Είναι καιρός να αποκαθηλωθούν κάποια είδωλα της περασμένης δεκαετίας. Οχι για λόγους τροφοδότησης του επικοινωνιακού εκκρεμούς που θέλει τους ημίθεους του σήμερα αποδιοπομπαίους τράγους τού αύριο, αλλά επειδή η τριβή με τον χρόνο που παρήλθε τους έφερε στις πραγματικές τους διαστάσεις. O Μαρκ Ζούκερμπεργκ δεν θα σώσει τον κόσμο με το Facebook. Ο Τζεφ Μπέζος δεν θα εξαφανίσει το έντυπο βιβλίο με το Kindle. Και ο Τζούλιαν Ασανζ δεν θα γίνει ο απόστολος της «ριζοσπαστικής διαφάνειας».
Τότε, το μακρινό 2010, το ευαγγέλιο του WikiLeaks υποσχόταν να γίνει η «πέμπτη
εξουσία» που θα ήλεγχε την αυθαιρεσία κυβερνήσεων και ο εκδοτικός οίκος Canongate προετοίμαζε την έκδοση των απομνημονευμάτων του Ασανζ που θα τεκμηρίωναν μια «μεγάλη γενεακή μετατόπιση».

Επτά χρόνια μετά, ο 46χρονος αυστραλός προγραμματιστής μπορεί να πανηγύρισε τον περασμένο Μάιο την παύση της δίωξης της σουηδικής δικαιοσύνης που τον αναγκάζει να διαμένει στην πρεσβεία του Ισημερινού στο Λονδίνο από τον Ιούνιο του 2012, είναι όμως ακόμη έγκλειστος, μια και η βρετανική αστυνομία απειλεί να τον συλλάβει, αν βγει, και βλέπει τη δημόσια εικόνα του να καταρρακώνεται οριστικά από τις εκδηλώσεις μεγαλομανίας και την ανάμειξή του στην υπόθεση της διαρροής των e-mail των Δημοκρατικών κατά την περυσινή προεκλογική εκστρατεία της Χίλαρι Κλίντον.

Οπως χαρακτηριστικά δηλώνει on camera η Λόρα Πουατράς, σκηνοθέτις του ντοκιμαντέρ «Risk» που παρακολουθεί τη ζωή του Ασανζ επί τρία χρόνια και ξεκίνησε να προβάλλεται στα τέλη Ιουνίου στην Ευρώπη, αρχής γενομένης από τη Μεγάλη Βρετανία: «Νόμιζα ότι μπορούσα να αγνοήσω τις αντιφάσεις, νόμιζα ότι δεν ήταν μέρος της ιστορίας. Εκανα μεγάλο λάθος. Είναι όλη η ιστορία».

Στην αρχή δεν υπήρχαν αντιφάσεις. Το στόρι του Τζούλιαν Ασανζ έμοιαζε βγαλμένο από το κλασικό καλούπι ενός χάκερ: εφηβεία απέναντι σε μια οθόνη, έπειτα πειρατικές εισβολές σε διαδικτυακούς τόπους μεγάλων εταιρειών, σύλληψη από την αστυνομία, σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης, δημιουργική (αν και ριζοσπαστική) χρήση των δεξιοτήτων του. Ιδρύοντας το WikiLeaks το 2006, ο Ασανζ έμοιαζε να θέτει την τεχνολογία των υπολογιστών στην υπηρεσία και της δημοκρατίας.

Το 2010, ένα πλήθος απόρρητων εγγράφων για τον πόλεμο στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, μαζί με το βίντεο της επίθεσης ενός αμερικανικού στρατιωτικού ελικοπτέρου που είχε στοιχίσει τη ζωή σε 18 άτομα στη Βαγδάτη τρία χρόνια νωρίτερα, έφερναν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση την κυβέρνηση των ΗΠΑ, αποδεικνύοντας την υποκρισία πίσω από ακανθώδη ζητήματα όπως οι «παράπλευρες απώλειες» και τα δυσθεώρητα ύψη των αριθμών που αφορούσαν τον θάνατο αμάχων.

