«Οι άνθρωποι είναι σαν τα δακτυλικά αποτυπώματα» είπε ο Ανδρέας Βουτσινάς την πρώτη φορά που τον συνάντησα στο σπίτι του γιου του, σκηνογράφου, σχεδιαστή εσωτερικών χώρων και κοσμημάτων Μάριου Βουτσινά τον Φεβρουάριο του 1996 στα Εξάρχεια. «Κανένας δεν είναι ίδιος με οποιονδήποτε άλλον». Ο σκηνοθέτης και δάσκαλος, που έφυγε από τη ζωή το 2010, ανάρρωνε τότε από εγκεφαλικό επεισόδιο που είχε υποστεί τα Χριστούγεννα του 1995 και η συνάντηση έγινε για μια συνέντευξη στο πλαίσιο αφιερώματος για τη ζωή του το οποίο δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του ίδιου έτους στο περιοδικό «Nitro» του Πέτρου Κωστόπουλου. Οι παραπάνω φράσεις ήταν η εισαγωγή για να εξηγήσει ένα πολύτιμο μυστικό που είχε κατακτήσει έπειτα από πολλά χρόνια μελέτης θεατρικών κειμένων, έπειτα από πολλές σκηνοθεσίες έργων, πολλές ώρες ψυχανάλυσης, αλλά και μακράς και επίμονης τριβής με τη ζωή.

«Για να ξεχωρίσεις, πρέπει να αποδεχτείς ότι είσαι μοναδικός, να καταλάβεις ότι δεν είσαι όμοιος με κανέναν άλλον και ότι αυτό είναι η δύναμή σου» εξήγησε. «Πολλοί κάνουν το λάθος να μιμούνται τους επιτυχημένους, αλλά αυτό τους απομακρύνει από την επιτυχία. Εκείνο που πρέπει να κάνεις είναι να αποδεχτείς τη μοναδικότητά σου σε όλο το εύρος της, να την ερευνήσεις, να τη δουλέψεις και να την προβάλεις, να τιμήσεις τα υποτιθέμενα ελαττώματά σου και να τα δεχτείς ως δύναμη και περιουσία σου, να αισθανθείς σιγουριά, χαρά και αυτοπεποίθηση μέσα από αυτή τη συνειδητοποίηση και, τότε, οτιδήποτε κι αν κάνεις, θα είσαι μοναδικός σε αυτό, θα δημιουργήσεις κάτι εξίσου μοναδικό με εσένα και με αυτόν τον τρόπο θα προκαλέσεις το ενδιαφέρον των άλλων και θα πετύχεις».

Ο Βουτσινάς, λοιπόν, δίδασκε ότι για να κατακτήσεις κάποιου είδους επιτυχία πρέπει να γίνεις όσο περισσότερο μπορείς «ο εαυτός σου» και προειδοποιούσε ότι ο φόβος της αποτυχίας και της απόρριψης, ο οποίος μας οδηγεί να θέλουμε να εξομοιωθούμε με τους άλλους και να καταπιέσουμε τον εαυτό μας, είναι ακριβώς εκείνος που μας απομακρύνει από την επιτυχία και μας καταδικάζει σε μια ζωή που καταλήγει μοναχική και χωρίς ιδιαίτερο νόημα. Εχοντας χάσει τον εαυτό σου έπειτα από δεκαετίες προσπάθειας να γίνεις κάποιος άλλος, έχεις χαθεί ανάμεσα στους άλλους, χωρίς κανένας να μπορεί να διακρίνει ποιος πραγματικά είσαι. «Μην κρύβεις τα ελαττώματά σου» ήταν μια άλλη βασική συμβουλή που έδινε στους ηθοποιούς και στους φίλους του. «Οταν προσπαθείς να κρύβεις τα ελαττώματά σου, τότε αυτή η προσπάθεια τα κάνει να φαίνονται ακόμη περισσότερο. Οσο μεγαλύτερη είναι η προσπάθεια, τόσο περισσότερο αναδεικνύονται και το αποτέλεσμα είναι κραυγαλέο. Αντίθετα, όταν αποδέχεσαι και αποκαλύπτεις τα μειονεκτήματά σου, τότε αυτά φαίνονται όλο και λιγότερο. Γίνονται σχεδόν απαρατήρητα, την ίδια ώρα που η αποδοχή τους σε κάνει πιο δυνατό, γιατί στην πραγματικότητα τα μειονεκτήματά σου είναι η περιουσία σου».

