Το 1997 ο Αλεξάντερ Μακ Κουίν έλεγε: «Τα κρύα απογεύματα, που οι φίλες της μητέρας μου έρχονταν στο σπίτι για τσάι, μου άρεσε να χαζεύω τον κήπο από το παράθυρο. Και προτιμούσα να σχεδιάζω φορέματα για τις τρεις αδελφές μου, παρά να διαβάζω για το σχολείο». Ποιος να φανταζόταν τότε πως ο μικρός και ανήσυχος Αλεξάντερ μερικά χρόνια αργότερα θα κυριαρχούσε στις πασαρέλες του κόσμου, με τις δημιουργίες του να φοριούνται από τα μεγαλύτερα ονόματα του παγκόσμιου καλλιτεχνικού στερεώματος, και πως θα έμενε στην ιστορία τόσο για τα πρωτότυπα σχέδια όσο και για την τραγική του κατάληξη;
Γεννημένος στο Λονδίνο το 1969, ο Αλεξάντερ Λι Μακ Κουίν, ο μικρότερος γιος μιας οικογένειας με εννέα μέλη, έμελλε να ταράξει τα νερά του χώρου της μόδας και να απασχολήσει με τις δημιουργίες του την παγκόσμια κοινή γνώμη κατά τρόπο που κανένας ομότεχνός του δεν κατάφερε. Η αγάπη του για το σχέδιο ήταν τόσο μεγάλη, που σε ηλικία 15 ετών παράτησε το σχολείο για να ασχοληθεί με το πάθος του, τη μόδα. Μαθήτευσε αρχικά κοντά στους μόδιστρους Αντερσον και Σέπερντ, στον οίκο μόδας Savile Row, και αργότερα έμαθε τα μυστικά του ραψίματος και του σχεδίου δίπλα στους Gieves & Hawkes και προόδευσε με τη βοήθεια των ενδυματολόγων Angels και Bermans. Εχοντας λοιπόν αυτά τα εφόδια, περίσσια όρεξη και φαντασία, ο Αλεξάντερ Μακ Κουίν ξεκίνησε το ταξίδι του για την κορυφή.
«Παίρνω ιδέες από τα όνειρά μου. Αν είσαι αρκετά τυχερός να χρησιμοποιήσεις κάτι που είδες στον ύπνο σου, είναι τελείως αυθεντικό. Δεν υπάρχει στον κόσμο, βρίσκεται μέσα στο μυαλό σου» έλεγε ο ίδιος με αγωνία και μια ασάφεια στο βλέμμα, καπνίζοντας ταραγμένος το τσιγάρο του, σε συνέντευξή του το 2003. Τις νύχτες ξυπνούσε βιαστικά και με μισάνοιχτα μάτια μετέτρεπε σε σκίτσα ιδέες και ακαθόριστες εικόνες, φιγούρες και σκιές που είχε αντικρίσει νωρίτερα στο όνειρό του. Και μετά, τους έδινε σάρκα και οστά, ξετυλίγοντας ιστορίες και παραμύθια μπροστά στα μάτια των έκπληκτων θεατών. Μοναδικός του αντίπαλος, ο χρόνος. «Δώσε μου χρόνο και θα σου φέρω μια επανάσταση» συνήθιζε να λέει, προσπαθώντας να βρει το κίνητρο για να ξεχωρίσει. Και η αλήθεια είναι πως το κατάφερε.
Το στοίχημα βέβαια που έπρεπε να κερδίσει ο Μακ Κουίν δεν ήταν εύκολο και αναμφίβολα φιλόδοξο. Παρά το ταπεινό της φυσιογνωμίας του, έπρεπε να κεντρίσει την προσοχή των ανθρώπων και των media και το όπλο του σε αυτή τη μάχη δεν ήταν άλλο από τις ίδιες του τις δημιουργίες. Οι επιδείξεις μόδας στις οποίες συμμετείχε είχαν έντονο θεατρικό και αυστηρό ύφος, δύο στοιχεία που τον στιγμάτισαν και τον προσδιορίζουν μέχρι σήμερα. Ελεγε χαρακτηριστικά: «Βρίσκω ομορφιά στα αλλόκοτα, όπως οι περισσότεροι καλλιτέχνες. Πρέπει να αναγκάζω τους ανθρώπους να βλέπουν πράγματα». Και πράγματι, μέσω των εντυπωσιακών και πρωτοποριακών καλλιτεχνημάτων του, κατόρθωσε να δώσει άλλη προοπτική στο σχέδιο και να στρέψει την προσοχή μας σε πράγματα που μέχρι πρότινος αγνοούσαμε.