Στην ευφορία της στιγμής οι αισιόδοξοι είδαν «την πρωτοπορία ενός παγκόσμιου κινήματος για την ειλικρίνεια και τη δημοκρατία, ενισχυμένου από την ψηφιακή τεχνολογία και κινούμενου από τον ιδεαλισμό και τον σκεπτικισμό ενός στρατού από χάκερ» έγραφε τον περασμένο Μάιο στους «New York Times» o Α. Ο. Σκοτ. Στο απόγειο της φήμης του, ο Τζούλιαν Ασανζ χαιρετιζόταν ως ο φορέας ενός νέου είδους διαφάνειας και λάμβανε το περιζήτητο βραβείο «Μάρθα Γκέλχορν» για τη δημοσιογραφία.

Το κύριο πλήγμα στη δημόσια εικόνα του ήρθε λίγο αργότερα, με τη μορφή καταγγελίας δύο νεαρών γυναικών εναντίον του για βιασμό στη Σουηδία τον Αύγουστο του 2010. Ο κατά Σκοτ «λαμπερός, ικανός χειριστής των μέσων μαζικής ενημέρωσης και πολιτικά οξυδερκής υπερασπιστής της ριζοσπαστικής διαφάνειας» φάνηκε να παραπατά: όχι τόσο επειδή πολέμησε σθεναρά στα βρετανικά δικαστήρια την έκδοσή του στη Σουηδία επί έναν και πλέον χρόνο, όσο επειδή απέδωσε στις κατηγορίες πολιτικό χαρακτήρα, με απώτερο στόχο τη φίμωση του WikiLeaks.

Ο Ασανζ έδειχνε τις ΗΠΑ και συγκεκριμένα τη Χίλαρι Κλίντον, η οποία ως υπουργός Εξωτερικών καταδίκασε τον Νοέμβριο του 2010 τη διαρροή 251.287 διπλωματικών τηλεγραφημάτων: Η φράση «λαμβάνουμε δυναμικά μέτρα για να βρούμε τους υπεύθυνους που έκλεψαν τις πληροφορίες αυτές» ήταν για τον ίδιο χαρακτηριστική των προθέσεών της.

Εκτοτε, πέρα από την πολιτική αντίθεση, ο ιδρυτής του WikiLeaks θα έτρεφε και προσωπική αντιπάθεια για την πολιτικό των Δημοκρατικών.

Η υπόθεση της κατηγορίας για βιασµό, ωστόσο, θεωρείται από πολλές πηγές κρίσιμης σημασίας για την κατανόηση του τρόπου σκέψης του. Ο πρώην συνεργάτης του, Τζέιμς Μπολ, έγραφε τον Οκτώβριο του 2016 στο BuzzFeed ότι «η απόφαση του Ασανζ, γιατί περί απόφασης επρόκειτο, να προσπεράσει τη σουηδική υπόθεση και την όποια πιθανή αμερικανική δίωξη, είχε κυνικό χαρακτήρα».

Για τον Μπολ η δημοσιότητα της όλης ιστορίας τού απέφερε πολλούς υποστηρικτές ταυτίζοντας την περίπτωσή του με εκείνες του/της Μπράντλεϊ (νυν, Τσέλσι) Μάνινγκ και του Εντουαρντ Σνόουντεν, ανθρώπων με έντονα ηθικά διλήμματα, εξαιτίας των οποίων προχώρησαν σε αποκαλύψεις για τη βία του αμερικανικού στρατού στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν και το πρόγραμμα παρακολουθήσεων συνδιαλέξεων της NSA, αντίστοιχα.

Στο «New York Review of Books» της 13ης Ιουλίου 2017 η Σου Χάλπερν παρέθετε μια χαρακτηριστική αποστροφή του από ντοκιμαντέρ της Λόρα Πουατράς: «Το προφίλ μου δεν απογειώθηκε παρά με την υπόθεση του σεξ. Βρισκόταν σε υψηλό σημείο στους κύκλους των μέσων ενημέρωσης και των υπηρεσιών ασφαλείας, δεν απογειώθηκε όμως, δεν έγινα δηλαδή οικείο όνομα σε όλους, παρά με την υπόθεση του σεξ. Αστειευόμενος με κάποιον από τους δικούς μας, του είπα ότι χρειαζόμαστε ένα σεξοσκάνδαλο κάθε έξι μήνες».

Η Χάλπερν πρόσθετε ότι το ντοκιμαντέρ δείχνει πως το ζήτημα «αποκαλύπτει τον φυσικό, και ενίοτε επιβλαβή, μισογυνισμό του και αποδεικνύεται αφορμή συμφυρμού του προσωπικού με το πολιτικό στοιχείο, ώστε να χρησιμοποιήσει το πολιτικό για να αποφύγει να δώσει απαντήσεις ως προς το προσωπικό και το προσωπικό για να ισχυριστεί ότι ο ίδιος είναι το θύμα».

