«Ο πατέρας µου ήταν πολύ έξυπνος άνθρωπος. Οταν κάποιος τον ρώτησε γιατί δεν συµπαθεί τον βασιλιά, απάντησε: “∆ιότι εµποδίζει τον γιο µου να γίνει Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας”». Ο Πότης Στρατίκης µάς υποδέχεται στο σαλόνι του σπιτιού του στον Χολαργό, ξεφυλλίζοντας παλιά τεύχη του περιοδικού «Μικρός σερίφης». Στο τραπέζι δεσπόζουν δύο παλιές γραφοµηχανές και ένα σηµειωµατάριο. «Ποτέ δεν µου άρεσαν οι µηχανές. Πάντα έγραφα µε το χέρι» µας λέει και ξεκινά την αφήγηση για τον κόσµο των παλιών περιοδικών.

«Στον κόσµο της δηµοσιογραφίας µπήκα χάρη στη µετάφραση από τα ιταλικά του βιβλίου “Υιέ µου, υιέ µου”. Ηταν µια πετυχηµένη, ελεύθερη µετάφραση. Ξέρετε, οι µεταφράσεις µοιάζουν µε τις γυναίκες: όταν είναι ελεύθερες είναι πιο ελκυστικές, όταν είναι πιστές πιο ψυχρές. Υστερα από αυτό το βιβλίο συναντήθηκα µε τον Στέλιο Ανεµοδουρά, εκδότη του περιοδικού “Ο µικρός ήρως”, και µε πήρε στο περιοδικό για διορθώσεις. Υπήρξε δάσκαλος για εµένα, όπως και ο Απόστολος Μαγγανάρης, εκδότης του περιοδικού “Μάσκα”, στο οποίο δούλεψα αργότερα. Στη συνέχεια ήρθαν τα περιοδικά “Ροµάντσο”, “Πάνθεον”, “Βεντέτα” και πολλά ακόµη. Τότε η δηµοσιογραφία ήταν ελεύθερη. ∆εν είχαµε γραφεία. Γράφαµε στα κεντρικά καφενεία, πάνω στο πατάρι. Αυτό το βουητό που έρχεται από κάτω σε αποµονώνει. Γράφεις περίφηµα.

Πάντα είχα την ανάγκη να κάνω κάτι δικό µου. Συνέλαβα λοιπόν την ιδέα του Τζιµ Ανταµς, ενός µικρού έλληνα µετανάστη που θα επέβαλλε τον νόµο στην Αγρια ∆ύση, µαζί µε την παρέα του: τον κωµικό Μεξικανό Πεπίτο Γκονζάλες, την όµορφη Ντιάνα Μόρισον και το µικρό ινδιανάκι Τσιπιρίπο. Ταξίδευα στην Κρήτη όταν µίλησα για το σχέδιό µου στον ζωγράφο Θέµο Ανδρεόπουλο. Εκείνος συµφώνησε και αποφασίσαµε να εκδώσουµε το περιοδικό µαζί, µε τη βοήθεια των αδελφών µου. Θυµάµαι κυκλοφορήσαµε Τρίτη και 13, τον Νοέµβριο του 1962. ∆εν φοβήθηκα τη γρουσούζικη ηµεροµηνία, έχω γεννηθεί άλλωστε Τρίτη. Το πρώτο τεύχος πούλησε 1.800 αντίτυπα, το δεύτερο 2.000, το τρίτο 2.200 και τα νούµερα αυξάνονταν συνεχώς. Είχα πιάσει τον σφυγµό της εποχής που ζητούσε το γουέστερν. Θυµάµαι ότι ο Ανεµοδουράς είχε θυµώσει µε την επιτυχία. Ηµουν σίγουρος, λοιπόν, ότι θα προσπαθούσε να βγάλει και αυτός παρόµοιο περιοδικό. Ετσι πήγα και κατοχύρωσα πρώτος τον τίτλο “Μικρός κάου-µπόυ”. Πράγµατι, µερικές ηµέρες αργότερα τον είδα στο τυπογραφείο να τυπώνει περιοδικό µε αυτόν τον τίτλο. Του έστειλα µήνυµα ότι τον είχα κατοχυρώσει ήδη. Θύµωσε πολύ µαζί µου, αργότερα όµως τα βρήκαµε. Το περιοδικό “Μικρός σερίφης” έγινε το αγαπηµένο ανάγνωσµα µικρών και µεγάλων. Εφτασε µαζί µε τα περιοδικά “Μικρός κάου-µπόυ” και “Μικρός αρχηγός”, που εκδόθηκαν αργότερα, να ξεπερνά τα 60.000 αντίτυπα εβδοµαδιαίως.

Πήγαινα συχνά στο εξωτερικό. ∆ιάβαζα, θυµάµαι, την ιταλική εφηµερίδα “Corriere della Sera”. Εκεί είδα το κόµικ “Λούκυ Λουκ” και το έφερα στην Ελλάδα. Μάλιστα, εγώ βάφτισα το άλογο “Ντόλι”, από το όνοµα της κόρης µου, γιατί στην ξένη έκδοση αναφέρεται ως “Jolly Jumper”, όνοµα που ήταν δύσκολο για το ελληνικό κοινό. Σήµερα έχω αποκοπεί από τον κόσµο των περιοδικών. Είµαι πλέον µεγάλος. ∆ιαβάζω τις ιστορίες του “Μικρού σερίφη” ως αναγνώστης και καµιά φορά αιφνιδιάζοµαι µε αυτά που είχα σκεφτεί. Εχω γράψει και το τέλος της ιστορίας, αν και παραµένει στο συρτάρι του γραφείου µου. Ισως κάποια στιγµή να εκδοθεί. Πάντως, θα έχει happy end».