Ηταν το γραφικό λιµανάκι στη Νάουσα της Πάρου, αρχές καλοκαιριού, µε λιγοστό ακόµη κόσµο. Δηλαδή µαγεία! Ηταν και η θάλασσα λάδι. Σχεδόν λάδι, µε ένα ελαφρύ αεράκι να κάνει τη θερµοκρασία τόσο όσο. Ηταν µια παρέα µε κιθάρες παραδίπλα µας, στο ταβερνάκι, η οποία είχε ξεκινήσει από Τσιτσάνη («Αρχόντισσα»!), είχε περάσει στον Βαµβακάρη, µετά σε Χατζιδάκι, Θεοδωράκη και, λίγο προτού χάσω την επαφή µε την πραγµατικότητα, έφτανε στον Σαββόπουλο. Ηταν και η δική µου η παρέα, τέσσερις συµµαθητές στην πρώτη τάξη του λυκείου, στο πρώτο ταξίδι µας στο Αιγαίο. Ενθουσιασµένοι από την αξεπέραστη αίσθηση ελευθερίας που σου δίνει το ελληνικό καλοκαίρι και ανακουφισµένοι που άλλη µια σχολική χρονιά είχε ολοκληρωθεί, εκείνο το υπέροχο βράδυ της άφιξής µας στο νησί ήµασταν αποφασισµένοι να το κάψουµε! Το σχέδιο είχε εκπονηθεί από την Αθήνα: «Με το που φτάσουµε, αφήνουµε τα πράγµατα στο δωµάτιο και πάµε να γίνουµε τύφλα». Το είχαν αποφασίσει οι δύο πιο… ξεβγαλµένοι (έτσι έλεγαν, γιατί άλλο αποδείχτηκε στην πορεία) και ατίθασοι, µε εµάς, τους πιο καλούς τους µαθητές, που οι δάσκαλοι µας είχανε µη βρέξει και µη στάξει, να ακολουθούµε επιθυµώντας διακαώς να αποτινάξουµε από πάνω µας τη ρετσινιά των ξενέρωτων. Ψάθινη καρέκλα, λοιπόν, παρά θίν’ αλός, πατάτες τηγανητές, µεζεδάκια, τα πρώτα τσιγάρα και ένα καραφάκι ούζο, το οποίο έβαζα για πρώτη φορά στο στόµα µου. Και δύο καραφάκια ούζο – ωραία γεύση! Και τρία καραφάκια ούζο – γιούπιιι! Και τέσσερα καραφάκια ούζο – «κερασµένα από τη διπλανή παρέα, παιδιά». Και πέντε καραφάκια ούζο – «κερασµένα από το µαγαζί, παιδιά». Στο έξι έπεσε κουρτίνα. Από εκεί και πέρα δεν θυµάµαι πολλά. Δηλαδή θυµάµαι τη σκάλα που θα µας οδηγούσε στο δωµάτιό µας. Δεν πρέπει να ήταν µεγάλη, εκείνη όµως τη στιγµή στα µάτια µου έµοιαζε µε τη Σκάλα της Οδησσού (την τεράστια και ατελείωτη που κινηµατογράφησε ο Αϊζενστάιν στο «Θωρηκτό Ποτέµκιν»). Δεν υπήρχε περίπτωση να την καταφέρουµε. Ούτε οι καλοί οι µαθητές που βρισκόµασταν για πρώτη φορά σε τέτοια δραµατική κατάσταση ούτε οι πότες, οι περπατηµένοι, οι… κατέχοντες τους κώδικες του οινοπνεύµατος που τελικά αποκαλύφθηκε ότι ήταν πιο «ερασιτέχνες» από εµάς: ξαπλωµένοι στο πλακόστρωτο, σχεδόν δεν αντιδρούσαν όταν τους… ζωστήκαµε και ξεκινήσαµε τρεκλίζοντας τον ανήφορο. Προσπαθώντας να καταλάβουµε, µέσα στο σκοτάδι και στη ζαλάδα µας, πού βρισκόταν το επόµενο σκαλί από την παχιά γραµµή του ασβέστη που το κύκλωνε, κατά τις σοφές κυκλαδίτικες συνήθειες. Τελικά, κοιµηθήκαµε µεθυσµένοι έξω από την πόρτα – δεν βρίσκαµε την κλειδαριά Και ήταν εκείνο το µεθύσι το πρώτο, αλλά και το τελευταίο της ζωής µου. Είδα πώς αισθάνεσαι όταν το παρακάνεις και φρόντισα να µη βρεθώ ποτέ ξανά σε τέτοια άθλια κατάσταση. Οµως όχι, το ούζο δεν το έκοψα. Απλώς, έκτοτε το ένα ποτηράκι είναι για µένα παραπάνω από αρκετό. Ισα ίσα για να απολαύσω το άρωµα του γλυκάνισου που πάντα µε µεθάει, µε την καλή έννοια. Αν η παρέα επιµένει να συνεχίσει, εγώ περνώ σε Coca-Cola light, ως γνήσιο… American boy. Oσους µε χαρακτηρίζουν ξενέρωτο, τους παραπέµπω στην παριανή Σκάλα της Οδησσού, εκείνο το καλοκαιρινό βράδυ που µε τον Σ. (ας µην τον εκθέσω, τώρα που σταδιοδροµεί ως πατέρας-υπόδειγµα) στην πλάτη, παραπατώντας, µε το γλυκάνισο να βγαίνει ακόµη και από τα αφτιά µου, χωρίς να έχω επίγνωση του τόπου, του χρόνου, χωρίς να θυµάµαι ποιος ήµουν, ανέβαινα τον Γολγοθά µου. Αχ, εφηβεία, µε τα ωραία σου – που λέει ο λόγος! Για να µην ξεχνιόµαστε, όµως, και επειδή η θεµατολογία του περιοδικού απαιτεί και συνταγή, µην το πιείτε, µαγειρέψτε το: φτιάξτε κεφτεδάκια µε ούζο. Και νόστιµα είναι και αποκλείεται να σας µεθύσουν.

Κεφτεδάκια με ούζο (και φέτα)

ΥΛΙΚΑ (μεζές για μια μεγάλη παρέα)

½ κιλό κιμά, μισό μοσχαρίσιο και μισό χοιρινό

1 αβγό

1 μεγάλο ξερό κρεμμύδι

½ ματσάκι μαϊντανό

½ ματσάκι δυόσμο

1 κ.γ. ξίδι

2 φέτες ψωμί (την ψίχα), μουλιασμένη σε 1 σφηνάκι ούζο

½ φλ. φέτα, τριμμένη (προαιρετικά)

1 κ.γ. ρίγανη

αλάτι και φρεσκοτριμμένο πιπέρι

ΕΚΤΕΛΕΣΗ

Σε μεγάλο μπολ ανακατεύουμε όλα τα υλικά μαζί, ζυμώνουμε καλά και αφήνουμε το μείγμα στο ψυγείο τουλάχιστον για δύο ώρες. Πλάθουμε σε μικρά κεφτεδάκια, αλευρώνουμε και τηγανίζουμε σε άφθονο λάδι. Στραγγίζουμε σε χαρτί κουζίνας και σερβίρουμε.