Το «κούρεμα» και ο Ριχάρδος Β΄

Ο Ανδρέας ήταν κατά βάση ένας δάσκαλος. Hξερε να εξάγει νοήματα και διδάγματα από τη ζωή και να τα μεταδίδει στους ανθρώπους που τον ενδιέφεραν. Οσοι πέρασαν από τη ζωή του παραδέχονται ότι είναι κερδισμένοι. Γεννήθηκε το 1932 στο Χαρτούμ. Γιος του Αγγελου και της Αναστασίας Βουτσινά. Με τη μητέρα του ήλθε στην Ελλάδα το 1937. Δύο χρόνια αργότερα επέστρεψε και ο πατέρας του και μετέτρεψε την περιουσία του σε ομόλογα του ελληνικού κράτους. Ξέσπασε ο πόλεμος και τα ομόλογα «κουρεύτηκαν» 100%, αλλά ο πατέρας του είχε την ευκαιρία να εργαστεί σε έναν φούρνο της γειτονιάς στην Κυψέλη, γιατί είχε δανείσει στον φούρναρη 200.000 δραχμές και έτσι η οικογένεια δεν πείνασε όπως άλλες. Ο Ανδρέας έφυγε από την Ελλάδα για το Λονδίνο το 1951, έχοντας ως «περιουσία» έναν μονόλογο από τον Ριχάρδο Β΄ του Σαίξπηρ που του δίδαξε ο Κάρολος Κουν. Με αυτόν τον μονόλογο πέρασε τις εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Old Vic και αργότερα συνέχισε στο Douglas School of Dramatic Art.

Λίγο αργότερα έφτασε στο Λονδίνο η Νόνικα Γαληνέα, η οποία επίσης έγινε δεκτή στο Old Vic με έναν μονόλογο που της δίδαξε ο Ανδρέας. Ηταν φίλοι όλη τους τη ζωή, μέχρι το τέλος. To 1953 ο Βουτσινάς παντρεύτηκε με πολιτικό γάμο στο Λονδίνο την Αρτέμιδα Παπαστρατή. Απέκτησαν την ίδια χρονιά τον Μάριο, ο οποίος γεννήθηκε στο Παρίσι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της επιστροφής της μητέρας του στην Ελλάδα. Ο Ανδρέας τον είδε για πρώτη φορά 11 χρόνια μετά, το 1964, όταν η μητέρα του τον πήγε στη Νέα Υόρκη. Ο Βουτσινάς ήταν πλέον δάσκαλος στο Actor’s Studio. Ο γάμος του Ανδρέα δεν ήταν συμβατικός, ούτε κράτησε περισσότερο από μήνες. Το 1954 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και με τα λιγοστά χρήματα που διέθετε έζησε αρχικά σε ένα μικροσκοπικό – «μεγέθους ντουλάπας», όπως έλεγε – διαμέρισμα σε πολυκατοικία συνταξιούχων με κοινό ψυγείο στον διάδρομο. «Ανοιγα το ψυγείο και έτρωγα λίγο από το φαγητό του καθενός» έλεγε. «Μια φορά, πάνω σε ένα μπουκάλι γάλα βρήκα ένα σημείωμα που έγραφε «μην πιεις, έχω φτύσει μέσα»».

