Παρατηρώντας τον Σάκη Ρουβά όση ώρα πέρασε στο στούντιο του περιοδικού για τη φωτογράφισή του (και τη συνέντευξη που ακολούθησε) δεν μπόρεσα παρά να σκεφτώ πόσο «στο μάτι του κυκλώνα» βρίσκεται. Με όλες τις έννοιες που μπορεί να πάρει αυτή η φράση. Αφενός γιατί αυτές τις ημέρες δέχεται τα πυρά πολλών επειδή συμφώνησε να τραγουδήσει στις 2 Μαΐου σε εκδήλωση του Δήμου Νέας Σμύρνης στην πλατεία Νέας Σμύρνης το «Αξιον Εστί», αυτό το εμβληματικό έργο του Οδυσσέα Ελύτη που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης, αλλά και διότι παρά την τρέλα που συνοδεύει συνήθως τη ζωή ενός σταρ, παρά τις επίμονες θαυμάστριες, τους πιστούς συνεργάτες, τις συνεχείς υποχρεώσεις, την αίσθηση πως όλοι θέλουν ένα κομμάτι του, ο ίδιος φέρει κάτι αδιάβλητο. Μοιάζει σαν να τον περιβάλλει μια αύρα ηρεμίας. Ακριβώς όπως συμβαίνει στο κέντρο της διατάραξης του κυκλώνα, εκεί όπου επικρατεί πάντοτε νηνεμία. Φυσικά, παραμένει αυθεντικά πρόθυμος να μιλήσει, να φωτογραφηθεί, να χαρίσει κάποιες στιγμές από τον χρόνο του σε όποιον του το ζητήσει. Μάλιστα, όταν μια συνάδελφος του προτείνει, δειλά τάχα, να βγουν μαζί μια selfie, εκείνος της χαμογελά λέγοντάς της: «Μα, φυσικά. Είμαι ειδικός στις selfies» και αναλαμβάνει να πατήσει ο ίδιος το κλικ στο κινητό της τηλέφωνο.
Γράφτηκαν πολλά για την απόφασή του να αναμετρηθεί με τραγούδια στα οποία έχει αφήσει τη σφραγίδα του με τη φωνή του ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ωστόσο δεν είχε άδικο ο Μίκης Θεοδωράκης όταν στην υποστηρικτική προς τον Ρουβά δήλωσή του έγραψε: «Πιστεύω ότι το έργο από τη στιγμή που θα δημιουργηθεί, ξεφεύγει ακόμη και από τον ίδιο τον δημιουργό, που δεν έχει δικαίωμα να κρίνει δικτατορικά ποιος είναι «άξιος» να το ερμηνεύσει και ποιος όχι. Μόνος κριτής είναι το κοινό και ο χρόνος. Αυτοί τελικά κρίνουν τι θα πάει στα σκουπίδια και τι θα μείνει για πάντα». Οι περισσότεροι άλλωστε, θετικά αλλά και αρνητικά διακείμενοι, αρκέστηκαν να στηρίξουν τον σχολιασμό τους σε κριτήρια εξωκαλλιτεχνικά στην ουσία τους: ελάχιστοι τελικά ασχολήθηκαν με το αν, παρότι ποπ σταρ, ο Σάκης Ρουβάς διαθέτει τις φωνητικές και ερμηνευτικές δυνατότητες. Κι αυτό φυσικά θα μπορούσε να κριθεί μόνο εκ του αποτελέσματος. Οταν διαβάζετε αυτές τις γραμμές θα ξέρουμε αν είχε δίκιο η Νάνα Μούσχουρη που του έγραψε: «Σε παρακολουθώ σε όλα τα μουσικά βήματά σου και χαίρομαι που η καριέρα σου εξελίσσεται σοβαρά και όμορφα, γιατί είναι υποχρέωση κάθε καλλιτέχνη, για να μη μείνει στάσιμος, να δοκιμάζει και άλλα είδη μουσικής, στα οποία μπορεί να δώσει μια άλλη πνοή, νεότερη».

Κύριε Ρουβά, ποιος σας πρότεινε να τραγουδήσετε το «Αξιον Εστί»; «Ο μαέστρος Θεόδωρος Ορφανίδης,καλλιτεχνικός διευθυντής της Orchestra Mobile. Συναντηθήκαμε και μου ανακοίνωσε την επιθυμία του Δήμου Νέας Σμύρνης να συμμετέχω σε αυτή τη συναυλία για τα 90 χρόνια του Μίκη Θεοδωράκη».
