Καθόµασταν ακόµη στο µεγάλο µακρόστενο τραπέζι, όταν µια κυρία σηκώθηκε, κάπως αδέξια, κάτι µουρµούρισε σαν «συγγνώµη» και αποχώρησε από την τραπεζαρία. Ο άνδρας της σηκώθηκε αµέσως και πήγε να τη συναντήσει. Δεν έδωσα ιδιαίτερη σηµασία στο γεγονός ούτε κανένας άλλος νοµίζω. Ηταν ήδη περασµένες 5.00, ήµασταν καθισµένοι ήδη από το µεσηµέρι στο «πρόχειρο εορταστικό γεύµα», όπως το ονόµασε η αµερικανίδα οικοδέσποινα, και λογικό ήταν να κουραστεί κάποιος τόσες ώρες, έχοντας πιει και έχοντας φάει τον περίδροµο.

Καλωσήλθατε κι αντίο

Είχα δεχτεί την πρόσκληση µιας φιλικής οικογένειας Αµερικανών στη Βοστώνη, «για να περάσουµε ένα ωραίο µεσηµέρι, µε γεύσεις από πατροπαράδοτα εδέσµατα και ποτά της πατρίδας». Δεν ήµασταν πάνω από δέκα, ένας ιταλός διπλωµάτης, µια Νοτιοαµερικανίδα, εγώ, και όλοι οι άλλοι Αµερικανοί και µάλιστα της περιοχής. Παρακολουθούσα µε προσοχή έναν δικαστικό ο οποίος µιλούσε για τις πολιτικές ίντριγκες της οικογένειας Κένεντι, όταν το µάτι µου έπεσε στο πρόσωπο του ιταλού συναδέλφου που καθόταν απέναντί µου. Κατακόκκινο και ιδρωµένο, µε βλέµµα κάπως θολό. Σαν να ήθελε κάτι να πει, τον διέκοψε, όµως, ένας άλλος που καθόταν δίπλα του και τον ρώτησε αν χρειαζόταν κάτι. Αντί για απάντηση, σηκώθηκε απότοµα, πήρε την πετσέτα στο στόµα του και έκανε δυο-τρία βήµατα προς την πόρτα µισοτρεκλίζοντας. Συνειδητοποιήσαµε ότι και πολύ ήπιαµε και πολλά φάγαµε. Μια παρένθεση εδώ. Από πολύ νέος ακολουθώ τη σωτήρια συµβουλή ενός θείου µου. Σε γεύµατα και φαγοπότια δηλώνω προκαταβολικά ότι έχω πρόβληµα µε το στοµάχι µου. Ετσι έχω αποφύγει σε χώρες της Ασίας, αλλά και στην Ευρώπη, τοπικά φαγητά και εθνικά ποτά που ούτε οπτικά κινούσαν το ενδιαφέρον µου. Οµως κι εγώ, µολονότι ούτε είχα φάει ούτε είχα πιει πολύ, αισθανόµουν βαρύ το κεφάλι µου. Oι περισσότεροι τελικά βγήκαν από την τραπεζαρία και µάλλον άργησαν να επιστρέψουν. Η οικοδέσποινα δεν έδειξε να ενοχλείται.

Μενού για γερά ποτήρια

Αλλά ας πάρουµε τα πράγµατα από την αρχή. Δεν ήµουν από τους πρώτους που κατέφθασαν και βρήκα αρκετούς να πίνουν ένα ροδοκόκκινο ποτό, το οποίο έσπευσε να µου προσφέρει ο οικοδεσπότης, σηµειώνοντας ότι ήταν home made, σπιτικό δηλαδή. Δροσερό, πίκριζε λίγο, αλλά ευχάριστο στη γεύση. Η συνταγή; Βατόµουρα µέσα σε µεγάλες γυάλες γεµάτες µε τζιν, µπίρα χωρίς αφρό, δύο κρόκους και µπράντι «όσο βαστά η καρδιά σου», όπως µου είπε η οικοδέσποινα. Ενα δεκαήµερο στον ήλιο του αµερικανικού καλοκαιριού και το welcome drink είναι έτοιµο. Δεν ήπια δεύτερο ποτήρι, γιατί οι πιατέλες µε τα φαγητά άρχισαν να καταφθάνουν.