Τέταρτος ανάμεσα σε 5.000

Εργαζόταν ως ταξιθέτης προκειμένου να εξοικονομήσει τα 30 δολάρια τον μήνα που χρειαζόταν για να πληρώνει τα δίδακτρα στο Actor’s Studio του Λι Στράσμπεργκ, όπου έγινε δεκτός 4ος ανάμεσα σε 5.000 υποψηφίους. Φοιτητής εργάστηκε ως γκαρσόνι, αλλά και ως συνοδός. «Αν ήξερα ότι κάποιος ήθελε με μια τιμή να ξαπλώσει δίπλα μου ήμουν έτοιμος να το κάνω, αλλά ήταν ανυπόφορο και αφόρητο και δεν μπόρεσα να το κάνω για πολύ» είχε εξομολογηθεί στη συνέντευξη για το αφιέρωμα του «Nitro». Ηταν αφοπλιστικός.

Είχε το σπάνιο χαρακτηριστικό να μιλάει για τα μεγαλεία που έζησε και τις τιμές που οι άλλοι του απέδιδαν και ταυτόχρονα να παραδέχεται με την ίδια υπερηφάνεια και αξιοπρέπεια τις πιο σκοτεινές πλευρές του χαρακτήρα του. Ηταν κι αυτό ένα κομμάτι της γοητείας του, αλλά και της ικανότητάς του να διατηρεί απόσταση ιδανική από την πραγματικότητα έτσι ώστε να μπορεί να κατευθύνει, να διδάσκει, να ακτινογραφεί ανθρώπους και να «ξεκλειδώνει» χαρίσματα, δυνατότητες και ταλέντα που δεν γνώριζαν ότι διέθεταν. Ηταν ταπεινός και τρωτός με τον δικό του τρόπο και συνάμα κοσμοπολίτης, εγωιστής, ευφυής, μορφωμένος και υπερδραστήριος.

Κάτι άλλο που είπε σε εκείνη τη συνέντευξη και δεν γράφτηκε τότε ήταν πως όταν έγινε γνωστό το 1987 ότι θα σκηνοθετήσει την Αλκηστη Πρωτοψάλτη για τη Λεωφόρο Α΄, ένα πρόγραμμα με τραγούδια κυρίως του Σταμάτη Κραουνάκη και της Λίνας Νικολακοπούλου, συνάντησε κάποιο βράδυ τον συνθέτη Θάνο Μικρούτσικο, ο οποίος του είπε: «Χάνεις την ώρα σου με την Αλκηστη. Η Πρωτοψάλτη είναι σαν τα κουρδιστά. Την κουρδίζεις και πηγαίνει στον τοίχο». Ο Βουτσινάς τον κοίταξε με το χαρακτηριστικό βλέμμα του, που συνδύαζε πείσμα και πονηριά, και του απάντησε: «Και αν την κουρδίσω και τη στείλω στο κοινό; Τι θα γίνει τότε;». Αυτό που «έγινε τότε» ήταν εκείνο που γνώρισε όλη η Ελλάδα ως «φαινόμενο Αλκηστις Πρωτοψάλτη». Η Πρωτοψάλτη ήταν πολύ συγκρατημένη μέχρι που γνώρισε τον Βουτσινά. Τη δεκαετία του ’70 έστεκε ακίνητη μπροστά στο μικρόφωνο με φόρεμα σεμνό μέχρι τον αστράγαλο. Ηταν όμως και μια γενναία γυναίκα, ένα αγρίμι που έπαψε να είναι τρομαγμένο, μια τραγουδίστρια που στράφηκε καταπάνω στο κοινό και το κέρδισε με τη φωνή της και την ψυχή της.