Υπάρχει μια συγκεκριμένη αλληλουχία συναισθημάτων που νιώθετε όταν σας κάνουν μια πρόταση μη αναμενόμενη; «Δεν μπορώ να γενικεύσω γιατί κάθε περίπτωση είναι διαφορετική. Νομίζω, πάντως, ότι η πρώτη μας αντίδραση είναι ίσως η πιο σωστή. Στη συγκεκριμένη περίπτωση αισθάνθηκα κάτι φωτεινό, σαν να άνοιξε ένα παράθυρο, ένιωσα ευφορία, σκέφτηκα τι ωραία έκπληξη που είναι. Μετά άρχισα να σκέφτομαι και άλλα πράγματα: ότι από μικρός τραγουδούσα και γνώριζα αυτά τα τραγούδια, πως όλα στη ζωή έρχονται στην ώρα τους, πόσο σπουδαίο και πόσο τιμητικό για μένα είναι να μου προτείνουν κάτι τέτοιο».

Αν εμπιστεύεστε την πρώτη σας αντίδραση, μπορούμε να υποθέσουμε ότι σας καθοδηγεί το ένστικτο; «Εξαρτάται από το τι ορίζουμε ως ένστικτο. Γιατί δεν είναι εύκολο να το διακρίνεις από τη λογική σκέψη, το μυαλό μας λειτουργεί αστραπιαία, επεμβαίνει και αρχίζει να κάνει τα δικά του σενάρια βασισμένο πολλές φορές σε φόβους, σε ό,τι μας έχει συμβεί στο παρελθόν, σε παλιές πεποιθήσεις. Είναι δυσδιάκριτα τα όρια πάντα. Μπορεί το ένστικτο να είναι τελικά όλα αυτά μαζί. Ή ίσως να είναι μια φωνή μέσα μας που δεν έχει προλάβει να εκλογικεύσει τη συναισθηματική αντίδρασή μας, και πιθανώς να είναι λίγο πιο σοφή. Μολύνουμε το μυαλό μας με τόσα πράγματα καθημερινά, ας μιλάει καμιά φορά και το καθαρό μας κομμάτι».
Τι σας δυσκόλεψε πιο πολύ στο «Αξιον Εστί»; «Νομίζω πως η πρόκληση είναι να μπορέσει κανείς να εμβαθύνει στους στίχους. Η μουσική σε συνεπαίρνει, ούτως ή άλλως, και με έναν τρόπο σε καθοδηγεί. Μιλάει κατευθείαν στην ψυχή μας. Οι στίχοι, παρόλο που και αυτοί επιδρούν υποσυνείδητα μέσα μας, απαιτούν και μια λογική επεξεργασία. Καλείται κάποιος να κάνει μια εις βάθος ανάλυση του έργου του Ελύτη. Δεν θα έλεγα ότι με δυσκολεύει, αλλά είναι μια διαδικασία που χρειάζεται περισσότερη φροντίδα. Οσον αφορά το μουσικό κομμάτι, πρόκειται φυσικά για ένα έργο που χρειάζεται φωνητικές δυνατότητες, αλλά είναι πιο πολύ ερμηνευτικές οι απαιτήσεις».
Αν τα πραγματικά σπουδαία έργα μάς φανερώνονται με διαφορετικό τρόπο κάθε φορά που ερχόμαστε σε επαφή μαζί τους, εσείς τι βλέπετε στο «Αξιον Εστί»; «Θα μου επιτρέψετε να διαφωνήσω κάπως με αυτή τη διατύπωση. Τα σπουδαία έργα δεν αλλάζουν, εμπεριέχουν αλήθειες που μένουν αναλλοίωτες μέσα στον χρόνο, γι’ αυτό φαίνονται σύγχρονα σε κάθε εποχή. Απλώς, μεγαλώνοντας, έχουμε μεγαλύτερη δυνατότητα να τα κατανοήσουμε σε μεγαλύτερο βάθος. Διευρύνεται η αντίληψή μας, η ικανότητά μας να τα καταλάβουμε. Στην πραγματικότητα όλα έχουν να κάνουν με τη δουλειά που κάνουμε με τον εαυτό μας. Μπορεί το «Αξιον Εστί» να αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, όμως αναφέρεται σε αλήθειες που είναι οι ίδιες από την αρχαιότητα και θα παραμείνουν ίδιες μέχρι το μακρινό μέλλον. Γι’ αυτό είναι αθάνατο, γι’ αυτό είναι άχρονο και, ταυτόχρονα, έχει και τον χρόνο σύμμαχο».

