Η ανθρώπινη δεκτικότητα απέναντι στη μουσική είναι θέμα γονιδίων, ισχυρίζεται μια νέα έρευνα που διεξήχθη στη Φινλανδία και δόθηκε στη δημοσιότητα πριν από λίγες ημέρες.

Η συγκεκριμένη μελέτη, υπό την καθηγήτρια Ιρμα Γιάρβελα του Πανεπιστήμιου του Ελσίνκι και την Ακαδημία Σιμπέλιους, θεωρεί πως «η προθυμία των ανθρώπων να ακούν μουσική σχετίζεται με κάποια γενετικά προκαθορισμένα νευροβιολογικά γνωρίσματα του εγκεφάλου. Για παράδειγμα το γονίδιο AVPR1A, μια παραλλαγή του υποδοχέα της βασοπρεσίνης, επηρεάζει την κοινωνική συναναστροφή και την επικοινωνία» δήλωσε η κυρία Γιάρβελα.

Οι ερευνητές μελέτησαν την νευροβιολογική βάση της ακρόασης της μουσικής σε 31 Φινλανδικές οικογένειες με 437 μέλη, ηλικίας 8-93 ετών και μια επαγγελματική ενασχόληση που κυμαινόταν από επαγγελματίες μουσικούς έως ανθρώπους χωρίς καμία μουσική παιδεία. Όλοι οι συμμετέχοντες απάντησαν σε τρία μουσικά τεστ ενώ έδωσαν και δείγμα αίματος για ανάλυση DNA, ενώ κατόπιν υποβλήθηκαν σε 4.6 ώρες ενεργητικής ακρόασης κι άλλες 7.3 ώρες παθητικής ακρόασης σε μουσική. Στην παθητική ακρόαση, η μουσική ακούγεται στο υπόβαθρο, ως συνοδευτικό άλλων δραστηριοτήτων ενώ στην ενεργητική αφορά στην προσεκτική ακρόαση μουσικής, π. χ. σε συναυλίες.

Τα αποτελέσματα έδειξαν τη σύνδεση ανάμεσα στην δεκτικότητα στην ακρόαση μουσικής και του AVPR1A, γονιδίου που έχει συσχετιστεί μεταξύ άλλων, με το συναισθηματικό δέσιμο ανάμεσα σε ανθρώπους και άλλα έμβια όντα. Η έρευνα, σύμφωνα με τους επιστήμονες, αποτελεί μια νευρολογική και μοριακή απόδειξη του ρόλου του ήχου ή της μουσικής στην κοινωνική επικοινωνία.