Εκπαιδεύοντας τον Μπράντο

Η Πρωτοψάλτη, όπως επίσης η Ζωή Λάσκαρη, η Λυδία Φωτοπούλου, η Φιλαρέτη Κομνηνού, αλλά και παλαιότερες ηθοποιοί όπως η Δέσπω Διαμαντίδου, είχαν την τύχη να συνεργαστούν με έναν δάσκαλο ηθοποιών ο οποίος στη Νέα Υόρκη, αμέσως μόλις αποφοίτησε από το Actor’s Studio στα μέσα της δεκαετίας του ’50, δίδαξε τη Μέριλιν Μονρόε, τον Τζέιμς Ντιν, τον Μάρλον Μπράντο, τον Γουόρεν Μπίτι, τον Αλ Πατσίνο, τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο, τον Ντάστιν Χόφμαν, την Τζέιν Φόντα και την Αν Μπάνκροφτ, μεταξύ άλλων. Ο Βουτσινάς ήταν ο Ελληνας που είχε ερωτική σχέση με τον Τζέις Ντιν. «Ημασταν φίλοι έξι μήνες, ήταν γνωστό αυτό, αλλά ήταν ανθρώπινο σταχτοδοχείο, του άρεσε να του σβήνουν τσιγάρα στο στήθος» είχε πει το 1996, αλλά ζήτησε να συμπεριλάβουμε στο αφιέρωμα μόνο το πρώτο μέρος, το «ήμασταν φίλοι έξι μήνες». «Μην το γράψεις όλο, γιατί θα νομίζουν ότι τρελάθηκα» μου είπε με μια φωνή που ήταν βαριά, κάπως βραχνή και επίτηδες εξεζητημένη.

Ερωτική σχέση είχε και με τη Φόντα και με την Μπάνκροφτ. Οταν ήταν νέος, δεν ξεχώριζε γυναίκες και άνδρες. Μόνο αργότερα, όταν μεγάλωσε, μετά τα 50 του, έζησε σχεδόν αποκλειστικά με άνδρες. Η Τζέιν Φόντα έγραψε σε μια πρόσφατη βιογραφία της, στην οποία υπάρχει και μια φωτογραφία της μαζί του, ότι ήταν ερωτικός σύντροφος και δάσκαλός της. «Ζήλευα την Τζέιν και σε μια περίπτωση ήμουν σίγουρος ότι τα είχε κρυφά με τον μασέρ της, ένα κοντό, χοντρό αντράκι» μου είπε στη συνέντευξη του 1996. «Μπήκα, λοιπόν, απροειδοποίητα στο υπνοδωμάτιο κρατώντας ένα μαχαίρι για να τον σκοτώσω, αλλά τελικά είχα κάνει λάθος. Ο μασέρ είχε φύγει στην ώρα του και η Τζέιν κοιμόταν».

Οταν ήταν 17-18 ετών είχε αφήσει μουστάκι, αλλά ενώ κατέβαινε τις σκάλες σε ένα φιλικό σπίτι έπεσε πάνω στον Ζαν Κοκτώ, που μαζί με τον Ζαν Μαρέ είχαν περάσει ένα διάστημα έρωτα με την Αθήνα και τους Ελληνες. «Γιατί το έχεις αυτό; Δεν σου πάει» του είπε ο γάλλος διανοούμενος. «Ανέβηκα πάνω και το ξύρισα αμέσως» θυμόταν ο Βουτσινάς. Ηταν πάντοτε αεικίνητος. Χτυπούσε τις πόρτες κάνοντας τα δυο χέρια του γροθιές, ρυθμικά και βροντερά, προτού μπει στα σπίτια των φίλων του και στα καμαρίνια των ηθοποιών του. Οδηγούσε ο ίδιος ένα Citroën και έτρεχε με 150 χλμ. την ώρα στην Εθνική οδό Αθηνών – Θεσσαλονίκης «για να σπάσει τη ρουτίνα του αεροπλάνου». Σκηνοθετούσε διαρκώς έργα στο θέατρο και είχε αδυναμία σε αυτά του Τενεσί Γουίλιαμς. Δεν κοιμόταν σχεδόν ποτέ. Σε κανέναν δεν έλεγε το μυστικό, αλλά όταν έπαθε το εγκεφαλικό το 1995, ο Μάριος βρήκε σε ένα συρτάρι αμερικανικά χάπια καφεΐνης. Τα έπαιρνε για χρόνια. Επέμενε, όμως, ότι ποτέ δεν πήρε ναρκωτικά. «Οταν υπάρχουν οι τραγωδίες του Σοφοκλή, δεν υπάρχει λόγος να πάρεις ναρκωτικά» έλεγε. «Διαβάζεις Σοφοκλή και ταξιδεύεις».