Τι συμβολίζει τότε σήμερα για εσάς αυτό το έργο; «Ξεκινάει από τα πάθη του ανθρώπου μέχρι την ανάστασή του, μιλάει για τη διαδρομή της ίδιας της ζωής, το μεγαλείο της δηλαδή, διότι δεν νομίζω ότι υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει υποφέρει και να μην προσμένει μια ανάσταση, κάποιου τύπου λύτρωση. Μιλάει για την ελπίδα που δεν χάνεται».
Οταν αποδεχτήκατε την πρόταση περιμένατε τις αρνητικές αντιδράσεις; «Περιμένω πάντοτε τα πάντα. Μου έχει γίνει συνήθεια. Για ό,τι κι αν κάνω, υπάρχει και κάποιου τύπου αντίδραση, και νομίζω ότι είναι απολύτως φυσιολογικό, δεν γίνεται να έχουν όλοι την ίδια γνώμη. Αλλων η ψυχή αγαλλιάζει με τις αποφάσεις μου γιατί με αγαπούν και συμπορεύονται μαζί μου και άλλοι με κατακρίνουν. Σε πολλές περιπτώσεις, πάντως, διακρίνω τον φόβο της αλλαγής. Η αλλαγή συχνά τρομάζει τους ανθρώπους, τη δαιμονοποιούμε κι όταν βλέπουμε κάποιον να εξελίσσεται τον κατακρίνουμε και ψάχνουμε να βρούμε ψεγάδια. Σε ό,τι αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα, βέβαια, νομίζω ότι προκαλεί και μια δημόσια συζήτηση σχετικά με το αν δικαιούμαστε να καθορίζουμε ποιος θα έπρεπε να τραγουδάει τι, η οποία καλό είναι να γίνεται».

Η Μαντόνα ερμηνεύει στο τελευταίο της άλμπουμ ένα τραγούδι για το πόσο δύσκολο είναι να μην πληγώνεται από τα κακόβουλα σχόλια ακόμη και σήμερα. Εσείς έχετε θωρακίσει ουσιαστικά τον εαυτό σας με κάποιον τρόπο για το ενδεχόμενο να δεχτεί επιθέσεις ή παριστάνετε πως δεν πονάτε;
«Αν πρόκειται για κάτι το οποίο έχω δουλέψει μέσα μου ψυχολογικά, συναισθηματικά, και έχω κατανοήσει τη δική μου θέση αλλά και τους άλλους γύρω μου, τότε μπορώ να καταλάβω τις όποιες αντιδράσεις, είναι σαν να έχω συμβιβαστεί με αυτές και είμαι πραγματικά καλά με τον εαυτό μου. Μπορεί να με πειράξει μόνο κάτι που δεν έχω αναλύσει ήδη εγώ. Και αν όντως με πειράξει κάτι, αυτό σημαίνει ότι πρόκειται για μια καλή ευκαιρία να αντιμετωπίσω μια έλλειψή μου, είναι σαν ένα σήμα για εμένα ότι υπάρχει ακόμη περιθώριο βελτίωσης. Παλιότερα είχα πολύ σοβαρό πρόβλημα, με πλήγωνε το καθετί. Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι οι άνθρωποι συχνά μιλούν ουσιαστικά για τον εαυτό τους και όχι για μένα. Και τελικά μου κάνουν χάρη βοηθώντας με να καταλάβω πάνω σε τι πρέπει να εργαστώ».