Οι ετικέτες των ρούχων του έγραφαν «l’ enfant terrible», δηλαδή «το κακό παιδί της μόδας», με τον ίδιο να είναι αντισυμβατικός, επαναστατικός και να μη φοβάται να ρισκάρει σε χρώματα, σχέδια και λεπτομέρειες. Κάθε ρούχο έλεγε μια διαφορετική ιστορία. Ο Μακ Κουίν πατούσε γερά στην Ιστορία της Αγγλίας, επηρεάστηκε από το ρεύμα του ρομαντισμού και τη γοτθική ατμόσφαιρα της βικτωριανής εποχής (στα σχέδιά του βρίσκουμε επιρροές ακόμη και από τα έργα του Εντγκαρ Αλαν Πόε), ενώ ποτέ δεν έκρυψε τη γοητεία που του ασκούσαν τα εξωτικά μέρη της Γης. Ο συγκερασμός όλων αυτών συντέλεσε στη δημιουργία απροσδόκητων συνόλων, με τις κολεξιόν του να γράφουν ιστορία και τον ίδιο να βραβεύεται ως ο καλύτερος βρετανός σχεδιαστής μόδας το 1996, το 1997, το 2001 και το 2003. Οπως είναι φυσικό, ένα τέτοιο ταλέντο δεν μπορούσε να μείνει ανεκμετάλλευτο και ο διάσημος σχεδιαστής συνεργάστηκε με τους οίκους μόδας Givenchy (το 1997) και Gucci (το 2000), ενώ το 2003 βραβεύτηκε από το Συμβούλιο των Σχεδιαστών της Αμερικής, λόγω των καινοτομιών που λάνσαρε και έλαβε και ένα CBE. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το ιδιαίτερο στυλ που ο Μακ Κουίν εφηύρε εξαπλώθηκε σε όλον τον κόσμο με τη δημιουργία καταστημάτων σε εμπορικά σταυροδρόμια.
Ο Αλεξάντερ Μακ Κουίν, πάντως, δεν ρίσκαρε μόνο στα σχέδια, αλλά και στην ίδια του τη ζωή. Ο διάσημος σχεδιαστής ήταν ομοφυλόφιλος, κάτι που είχε διαπιστώσει ήδη από την ηλικία των 6 ετών. Στα 18 αποκάλυψε στην οικογένειά του τις σεξουαλικές του προτιμήσεις και παρότι αρχικά υπήρξαν ορισμένες διαφορές μεταξύ τους, τον αποδέχτηκαν όλοι ανεξαιρέτως. Το 2000 ο Μακ Κουίν παντρεύτηκε με τον παραγωγό ντοκιμαντέρ Τζορτζ Φορσάιθ, σε ένα γιοτ στην Ιμπιζα. Εναν χρόνο αργότερα όμως έπεσαν οι τίτλοι τέλους στη σχέση τους. Η περίοδος που ακολούθησε του χωρισμού, ωστόσο, ήταν ιδιαίτερα παραγωγική για τον σχεδιαστή, με τον ίδιο να ταξιδεύει ανά τον κόσμο και να οραματίζεται τα ρούχα τού αύριο, θέλοντας να «ντύσει» το μέλλον με τις δημιουργίες του. Αναμφίβολα, η πιο εντυπωσιακή επίδειξη ήταν αυτή της Ανοιξης/Καλοκαίρι 2010, που έφερε την ονομασία «Plato’s Atlantis» και έμελλε να είναι η τελευταία του. Ο Μακ Κουίν απέκτησε εμμονή με την πρόβλεψη του μέλλοντος στα σχέδια και τα χρώματα, και ήθελε τόσο έντονα να σχεδιάσει τη «ζωή μετά», που έγινε μέρος της. Στις 11 Φεβρουαρίου 2010 βρέθηκε απαγχονισμένος μέσα στο σπίτι του. Ανέβηκε στο βάθρο της καλλιτεχνικής του ευρεσιτεχνίας και τον «έσπρωξε» η αναληθοεπής ματαιοδοξία του. Από τη νεκροψία διαπιστώθηκε ότι βρισκόταν υπό την επήρεια ισχυρών φαρμάκων και παυσίπονων.
Πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του σπουδαίου αυτού καλλιτέχνη, οι δημιουργίες του αναβιώνουν στην εντυπωσιακή έκθεση «Savage Beauty», που λαμβάνει χώρα στο Λονδίνο μέχρι και τις 2 Αυγούστου. Η καρδιά του Μακ Κουίν δεν έπαψε ποτέ να χτυπά στη βρετανική πρωτεύουσα, που τόσο πολύ αγαπούσε και εμπνέονταν από τους ρυθμούς και τον ιδιόμορφο χαρακτήρα της. Στην αναδρομική αυτή έκθεση παρουσιάζονται περισσότερα από 200 σύνολα και κοσμήματα που φιλοτέχνησε ο θρυλικός σχεδιαστής, τα οποία φιλοξενούνται στο Μουσείο Victoria & Albert του Λονδίνου. Στόχος της είναι να ενθαρρύνει νέους σχεδιαστές και να επιτρέψει μια ματιά στο μεγαλεπήβολο εγχείρημα ενός από τους πιο δημιουργικούς καλλιτέχνες των τελευταίων δεκαετιών. Ενας διάλογος ανάμεσα στο χθες, το σήμερα και το αύριο, κάτω από το βλέμμα του μεγάλου μόδιστρου. Ο Αλεξάντερ Μακ Κουίν κατόρθωσε να σπάσει τους νόμους χωρίς να κατεδαφίσει την παράδοση. Μετουσίωσε την Ιστορία σε σύνολα και έδωσε ψυχή σε άψυχα υφάσματα. Αντέγραψε τη σιλουέτα της φύσης, που τόσο λάτρευε, και έφερε την άνοιξη στις πασαρέλες. Είναι ο άνθρωπος που σχεδίασε το «αύριο» με το μολύβι και «έραψε» με τη βελόνα νέους δρόμους και προσανατολισμούς για την ανθρωπότητα του μέλλοντος.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino τo Μ. Σάββατο 11 Απριλίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