Ερωτας στη Θεσσαλονίκη

Λάτρεψε το Παρίσι και τη Θεσσαλονίκη, γι’ αυτό μετά το 1974, όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, ίδρυσε σχολές υποκριτικής στις δύο πόλεις. Και στις δύο δίδασκε ο ίδιος κάθε εβδομάδα μέχρι πριν από λίγα χρόνια. Στο Παρίσι η σχολή ήταν ένα «γυμναστήριο ηθοποιών», όπως έλεγε, για επαγγελματίες ηθοποιούς. Επαιζαν και σκηνοθετούσαν μπροστά του μια σκηνή από ένα έργο για δύο ώρες. Ακολουθούσε δίωρο συζήτησης με κριτικές, συμπεράσματα, ιστορίες και συμβουλές που οδηγούσαν τους ηθοποιούς σε ένα άλλο επίπεδο συνειδητοποίησης για αυτό που μόλις είχαν κάνει. Η σχολή έφτασε να έχει φοιτητές περίπου 200 ηθοποιούς. Οι Γάλλοι τον έλεγαν «μαιευτήρα» (L’accoucheur), χαρακτηρίζοντας έτσι την τεχνική του να κάνει τον ηθοποιό να γεννάει τον ρόλο. Η Φέι Νταναγουέι έγραψε στη βιογραφία της ότι ο Βουτσινάς τής έμαθε πως «δεν παίζουμε ποτέ τα λόγια ενός ρόλου, αλλά αυτό που υπάρχει κάτω από τα λόγια». «Γιατί δεν ιδρύεις και στην Αθήνα μια σχολή για επαγγελματίες ηθοποιούς;» τον ρώτησαν κάποτε. «Δεν το κάνω, οι έλληνες ηθοποιοί νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα» απάντησε. Η σχολή της Θεσσαλονίκης για νέους ηθοποιούς υπάρχει ακόμη και τα χρήματα από τα δικαιώματα του Βουτσινά, 1.000 ευρώ τον μήνα, αφιερώνονται σήμερα σε υποτροφία με το όνομά του.

Στη Θεσσαλονίκη έζησε και τον μεγαλύτερο έρωτά του στην Ελλάδα, ο οποίος ήταν ο Νίκος Σεργιανόπουλος. Τον γνώρισε το 1990 και του έδωσε το ρόλο του Ιάσονα στη «Μήδεια» που ανέβασε στην Επίδαυρο, με Μήδεια τη Λυδία Φωτοπούλου, μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά, μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη και στίχους της Λίνας Νικολακοπούλου. Ηταν μια θυελλώδης σχέση και παραδεχόταν ότι τον σημάδεψε. Ελεγε ότι η σχέση τους τελείωσε γιατί ο Σεργιανόπουλος ήταν δύσκολος χαρακτήρας και συχνά τιμωρούσε τον εαυτό του με κατανάλωση αλκοόλ. Το 1996 μιλούσε ακόμη για αυτόν με ένταση και συγκίνηση. «Δεν πιστεύεις ότι σε αγαπάω;» του είχε πει κάποιο βράδυ σε έναν καβγά ενώ περπατούσαν στην Εγνατία. «Θα δεις». Ο Βουτσινάς πετάχτηκε και ξάπλωσε στη μέση του δρόμου. Τα αυτοκίνητα σφύριζαν προσπαθώντας να τον αποφύγουν. Ο Σεργιανόπουλος τον κοίταζε αποσβολωμένος. «Εκείνο που μου έκανε εντύπωση είναι ότι συνέχιζε να με κοιτάζει. Στη θέση του θα ξάπλωνα κι εγώ ή θα κοίταζα να τον προστατεύσω». Προφανώς, τον είχε αιφνιδιάσει πλήρως. Δεν θα ήταν η πρώτη φορά.