Το κείμενο της Χάλπερν είναι αντιπροσωπευτικό και για έναν άλλο λόγο: απεικονίζει την έλλειψη εμπιστοσύνης που δεσπόζει πλέον στις σχέσεις του Ασανζ με τον Τύπο. Παρά την αρχική εντύπωση πολλών ότι το WikiLeaks θα λειτουργούσε ανταγωνιστικά ως προς τη δημοσιογραφία (την οποία πολλοί ευρωπαίοι ριζοσπάστες και αμερικανοί προοδευτικοί βλέπουν με καχυποψία), οι πρώτες μεγάλες του αποκαλύψεις έγιναν σε αγαστή συνεργασία με τον «Guardian», τους «New York Times» και το περιοδικό «Der Spiegel».

Στην πορεία, ωστόσο, προέκυψαν αντιδικίες αναφορικά με τον βαθμό προστασίας των πηγών: στο βιβλίο τους «WikiLeaks: Inside Julian Assange’s War on Secrecy» (εκδ. Guardian Faber) οι ρεπόρτερ Ντέιβιντ Λι και Λιουκ Χάρντινγκ υπογραμμίζουν πως ο Ασανζ αντιδρούσε σε κάθε επιμέλεια, ακόμη και στην αφαίρεση των ονομάτων αφγανών χωρικών που είχαν επαφές με αμερικανούς στρατιώτες, με τον ισχυρισμό ότι τέτοιες παρεμβάσεις «μολύνουν τα τεκμήρια».

Παράλληλα, πολλοί εκτός WikiLeaks (και όσοι εντός οργανισμού δεν υποφέρουν από παθολογική λατρεία στον αρχηγό) προβληματίστηκαν ιδιαίτερα με τη γενναιοδωρία του Ασανζ προς τον αμφιλεγόμενο, ρωσικής καταγωγής σουηδό δημοσιογράφο Ισραέλ Σαμίρ το 2010: φίλα προσκείμενος προς το Κρεμλίνο και κατηγορούμενος για αντισημιτισμό, ευλογήθηκε με τη χορηγία 100.000 από τα διπλωματικά τηλεγραφήματα που αφορούσαν τη Ρωσία.

Ο Τζέιμς Μπολ σημειώνει στο BuzzFeed ότι είχε προσωπική γνώση του γεγονότος, ο Ασανζ το αρνήθηκε δημοσίως όταν ρωτήθηκε από μέσα ενημέρωσης. Για τον Μπολ, περισσότερο από το ψεύδος μετρά η εργαλειακή χρήση καταστάσεων, ανθρώπων, καθεστώτων: ο Ασανζ δεν ενδιαφέρεται για το αν οι συνεργάτες του είναι αντισημίτες, δημοκράτες, ακροδεξιοί, αρκεί να ασπάζονται τον σκοπό του WikiLeaks και να υπακούν στις εντολές του.

Το ερώτηµα όµως πια έχει ως εξής: ποιος είναι ο σκοπός του WikiLeaks; Η ανάμειξη στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2016 με τη δημοσίευση περίπου 20.000 e-mail της Εθνικής Επιτροπής των Δημοκρατικών στις 22 Ιουλίου 2016, τρεις ημέρες πριν από το συνέδριο που θα επικύρωνε την υποψηφιότητα της Χίλαρι Κλίντον, φάνηκε στην αρχή να ταιριάζει με τη διακηρυγμένη αντιπαλότητά του για τις κατεστημένες ελίτ: η αλληλογραφία υποδείκνυε ότι το «βαθύ κόμμα» είχε επιχειρήσει να υπονομεύσει την υποψηφιότητα του «σοσιαλιστή» γερουσιαστή Μπέρνι Σάντερς.

Ωστόσο, η έρευνα που το FBI ξεκίνησε για την υπόθεση στις 25 Ιουλίου έσπειρε μια θύελλα που διαρκεί έως σήμερα: τα μέχρι στιγμής στοιχεία δείχνουν ότι η πηγή των υποκλαπέντων μηνυμάτων είναι ρώσοι χάκερ σε εντεταλμένη υπηρεσία από κύκλους του Κρεμλίνου.

