Εχει χαρακτηριστεί η κατακόρυφη επίδειξη ισχύος ανδρών με μικρή… αυτοεκτίμηση, όμως η ανέγερση πανύψηλων κτιρίων, των λεγόμενων «supertalls», προκαλεί πολλά συναισθήματα που δεν συνδέονται απαραίτητα με εκείνο της ανεπάρκειας. Πάρτε ως παράδειγμα τον Εϊντριεν Σμιθ. Οι μεγαλύτεροι θαυμαστές του σχετικά αφανούς starchitect είναι τα μικρά παιδιά. Μαγεμένα από τα πανύψηλα κτίρια που σχεδιάζει, όπως περίπου από τους αστροναύτες και τα διαστημόπλοια που αυτοί επανδρώνουν, του στέλνουν γράμματα και ζωγραφιές καθώς και άδειους φακέλους με γραμματόσημα, για να τους στείλει ένα αυτόγραφο. Λογικό. Ο Εϊντριεν Σμιθ κατακτά τους αιθέρες με τις κορυφές κτιρίων όπως το Burj Khalifa, το πιο ψηλό κτίριο του κόσμου αυτή τη στιγμή, το οποίο προβάλλει 828 μέτρα από το έδαφος σαν ένας σταλαγμίτης που φύτρωσε απρόσμενα στη χέρσα γη του Ντουμπάι στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (θυμηθείτε τον Τομ Κρουζ να μετακινείται στην εξωτερική επιφάνειά του χάρη στα ειδικής κατασκευής γάντια, στο «Επικίνδυνη αποστολή – Πρωτόκολλο: Φάντασμα», εν μέσω αμμοθύελλας).
«Διαθέτει τον μαγνητισμό που λείπει από όλα σχεδόν τα supertall κτίρια του καιρού μας» έγραφε στον «New Yorker» ο Πολ Γκολντμπέργκερ, απόδειξη ότι ο Σμιθ μπορεί να μαγεύει και τους έμπειρους κριτικούς εκτός από τα εύπιστα παιδιά. Δεν είναι εύκολο το επίτευγμα, δεδομένου ότι ο ανταγωνισμός είναι αβυσσαλέος σε αυτόν τον αγώνα δρόμου για την κατασκευή όλο και πιο ψηλών κτιρίων, με σημείο τερματισμού τα σύννεφα και ακόμη παραπάνω. Ο 70χρονος Σμιθ διαθέτει ωστόσο την αντοχή και την όρεξη να πηγαίνει όλο και ψηλότερα και απ’ ό,τι φαίνεται είναι τελικά ο ίδιος του ο εαυτός αυτός που πρέπει να ξεπεράσει. To μεγαλύτερο όπλο του είναι η πολύτιμη εμπειρία του. Η πολυετής, από τη δεκαετία του ’60, θητεία του στο γραφείο SOM (Skidmore, Owings & Merrill) του Σικάγου, ένα από τα μεγαλύτερα αρχιτεκτονικά γραφεία του κόσμου, κορυφώθηκε με τη δημιουργία του περίφημου Burj. Ακολούθησε το ακόμη ψηλότερο Kingdom Tower, ένα προϊόν του δικού του γραφείου, Adrian Smith + Gordon Hill, το οποίο, όταν ανεγερθεί στην Τζέντα της Σαουδικής Αραβίας (πρόκειται να αποπερατωθεί μεταξύ 2018-2019), θα ξεπερνά το ένα χιλιόμετρο σε ύψος. Οπως φαντάζεστε, αναμένεται να προσελκύσει εκατομμύρια επισκέπτες, αν μη τι άλλο τους προσκυνητές που θα κατευθύνονται στις γειτονικές Μέκκα και Μεδίνα. Μπορεί στο κάτω κάτω το δέος που θα αισθανθούν να είναι ανάλογο της θρησκευτικής ανάτασης.