Τι περιθώριο έχει να έρθει αντιμέτωπος με τα ελαττώματά του κάποιος που, λόγω επιτυχίας και αναγνωρισιμότητας, μεγαλώνει ίσως σε προστατευμένο περιβάλλον; «Σε αρκετά νεαρότερη ηλικία λειτουργούσε ένας συγκεκριμένος μηχανισμός. Οποτε ερχόταν κάποιος και μου έλεγε μια καλή κουβέντα, απαντούσα εγώ «άσ’ τα τώρα αυτά, πες μου τι κακό είδες». Ηθελα να μην επαναπαύομαι στην επιτυχία μου, αλλά λίγο αυτομαστιγωνόμουν κιόλας, γιατί δεν επέτρεπα στον εαυτό μου να το χαρεί. Κουβαλούσα βάρη της παιδικής ηλικίας που καθιστούσαν απαγορευτικό σχεδόν να μην έχω και λίγες ενοχές όποτε τα πράγματα πήγαιναν καλά. Σε αρκετά μεγάλη ηλικία συνειδητοποίησα ότι πρέπει να είμαστε δίκαιοι απέναντι στον εαυτό μας και να του αναγνωρίζουμε αυτό που έχει καταφέρει, γιατί δεν έχει και νόημα η ζωή άμα είμαστε συνεχώς στην πίεση, χάνεται όλη η χαρά. Πρέπει να υπάρχει μια ισορροπία. Πλέον εμπιστεύομαι τη γνώμη των συνεργατών μου, οι οποίοι λένε ειλικρινά τα θετικά και τα αρνητικά, αλλά έχω φτάσει και σε μια ηλικία που έχω κι εγώ τη δική μου άποψη και ξέρω τι έχω κάθε φορά καταφέρει με βάση τους στόχους και τις επιθυμίες μου».

Οσον αφορά τις κριτικές σχετικά με το «Αξιον Εστί», πάντως, οι περισσότεροι σας υπερασπίστηκαν λέγοντας πως θα συστήσετε το έργο σε ένα κοινό νεαρότερης ηλικίας. Είναι και δική σας επιθυμία αυτό;
«Εχει τεράστιο νόημα για μένα να συμβεί και αυτό. Τι έχουμε οι Ελληνες; Εχουμε μια συλλογική μνήμη, έχουμε την Ιστορία μας και όλα όσα έχουμε πετύχει στο παρελθόν. Ελληνας φυσικά δεν γεννιέσαι μόνο, γίνεσαι κιόλας. Οποιοσδήποτε σκέφτεται με τρόπο βαθιά ανθρώπινο, όποιος είναι φωτεινός και συλλογίζεται τα θέματα της ύπαρξης, μπορεί για μένα να θεωρείται Ελληνας. Τα διαμάντια του πολιτισμού μας πρέπει να περνάνε από γενιά σε γενιά. Κρατώντας τα σπουδαία έργα των παλιότερων γενεών και χτίζοντας παράλληλα τα δικά μας διευρύνεται αυτό που λέμε ανθρώπινη οντότητα. Αυτό είναι το ουσιαστικό έργο που μπορούμε να κάνουμε σε αυτή τη ζωή».
Αποτελεί αυτή η εμφάνιση μέρος μιας γενικότερης αλλαγής πορείας; «Οσο θυμάμαι τον εαυτό μου, πάντα άλλαζα πορεία, πάντα κολυμπούσα προς άλλη κατεύθυνση, σε όλο και πιο βαθιά νερά. Πρέπει συνεχώς να ψάχνω, για να κρατάω και το ενδιαφέρον μου ζωντανό».

Αναφέρετε συχνά την ανάγκη για εμβάθυνση. Εχετε κάνει ψυχανάλυση;
«Πολλά χρόνια. Και πιστεύω πως με έχει βοηθήσει πολύ. Είναι κι αυτός ένας δρόμος. Με αφορά, τον έχω ανάγκη και με ικανοποιεί».