Οι Αµερικανοί, ως τα µέσα της δεκαετίας του ’50, δεν είχαν ποικιλία φαγητών. Κρέας και πουλερικά, σπάνια κάτι θαλασσινό, και πολύ κρεµµύδι. Ο στρατός που επέστρεψε από την Ευρώπη και την Ασία, όπου είχε δοκιµάσει ποικιλίες φαγητών µε λαχανικά, ψάρια και κρέατα, και οι µετανάστες που έφεραν την κουζίνα τους έδωσαν το τεράστιο πλήθος των µενού στη σηµερινή Αµερική. Η πρώτη πιατέλα, την οποία έφερε αυτοπροσώπως η µαγείρισσα – «για να χειροκροτηθεί», όπως µου ψιθύρισε η κόρη του οικοδεσπότη –, ήταν ένας κόκορας βρασµένος µέσα σε ζωµό κοτόπουλου µε τζιν, φρέσκα κρεµµυδάκια, χονδροκοµµένο παστό χοιρινό, σκόρδο, µεγάλα κοµµάτια καψαλισµένου µπέικον και πλήθος µπαχαρικών, που είχαν αλλάξει τη γεύση του πουλερικού. Ακολούθησε µια πηχτή σούπα, την οποία η οικοδέσποινα παρουσίασε ως την καλύτερη κληρονοµιά της γιαγιάς της, µιας Αµερικανίδας του «µαχητικού Νότου». Τη δοκίµασα. Νόµισα ότι έπινα βαρύ drink! Αγκινάρες ψιλοκοµµένες µέσα σε χυλό από παχιά κρέµα, άφθονο σκόρδο, ροδέλες πορτοκαλιού, γάλα και τζιν.

Επειδή – υποτίθεται – αυτό ήταν ελαφρύ έδεσµα, ακολούθησε «το πιάτο της νοικοκυράς». American steak ψηµένο στον φούρνο, βουτηγµένο σε σάλτσα βουτύρου όπου έπλεαν κρόκοι αβγών, καρότα και µεγάλα κοµµάτια µπέικον. «Μην αρχίσετε» φώναξε ο οικοδεσπότης. Η µαγείρισσα έκανε πάλι την εµφάνισή της, αυτή τη φορά κρατώντας ένα µπολ που άχνιζε, το έδωσε στον οικοδεσπότη και εκείνος σηκώθηκε και, µε σοβαρό ύφος, περιέχυσε κάθε µπριζόλα µε µια κουταλιά από το µείγµα. Τι περιείχε το µπολ; Μπράντι που, για να ελαφρύνει, όπως µου είπε κατόπιν ο ίδιος, το νόθεψε µε λευκό κρασί και µπίρα. Δυο-τρεις έβαλαν και δεύτερη κουταλιά.

Οι επιζήσαντες

Προσθέστε και τα κρασιά που έρχονταν σε κάνιστρα, της εποχής της γιαγιάς κι αυτά, από την περιοχή των αµπελώνων των Κένεντι. Προσθέστε και το παγωτό, το οποίο είχαν περιχύσει µε λικέρ, αυτό ευτυχώς κατά βούληση, και θα δικαιολογήσετε την κατά σειρά έξοδο των συνδαιτυµόνων από την τραπεζαρία. Τελικά, µόνο το ζεύγος που µας προσκάλεσε, η Νοτιοαµερικανίδα, η οποία αποδείχτηκε πολύ γερό ποτήρι, κι εγώ παραµείναµε νηφάλιοι. Τουλάχιστον αυτό δείξαµε.