Κάθε φορά που βλέπω ένα τόσο ψηλό κτίριο σκέφτομαι πόσο ευάλωτο θα ήταν σε μια τρομοκρατική επίθεση. Θα περίμενε κανείς πως μία από τις συνέπειες της επίθεσης στους Δίδυμους Πύργους θα ήταν, αν όχι η απέχθεια, τουλάχιστον σίγουρα ο δισταγμός για την ανέγερση πανύψηλων κτιρίων με στόχο να γίνουν σύμβολα μιας πόλης σε μια εποχή που η τρομοκρατία εξαπλώνεται επικίνδυνα. Αντιθέτως, μετά την 11η Σεπτεμβρίου παρατηρείται άνθηση όσον αφορά την κατασκευή τους. Γιατί συμβαίνει αυτό πιστεύετε; «Νομίζω ότι αυτό έχει συμβεί επειδή τα οφέλη που απορρέουν από την υλοποίηση των λεγόμενων «supertalls» είναι πολλά. Ανάγονται τόσο σε συναισθηματικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο, ενώ παράλληλα μας κάνουν να αισθανόμαστε ότι μπορούμε να υπερνικήσουμε τους νόμους της φύσης. Οπότε, όπως καταλαβαίνετε, εξουδετερώνουν τον φόβο για τις επαπειλούμενες τρομοκρατικές επιθέσεις και την αναρχία που επιθυμούν να επιφέρουν οι τρομοκράτες. Διότι είναι απλό: στο αιώνιο, γνωστό σε όλους μας δίπολο «θετική έναντι αρνητικής ενέργειας», η θετική ενέργεια κερδίζει. Η αλήθεια είναι, βέβαια, ότι στην αρχή αυτή η επίθεση επηρέασε την κατασκευή των ψηλών κτιρίων και τη διάθεση των
ανθρώπων να κατοικήσουν ή να εργαστούν μέσα σε αυτά. Αυτό το διάστημα κράτησε όμως περίπου έναν χρόνο, όσο δηλαδή χρειάστηκε για να οχυρωθούν τα κτίρια και να τοποθετηθούν σε αυτά νέα συστήματα ασφαλείας, προκειμένου να αισθανθεί το κοινό ότι το πρόβλημα είχε αντιμετωπιστεί επαρκώς».
Εσάς γιατί σας γοητεύει τόσο να σχεδιάζετε όλο και πιο ψηλά κτίρια; Αυτή ακριβώς η θέληση να «υπερνικήσετε τους νόμους της φύσης» που αναφέρατε προηγουμένως δεν συνιστά υπό μία έννοια ύβρη; «Ξέρετε, είναι συναρπαστικό να χρησιμοποιείς τις ανθρώπινες ικανότητες για να βρεις τρόπους επίλυσης προβλημάτων, για να φτάνεις στα όρια και, ναι, να καυχιέσαι μετά γι’ αυτό. Το πρόβλημα, κατά τη γνώμη μου, έγκειται αλλού: πάντα θα υπάρχει κάτι πιο ψηλό, πιο πολύτιμο, πιο μεγαλοπρεπές και πιο ακριβό».
Επειδή είναι συναρπαστικό, νομιμοποιείται κιόλας; Ο αρχιτέκτονας τοπίου Χ. Α. Κέιπαρν έλεγε κάποτε ότι οι λόγοι που οδηγούν τους αρχιτέκτονες τόσο ψηλά είναι «το εγώ τους και τα χρήματα», μια ακραία επίδειξη οικονομικής ευρωστίας και τεχνολογικής υπεροχής… «Ο εγωισμός και τα χρήματα είναι το αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής, αλλά όχι τα αίτια που οδηγούν σε αυτήν. Η «νομιμοποίηση» για την οποία μιλάτε αφορά περισσότερο τα επιτεύγματα, την αξιοπρέπεια και την υπερηφάνεια που συνδέονται με τη δημιουργία αυτών των ψηλών κτιρίων. Μπορεί να είσαι ένας φτωχός εργάτης, να βάζεις τούβλα στα θεμέλια του ψηλότερου κτιρίου στον κόσμο, αλλά να νιώθεις υπερήφανος ότι σου ανήκει το οικοδόμημα, ότι έχεις συμβάλει στο επίτευγμα που είναι η δημιουργία του, και αυτό να γίνει μέρος όχι μόνο της προσωπικής σου ιστορίας, αλλά και της οικογένειάς σου και των γενεών που θα τη διαδεχτούν. Είναι περίπου όπως όταν ακολουθείς την αγαπημένη σου ποδοσφαιρική ομάδα και εκείνη κερδίζει. Αισθάνεσαι ότι μέρος της νίκης σού ανήκει».
Πάντως είναι γνωστό ότι τα «supertalls», όπως το υψηλότερο του κόσμου, Burj Khalifa, το οποίο έχετε σχεδιάσει, δεν προσελκύουν εύκολα ενοίκους, αλλά προσδίδουν πρεστίζ και αξία στη γη που τα περιβάλλει, καθώς από μόνα τους πολύ σπάνια είναι προσοδοφόρα. Είναι τα σύγχρονα μνημεία της εποχής μας για τις ισχυρές πόλεις του κόσμου, περίπου όπως ήταν κάποτε οι Πυραμίδες της Γκίζας;
«Υπό μία έννοια, ναι, όταν μιλάμε για τους υψηλότερους πύργους του κόσμου. Χτίζονται για διαφορετικούς λόγους, αλλά λόγω του ύψους τους και της ορατότητάς τους καθίστανται σχεδόν πάντα κτίρια-ορόσημα. Επειδή δε απαιτείται πολύς χρόνος για να αποπερατωθούν, δεσμεύουν τα χρήματα των επενδυτών τους για μεγάλα χρονικά διαστήματα προτού τους αποφέρουν κάποιο κέρδος. Η επιστροφή επί της επένδυσης παίρνει πολλά χρόνια».