Για το αφιέρωμα στον Ανδρέα είχα μιλήσει με πολλούς ηθοποιούς, ανάμεσα στους οποίους ήταν και η Ζωή Λάσκαρη. Τη συνάντησα στο καμαρίνι της στο θέατρο Αθηνών όπου έπαιζε στο έργο «Τρεις ψηλές γυναίκες» του Τενεσί Γουίλιαμς, σε σκηνοθεσία Βουτσινά, με την Ελένη Χατζηαργύρη και την Κατερίνα Μαραγκού. «Νόμιζα ότι δεν είστε καλή ηθοποιός, αλλά σας είδα σήμερα και άλλαξα γνώμη» της είπα. Της άρεσε τόσο μεγάλο θράσος από έναν 24χρονο. Ηταν η βραδιά των Ιμίων. «Τι σας λέει ο κ. Λυκουρέζος; Θα έχουμε πόλεμο;». «Οχι… Μην ανησυχείς» απάντησε με αυτό το ύφος γοητείας, υπεροψίας και λαγνείας που έκανε μια ολόκληρη Ελλάδα να πέσει στα πόδια της. Μου έλεγε πόσα της έμαθε ο Ανδρέας, πόσο εμπνευσμένος ήταν και πόσο εύκολα θυμώνει.

Η σχέση τους ξεκίνησε και έληξε με ένα… σπάσιμο. Στην πρώτη τους συνεργασία, το 1985 για το «Lunch Hour», ένα απόγευμα στις πρόβες ο Βουτσινάς την εκνεύρισε τόσο που εκείνη εγκατέλειψε τη σκηνή και μπαίνοντας στο καμαρίνι έσπασε κατά λάθος ένα βάζο. «Σπάσ’ τα» τής φώναζε από τη σκηνή κάνοντάς τη να θυμώσει ακόμη περισσότερο. «Αλλά, όπως καταλαβαίνεις, είναι ο μεγαλύτερος σκηνοθέτης. Τον λάτρεψα, με σημάδεψε, είναι φίλος μου». Και ο Βουτσινάς αγαπούσε τη Λάσκαρη, της έλεγε ότι είναι η μεγαλύτερη σταρ. Η στενή φιλική και καλλιτεχνική σχέση τους κράτησε σχεδόν 25 χρόνια. Η τελευταία τους συνεργασία έγινε πριν από τέσσερα-πέντε χρόνια, αλλά διακόπηκε όταν ο Βουτσινάς επέμενε ότι η Λάσκαρη, παρ’ ότι είχε ήδη περάσει τα 65, έπρεπε να εμφανιστεί γυμνή στη σκηνή. «Πρέπει να εκτεθείς» της είπε με αυστηρή φωνή. «Πρέπει να δοθείς στο κοινό σου. Πρέπει να αποδείξεις ότι είσαι η πιο τολμηρή απ’ όλες και να κάνεις αυτό που δεν τόλμησε καμία άλλη». Η Λάσκαρη δεν ήταν έτοιμη για τόσο μεγάλες «υπερβάσεις». Μάλωσαν, «τα έσπασαν» και δεν ξαναμίλησαν ποτέ.