Υπάρχει κάποιος ξένος καλλιτέχνης που να θαυμάζετε την καριέρα του και να την έχετε, έστω κάπως θολά, σαν χάρτη πορείας; «Πολλοί είναι, ασχέτως αν δεν είχαν όλοι αίσιο τέλος. Η γνώμη μου είναι πως τίποτα δεν είναι τυχαίο. Για όποιον σπουδαίο κι αν μιλήσουμε θα δούμε ότι κάποιος λόγος υπήρχε που έφτασε ψηλά. Αναφέρατε πριν τη Μαντόνα και ας πούμε ότι αντιλαμβάνομαι πως έχει μπει ίσως σε ένα τέλμα. Προσωπικά, της έχω εμπιστοσύνη, όπως και σε όλους αυτούς τους ανθρώπους –αν δεν συμβεί κάτι και χάσουν το μυαλό τους. Πιστεύω πως θα ανακαλύψει κι άλλες πτυχές της καλλιτεχνικής προσωπικότητάς της και θα τις μοιραστεί μαζί μας. Βεβαίως, όμως, δεν είμαστε αναγκασμένοι εμείς οι καλλιτέχνες να είμαστε και στην αιχμή της εξέλιξης και της πρωτοπορίας μέχρι να κλείσουμε τα μάτια μας. Τα πράγματα προχωράνε με ρυθμούς εξοργιστικά γρήγορους και δεν μας έχουν και όλους ανάγκη, υπάρχουν και νέες γενιές που έρχονται γκαζωμένες».

Προετοιμάζετε τον εαυτό σας για τη στιγμή που θα χρειαστεί να εγκαταλείψετε την ενεργό δράση;
«Είναι σίγουρο ότι αυτό κάποια στιγμή θα συμβεί. Δεν ξέρω, όμως, αν θα μπορούσα να εγκαταλείψω τελείως κάτι που αγαπώ τόσο. Θα ήθελα με κάποιον τρόπο να συνεχίσω. Σε ό,τι αφορά τους άλλους, αν σταματήσει να τους αφορά αυτό που κάνω πάλι, όλα καλά. Το συγκλονιστικό με τη δουλειά μου είναι η επικοινωνία με τον κόσμο. Το πώς συντονιζόμαστε και το ζούμε όλοι μαζί. Αυτή την αμεσότητα δύσκολα τη βρίσκεις αλλού».
Υπάρχει περίπτωση να αφοσιωθείτε στην ηθοποιία; «Δεν βάζω περιορισμούς στον εαυτό μου. Κάνω ό,τι μου φανεί πραγματικά ελκυστικό και ενδιαφέρον. Αυτή τη στιγμή κινούνται παράλληλα η μουσική με την ηθοποιία. Αρκετό καιρό τώρα είμαι στο στούντιο και γράφω καινούργια τραγούδια, ψάχνοντας παράλληλα και άλλα μέχρι να βρεθούν αρκετά για να φτιαχτεί ένα άλμπουμ. Πάντα έχω το βλέμμα μου στραμμένο στην αρχαία τραγωδία γιατί πραγματικά μου αρέσει πολύ. Τα έχουν πει όλα οι αρχαίοι. Σκέφτομαι καμιά φορά πως μπορώ να καταπιαστώ με τόσα πράγματα στη μουσική και στο θέατρο που δεν θα μου φτάσει ολόκληρη ζωή για να τα προλάβω όλα».
Πρόσφατα κάνατε κι άλλη μια στροφή σε λιγότερο mainstream μονοπάτια συμμετέχοντας στην ταινία «Chevalier» της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη. Ανυπομονείτε να τη δείτε; «Ανυπομονώ, γιατί δεν έχω δει ούτε μία σκηνή. Αφέθηκα στην Αθηνά ψυχή τε και σώματι, της παρέδωσα τον έλεγχο, αλλά της έχω μεγάλη εμπιστοσύνη και πιστεύω ότι πρόκειται για παγκοσμίως σπουδαία σκηνοθέτιδα».
Τελειώνοντας, υπάρχει κάποια ερώτηση στην οποία θα θέλατε να απαντήσετε αλλά δεν σας την έχουν θέσει ποτέ; «Δεν ξέρω. Καμιά φορά δεν χρειάζεται να σου κάνουν άλλη ερώτηση αλλά την ίδια διατυπωμένη λίγο διαφορετικά. Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται μια συζήτηση μπορεί να σε πάει κάπου αλλού. Συμβαίνουν, όμως, τόσα στη ζωή μας καθημερινά. Και μας επηρεάζουν. Εγινε πρόσφατα ένας σεισμός στο Νεπάλ και σε βάζει σε σκέψεις. Ή οι πολιτικές εξελίξεις που είναι ραγδαίες τα τελευταία χρόνια. Καθετί μπορεί να πυροδοτήσει μέσα μας μια αλλαγή. Και θα ήταν τόσο βαρετά όλα αν δεν συνέβαινε αυτό».

* Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 3 Μαΐου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