Ενας από τους λόγους για τους οποίους δεν κατοικούνται είναι ότι δεν έχει βρεθεί ή εφαρμοστεί ακόμη η τεχνολογία ώστε να μπορεί να ανεβαίνει κανείς στην κορυφή με τον ανελκυστήρα γρήγορα και με ασφάλεια. Φαντάζομαι πως όταν το συγκεκριμένο πρόβλημα επιλυθεί, αυτές οι κάθετες πόλεις θα κατοικούνται περίπου όπως βλέπουμε να συμβαίνει σε ταινίες επιστημονικής φαντασίας τύπου «Blade Runner». Τι συνέπειες θα έχει αυτό για τη ζωή μας; «Πιστεύω ότι μελλοντικά θα χτίζουμε πολύ ψηλές κατασκευές που θα συνδέονται μεταξύ τους με αερογέφυρες, προκειμένου να υπάρχουν συνδέσεις για πεζούς ανάμεσα στα κτίρια σε διαφορετικά επίπεδα. Αυτές οι γέφυρες θα λειτουργούν ως κατασκευαστικές δομές οι οποίες θα προσφέρουν έμμεση στήριξη σε αυτά τα γιγαντιαία, επιμήκη οικοδομήματα. Και τώρα είναι εφικτό να συμβεί κάτι τέτοιο από κατασκευαστική, ωστόσο όχι και από οικονομική άποψη. Εχουμε ήδη καταθέσει μια τέτοια πρόταση για μία «satellite city»(σ.σ.: πόλη-δορυφόρο, μικρότερη πόλη κοντά σε ένα μητροπολιτικό κέντρο) έξω από την πόλη Τσενγκντού της Κίνας, όπου δεν θα υπάρχουν αυτοκίνητα και τα κτίρια θα συνδέονται με τέτοιου είδους γέφυρες, ενώ εργαζόμαστε πάνω σε έναν πύργο ύψους ενός μιλίου (σ.σ.: 1.610 μ.), ο οποίος περιέχει αερογέφυρες και πλατφόρμες που εξυπηρετούν την κυκλοφορία και την κατασκευή. Πιστεύω ότι για όλους εμάς που μας γοητεύουν τα ύψη, αυτά τα κτίρια θα είναι συναρπαστικά».
Πώς θα βλέπατε ένα πανύψηλο κτίριο στην Αθήνα; Σε μια πόλη δηλαδή που δεν είναι οικονομικά εύρωστη όπως το Ντουμπάι ή η Σανγκάη, δεν έχει παράδοση σε ψηλά κτίρια και διαθέτει ένα κλίμα που ευνοεί την αρχιτεκτονική με μεγάλα ανοίγματα. «Η Αθήνα είναι ένας υπέροχος τουριστικός προορισμός, διαθέτει μια πολύ σημαντική γεωγραφική θέση στη Μεσόγειο η οποία ευνοεί το εμπόριο. Από αυτή την άποψη, η πολιτική ηγεσία της θα μπορούσε να υλοποιήσει ένα μακρόπνοο όραμα, το οποίο θα περιλάμβανε ζώνες απαλλαγμένες από δασμούς (σ.σ.: duty free zones), όπου θα χτίζονταν ψηλά κτίρια, προκειμένου να τονωθεί η οικονομία της πόλης και να παρέχουν μια νέα παράμετρο στις τουριστικές ατραξιόν, περίπου όπως συνέβη με το Burj Khalifa και το Ντουμπάι. Από όσο ξέρω, το εισόδημα το οποίο προκύπτει από τους επισκέπτες που ανεβαίνουν στον όροφο-παρατηρητήριο, στο 124ο επίπεδο στο Burj, είναι πάνω από 100 εκατ. δολάρια τον χρόνο. Με όραμα και σκληρή δουλειά, όλα είναι πιθανά».