Η τελευταία σκηνοθεσία

Ο Ανδρέας μπορούσε να γίνει πολύ απότομος και αυστηρός, αλλά ήταν ταυτόχρονα ο πιο πιστός φίλος που ήξερε να εμψυχώνει και να στηρίζει τους ανθρώπους που τον ενδιέφεραν. Ο Ζυλ Ντασσέν έγραψε τη γνώμη του για αυτόν και μου την έστειλε για το αφιέρωμα: «Πέραν της τέχνης του θεάτρου, υπηρετεί και την τέχνη της φιλίας. Με δύο πόδια ή με τέσσερα, αν έχεις τον Ανδρέα φίλο, έχεις έναν φίλο ακλόνητο και πάντα πιστό. Αν είσαι ένας Ορέστης και ψάχνεις έναν Πυλάδη, βρες τον Ανδρέα. Θα σε προστατεύσει από τις Ερινύες!». Ο Ντασσέν αναφερόταν στα τετράποδα γιατί τον είχε εντυπωσιάσει η αγάπη του Βουτσινά για τα σκυλιά. Ενα καλοκαίρι στην Επίδαυρο η Μελίνα ζήτησε από τον Ανδρέα να μη χαιρετήσει το κοινό κρατώντας αγκαλιά το σκυλί του, τη Μίκα. Ο Βουτσινάς δεν την άκουσε. «Γιατί το έκανες;» τον ρώτησε μετά. «Της το είχα υποσχεθεί» απάντησε.

Ο Ανδρέας έφυγε από τη ζωή στις 8 Ιουνίου 2010. Ηταν μαζί του ο Μάριος και στενοί φίλοι. Είχε εκφράσει την επιθυμία η σορός του να καεί και η στάχτη να διασκορπιστεί στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου. Ηταν η τελευταία σκηνοθεσία του, σε ένα έργο με πρωταγωνιστή τον ίδιο. «Θέλω να μπαίνω στα ρουθούνια των κακών ηθοποιών και να φταρνίζονται την ώρα που παίζουν» έλεγε ο Βουτσινάς. Ο Μάριος, ο οποίος τον θαύμαζε προτού ακόμη τον γνωρίσει, και παρά τη δύσκολη σχέση τους, τον τίμησε όσο κανείς, έκανε ό,τι χρειαζόταν για να γίνει αυτό που ήθελε. Η σορός μεταφέρθηκε στη Βουλγαρία και η στάχτη έμεινε για δύο μήνες μέσα σε ένα μεγάλο βάζο που υπάρχει στο σπίτι του Μάριου, λίγο πιο πέρα από ένα επιβλητικό πορτρέτο του πατέρα του.

Στις 22 Αυγούστου 2010, ακριβώς πριν από δύο χρόνια, ανήμερα των γενέθλιων του, δώδεκα φίλοι και παλιοί συνεργάτες του Ανδρέα Βουτσινά συγκεντρώθηκαν στην Επίδαυρο. Κάποιοι από αυτούς ήταν παλιοί συμμαθητές του από τη δεκαετία του ’50 στο Actor’s Studio. Κρατούσε ο καθένας ένα μικρό βαζάκι με τη στάχτη. Πήγαν σε όλα τα σημεία του Αρχαίου Θεάτρου και, με ένα σήμα του Μάριου, όλοι μαζί απελευθέρωσαν τη στάχτη. Εκείνη την ώρα ο αέρας ήταν δυνατός και διασκορπίστηκε παντού. «Τι κάνετε, κυρία μου;» είπε ένας νεαρός φύλακας του Αρχαίου Θεάτρου στην Αλεξάνδρα Λαδικού, την ώρα που την είδε να σκορπίζει τη στάχτη στον αέρα. «Αφήνω ελεύθερη τη στάχτη ενός μεγάλου σκηνοθέτη» του απάντησε ήρεμα. «Δεν γνωρίζετε ότι αυτό απαγορεύεται;» τη ρώτησε. «Πόσων χρόνων είσαι, παιδί μου;» ανταπέδωσε την ερώτηση η ηθοποιός. «Είκοσι». «Είσαι πολύ μικρός για να ξέρεις τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται στη ζωή» τού είπε με βλέμμα σταθερό και φωνή τρυφερή. Ηταν ένας ωραίος διάλογος τέλους για την τελευταία πράξη στο πέρασμα από τη ζωή ενός σπάνιου ανθρώπου. Είναι σίγουρο ότι ο Ανδρέας χειροκροτούσε γελώντας από την «πλατεία του ουρανού».