Αν ο Ντόναλντ Τραμπ δεν φρόντιζε να κλέψει την παράσταση, πρώτα με τη δημόσια παρότρυνσή του «Ρωσία, αν ακούς, ελπίζω να βρεις και τα υπόλοιπα 30.000 e-mail που λείπουν», έπειτα με τις ανεξήγητες επαφές μελών της προεκλογικής εκστρατείας και της κυβέρνησής του με ρώσους παράγοντες οι οποίες διερευνώνται σήμερα από Βουλή και Γερουσία, ο Ασανζ ίσως να ήταν τώρα εκείνος στη στριμωγμένη θέση του Προέδρου.

Και η αίσθηση ότι ο ίδιος παρενέβαινε στις εκλογές σκόπιμα εναντίον της Κλίντον εντάθηκε όταν έναν μήνα πριν από την 6η Νοεμβρίου το WikiLeaks άρχισε να δημοσιεύει τμηματικά μερικές χιλιάδες κλεμμένα e-mail του επικεφαλής της εκστρατείας της, Τζον Ποντέστα. Για το περιοδικό «Wired» το WikiLeaks είχε ήδη «χάσει και επισήμως το ηθικό πλεονέκτημα».

Η σύγχυση μεταξύ προσωπικού και πολιτικού, αλήθειας και ψεύδους, WikiLeaks και Τζούλιαν Ασανζ προκύπτει και από το ντοκιμαντέρ της Λόρα Πουατράς. Η σχέση τους, ένθερμη αρχικά, κρυώνει όσο η σκηνοθέτις επιχειρεί να διατηρήσει την αντικειμενικότητά της:

«Γιατί με εμπιστεύεται; Δεν δείχνει να με συμπαθεί» λέει σε ένα στιγμιότυπο η ίδια. Οσο επεξεργάζεται τη μορφή του φιλμ, ενσωματώνοντας περισσότερο κριτικές απόψεις συγκριτικά με την προκαταρκτική μορφή που προβλήθηκε στις Κάννες το 2016, τόσο περισσότερο επικρίνεται από οπαδούς του ηγέτη. Οταν του προβάλλει μια κόπια της ταινίας, εκείνος της δηλώνει: «Πρόκειται για σοβαρότατη απειλή κατά της ελευθερίας μου και προτίθεμαι να δράσω αναλόγως».

Παρόμοια ήταν η προειδοποίησή του προς κάθε ενδιαφερόμενο στις 19 Μαΐου, την ημέρα που η σουηδική δικαιοσύνη απέσυρε τις κατηγορίες εναντίον του: «Πέντε χρόνια έγκλειστος χωρίς να μου απαγγελθούν κατηγορίες, ενώ τα παιδιά μου μεγάλωναν και το όνομά μου δυσφημιζόταν. Δεν ξεχνώ και δεν συγχωρώ».

Δεν είναι απαραίτητο να είναι κανείς άμεμπτος στον ιδιωτικό του βίο για να συμβάλει θετικά στον δημόσιο. Οπως δεν είναι επίσης απαραίτητο να δοξολογεί κανείς μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, όταν αρκεί να αναγνωρίσει το έργο της. Αν ο Ασανζ είχε θέσει πραγματικά ως στόχο ζωής τη διεύρυνση της δημόσιας διαφάνειας, το πέτυχε. Δημιούργησε έναν νέο δίαυλο ροής της και ευαισθητοποίησε τους παλαιούς.

Οι «New York Times», η «Washington Post», o «New Yorker» και τα άλλα μείζονα ονόματα των μέσων ενημέρωσης διδάχθηκαν από το παράδειγμα του WikiLeaks την ανάγκη αναβάθμισης της σχέσης τους με την ανωνυμία: βαθμιαία και χωρίς πολύ θόρυβο δημιούργησαν τη δική τους πλατφόρμα υποδοχής παρόμοιου υλικού, μέσω ενός ανώνυμου, διαδικτυακού, ανοικτού λογισμικού, με το όνομα Secure Drop.

Το ότι στην πορεία ο ίδιος από είδωλο των προοδευτικών κατέληξε σύμβολο της σημερινής αμερικανικής alt-right, της νέας Ακροδεξιάς του Μάιλο Γιαννόπουλος και των συναδέλφων του θαυμαστών του Τραμπ, είναι ενδεικτικό της πολιτείας του την τελευταία δεκαετία. Ο κόσμος μπορεί με ήσυχη συνείδηση να ξεχάσει τον Τζούλιαν Ασανζ του παρελθόντος –και δεν χρειάζεται να θυμάται τον Τζούλιαν Ασανζ τού σήμερα.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 6 Αυγούστου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