Εχετε έρθει στην Αθήνα; Πού θα μπορούσατε να φανταστείτε ένα τέτοιο κτίριο και ποια θα μπορούσε να είναι η πηγή έμπνευσης για τον σχεδιασμό του; «Ναι, έχω έρθει, και αν εξαρτιόταν από εμένα, θα έχτιζα το ψηλότερο κτίριο του κόσμου στην Αθήνα σε μια πολύ προσβάσιμη τοποθεσία και θα χρειαζόμουν και τη γη γύρω της για να χτίσω χαμηλότερου ύψους κατασκευές. Αυτή είναι η συνταγή της επιτυχίας και έχει ήδη λειτουργήσει στη Σανγκάη, στο Ντουμπάι, ενώ σύντομα το ίδιο πρόκειται να συμβεί στην Τζέντα. Υπάρχει μια ρήση που λέει ότι αν μια πόλη δεν μεγαλώνει, θα πεθάνει. Γιατί να μην προτρέψουμε τους κατοίκους μιας πόλης να κινηθούν και να ζήσουν σε νέα επίπεδα, σε νέα οράματα, σε νέα ύψη! Η έμπνευση για τον σχεδιασμό του κτιρίου θα προερχόταν από τον πολιτισμό και τους ανθρώπους της Ελλάδας, καθώς και από τα φυσικά χαρακτηριστικά της τοποθεσίας όπου θα χτιζόταν το κτίριο. Θα ήταν ένα όμορφο κτίριο. Κλασικό και μοντέρνο».
Αλήθεια, ποια ήταν τα καθοριστικά ερεθίσματα στη ζωή σας που σας οδήγησαν να γίνετε αρχιτέκτονας πολύ ψηλών κτιρίων; «Πιστεύω πως όταν πρωτοείδα την κορυφογραμμή των κτιρίων του Σικάγου, στα μέσα της δεκαετίας του ’60, ένιωσα δέος. Εκεί είχαν υπάρξει άνθρωποι οι οποίοι όρθωσαν βουνά μέσα σε ένα λιβάδι σε μια μεσοδυτική Πολιτεία, οπότε συναισθάνθηκα αμέσως ότι ήθελα να κάνω κάτι ανάλογο. Ξεκίνησα να δουλεύω για την εταιρεία Skidmore, Owings & Merrill (SOM) στην πόλη το ίδιο καλοκαίρι και η πρώτη ανάθεση που μου έγινε ήταν να δουλέψω (στο υπόγειο) του John Hancock Center στο Σικάγο, σε ένα κτίριο ύψους 344 μέτρων. Αυτό ήταν, είχα κολλήσει. Πέρασαν 25 χρόνια, ωστόσο, μέχρι να σχεδιάσω τον πρώτο μου «supertall», τον Πύργο Jin Mao στη Σανγκάη».
Λαμβάνετε ακόμη υπόψη τις αρχές του μοντερνισμού, εκείνες που οδήγησαν στη δημιουργία κτιρίων όπως οι πρώτοι ουρανοξύστες στην πόλη όπου ζείτε και δραστηριοποιείστε, στο Σικάγο, καθώς και στη δημιουργία εμβληματικών ουρανοξυστών όσο ήσασταν στη SOM; «Οι αρχές του μοντερνισμού είναι πάντα παρούσες όταν ξεκινάμε να σχεδιάσουμε καινούργια κτίρια. Η κουλτούρα, το κλίμα, ο προσανατολισμός, το τοπίο, ο άνεμος και ο ήλιος είναι εξίσου σημαντικές παράμετροι που λαμβάνουμε υπόψη στη γενεσιουργό φάση ενός κτιρίου, είτε πρόκειται για μεγάλης είτε για μικρής κλίμακας αρχιτεκτόνημα. Επίσης, ο σχεδιασμός καθοδηγείται και από τη χρήση του κτιρίου, όπως επίσης και από τον χαρακτήρα των οικοδομημάτων που το περιβάλλουν».
Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση στην καριέρα σας; «Οτι αποφάσισα να φύγω από τη SOM στα 62 μου χρόνια, τρία χρόνια προτού φτάσω σε ηλικία συνταξιοδότησης, και να ξεκινήσω, με δικά μου χρήματα, τη δική μου εταιρεία, την Adrian Smith + Gordon Gill Architecture. Μέχρι στιγμής όλα πάνε καλά, δεν το μετανιώνω!».
Θέτετε ποτέ υπό αμφισβήτηση τον εαυτό σας και το έργο σας; «Αμφισβητώ τον εαυτό μου κάθε λεπτό. Παράλληλα, όμως, αναζητώ νέους τρόπους για να κάνω πράγματα. Εχει για μένα ζωτική σημασία το να εμπλέκομαι σε ερευνητικά πρότζεκτ, όπως είναι ο πύργος ύψους ενός μιλίου, ή το σχέδιο για τη μείωση του ενεργειακού αποτυπώματος της Πόλης του Σικάγου, προκειμένου να βρούμε απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτουμε στον εαυτό μας. Θεωρούμε σημαντικό να συμμετέχει και το προσωπικό μας σε αυτή την έρευνα».
Η μεγαλοσύνη δεν μπορεί να συνάδει και με τη μικρή κλίμακα; «Ναι, και βέβαια μπορεί. Οπως μπορεί επίσης να νιώσει κανείς οικειότητα σε έναν «supertall» ουρανοξύστη».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 9 Αυγούστου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