Σκηνοθετείτε την παράσταση «Ασμα Ασμάτων –Μια νύχτα κάτω από τα άστρα» στο Θέατρο Τέχνης. «Ερωτικά ποιήµατα έχουν γραφτεί πολλά. Το «Ασµα Ασµάτων» είναι το ωραιότερο, φτάνει από τα βάθη του χρόνου µε καθαρότητα, σαν ένα ποτήρι δροσερό νερό. Φλεγόµενο όµως. Διαλέξαµε τη µεταγραφή του Σεφέρη. Μια γλώσσα σαν τη δική του, τόσο παιδευµένη, έχει σηµασία να ακούγεται, να µην ξεχνιέται. Ζωντανεύει ξανά µέσα από τα στόµατα τριών αγοριών και κοριτσιών, αποφοίτων και σπουδαστών του Θεάτρου Τέχνης, ενώ συµµετέχουν ο Νίκος Χαλδαιάκης και η Αννα Μαρία Πασχάλη. Ξεκινάµε στις 24 Απριλίου, Κυριακή των Βαΐων. Συνεχίζουµε Μ. Δευτέρα και Μ. Τρίτη και µετά την Κυριακή του Θωµά θα παίζουµε ξανά κάθε Δευτέρα και Τρίτη».
Τι ψάχνουμε στον έρωτα; «Το απόλυτο. Ο Ρωµανός ο Μελωδός λέει: «Κυµατούνται µου τα σπλάχνα, ου χωρεί µου την χαράν η ψυχή». Μιλάει βέβαια για τον έρωτα προς τον Θεό, αλλά το ίδιο είναι και ο ανθρώπινος έρωτας. Τουλάχιστον στο πρώτο σκίρτηµα, δηµιουργεί αυτή τη φόρα που µερικές φορές οδηγεί ακόµη και σε µετωπικές. Πέφτεις σε τοίχο».
Γιατί προσθέσατε στον τίτλο της παράστασης τη φράση «Μια νύχτα κάτω από τα άστρα»; «Είναι ένα έργο που µυρίζει θυµάρι και ρίγανη. Σαν κάποια νέα παιδιά να βρίσκονται στο αντίσκηνό τους σε µια παραλία και όλο αυτό να είναι ένα όνειρο που τους συµβαίνει. Την παράσταση την έχω αφιερώσει στη µνήµη του ψυχοθεραπευτή και σκηνοθέτη Βίκου Ναχµία. Το µακρύ τραπέζι γύρω από το οποίο θα λάβει χώρα το χορικό µας ήταν του πατέρα του. Ηταν εβραίος έµπορος υφασµάτων, επάνω εκεί έκοβε τα υφάσµατά του».
Νοσταλγείτε το παρελθόν; «Μόνο ανθρώπους που φύγανε νοσταλγώ. Δεν φυλάω φωτογραφίες, τις έχω πεταµένες σε κουτιά. Μικρή ήµουν γεµάτη νοσταλγία. Γιατί µικρός έχεις άπειρο χρόνο για σπατάλη. Οταν είσαι µεγάλος έχεις ανάγκη την ενέργειά σου να τη βάζεις σε αυτό που δηµιουργείς στο τώρα».
Το τώρα είναι σημαντικό; «Περιέχει ζωή και αυτό καµιά φορά το αποφεύγουµε. Σαν τους ανθρώπους που φοβούνται έναν άδειο τοίχο και τον φορτώνουν µε κάδρα. Δεν είµαστε τολµηροί οι άνθρωποι γιατί νιώθουµε φοβισµένοι και κουρασµένοι».
Ησασταν από τους καλλιτέχνες που αντιδράσατε έντονα απέναντι στις επιλογές του Γιαν Φαμπρ… «Χάρηκα γιατί ενωθήκαµε διαφορετικοί άνθρωποι µεταξύ µας και αυτό είναι σπάνιο. Η κίνηση είχε αντίκτυπο και αυτό µού δίνει χαρά, αλλά χαρά συγκρατηµένη».
Εχετε πει ότι το θέατρο ήταν ο μόνος χώρος που θα σας άντεχε… «Ηµουν ένας κόµπος, ο οποίος βρήκε ένα άσυλο εκεί. Και σιγά σιγά άρχισε να λύνεται µε την παρέα άλλων, και πάνω και κάτω από τη σκηνή».
Δεν ήσασταν ποτέ, όμως, καριερίστα… «Από τη µία αισθάνοµαι ότι το θέατρο ήταν κάτι παραπάνω από µοίρα για εµένα, από την άλλη δεν ήθελα ποτέ µια στρωτή καριέρα, αν αυτό εννοείτε. Δεν είναι καλό να ταυτίζεσαι απόλυτα µε κάτι: να είσαι µε τη µία φτερούγα σε αυτή τη ζωή και µε την άλλη να πετάς».
Μιλάτε συχνά για την πάλη ανάμεσα στο σκοτάδι και στο φως… «Το φως είναι νίκη απέναντι στο σκοτάδι. Είµαστε προορισµένοι να πάµε στο φως. Δεν είναι εύκολο, αλλά είναι κάτι που µας ανήκει, αν το θέλουµε».
Το σκοτάδι, όμως, δεν είναι πιο γοητευτικό; «Είναι η ευχαρίστηση τού Εγώ. Και δικαιούµαι να οµιλώ, γιατί έχω περάσει από εκεί. Είναι µια ευχαρίστηση παρόµοια µε αυτή που αναφέρει ο Φρόιντ: το γατάκι που γλείφει ρινίσµατα σιδήρου, γεύεται το αίµα, του αρέσει και δεν µπορεί να το σταµατήσει».

Αλήθεια, ποιο είναι το καλύτερο κομπλιμέντο που σας έχουν κάνει; «Οτι γίνοµαι καλύτερη µε τα χρόνια, ως άνθρωπος».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 10 Απριλίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