή του στο γερμανικό περιοδικό Spiegel ότι ότι από την μία είναι «γελοίο να συγκρίνει κανείς την Μέρκελ με τον Αδόλφο Χίτλερ», από την άλλη όμως επισημαίνει ότι «υπάρχει γερμανοφοβία».
«Δεν υπάρχει δικαιολογία για τέτοιες συγκρίσεις. Από την άλλη όμως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχει γερμανοφοβία. Δείτε την Ελλάδα, την Ιταλία, ακόμη και την Ιρλανδία, μια χώρα που ποτέ πριν δεν είχε εκφράσει εχθρότητα προς τη Γερμανία , που όμως τώρα είναι γεμάτη θυμό εξαιτίας των ολοένα και πιο επώδυνων περικοπών στο επίπεδο ζωής της, έναν θυμό που προέρχεται από το γεγονός ότι οι πολίτες νιώθουν προδομένοι. Βέβαια, υπάρχουν και αντι-γερμανικά αισθήματα που προέρχονται από τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, για παράδειγμα στην Ελλάδα», λέει ο Σιμς.
Στην ερώτηση του γερμανικού περιοδικού για το αν είναι παράλογη αυτή η εικόνα παντοδυναμίας που προσδίδουν πολλές χώρες στη Γερμανία, ο ιστορικός τονίζει ότι «η δύναμη της Γερμανίας δεν εκφράζεται στρατιωτικά. Πρόκειται περισσότερο για μια δομική αύξηση ισχύος, η οποία φαίνεται ξεκάθαρα σε οικονομικό επίπεδο. Έχουμε επίσης μια εντελώς νέα πολιτική κατάσταση. Για πρώτη φορά στην Ιστορία, η Γερμανία περιβάλλεται μόνο από δημοκρατικούς συμμάχους, χώρες με τις οποίες απολαμβάνει φιλικές σχέσεις. Αυτό όμως έχει αμβλύνει και την ικανότητα της Γερμανίας να εκτιμά τους κινδύνους. Η άρνηση της Γερμανίας να συνεχίσει με την προγραμματισμένη διεύρυνση του ΝΑΤΟ , να σκεφτεί σοβαρά τη ρωσική απειλή ή να συμμετέχει σε μια επέμβαση στη Λιβύη αποτελούν συμπτώματα αυτού».
Όσον αφορά το αν η κρίση οδηγεί τις χώρες της ευρωζώνης σε μεγαλύτερη ενότητα, ο Σιμς τονίζει ότι «εν μέσω της παρούσας κρίσης, οι γερμανοί πολιτικοί τείνουν να δίνουν έμφαση σχεδόν αποκλειστικά στην κακή διαγωγή των φτωχών χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας και θεωρούν ότι η αλλαγή αυτής της διαγωγής αποτελεί προαπαιτούμενο για την αλλαγή της πολιτικής δομής της ΕΕ. Παίρνοντας αυτή τη θέση, αποτυγχάνουν να αναγνωρίσουν ότι αυτή η κακή διαγωγή είναι εν μέρει αποτέλεσμα ενός σχεδιαστικού λάθους στον τρόπο που εφαρμόστηκε το ευρώ, το οποίο οδήγησε τις χώρες της περιφέρειας να πλημμυρίσουν με νέα, φτηνά χρήματα. Στην πάροδο της Ιστορίας, οι λαοί συσπειρώθηκαν ενώπιον ζητημάτων ζωής και θανάτου, όχι φτώχειας. Για να γίνει τώρα αυτό χρειάζεται ένα εξωτερικό ερέθισμα, όπως μια τρομοκρατική ενέργεια, μια ρωσική απειλή στη Βαλτική ή μια σύγκρουση για ενεργειακές πηγές».