Την ημέρα που μιλήσαμε το χιόνι στην αυλή του έφτανε περίπου το ένα μέτρο. «Χθες περπατούσα στους -20 βαθμούς, με το χιόνι να μου φτάνει σχεδόν στο στομάχι. Ενιωθα σαν να περπατάω μέσα σε υγρό τσιμέντο, αλλά σκεφτόμουν ότι έπρεπε να ζορίσω τον εαυτό μου να βγει στην επιφάνεια, να καταβάλω προσπάθεια σαν να ανέβαινα την κορυφή του Εβερεστ. Θέλω να ζωντανεύω τη φαντασία μου. Να νιώθω το αίμα δυνατό να ρέει στις φλέβες μου. Αυτό σου δίνει δύναμη να προχωράς στη ζωή. Πρέπει βέβαια να είσαι και λίγο τρελός. Να αγκαλιάζεις το κρύο και το φως, να προσπαθείς να νιώθεις τις δονήσεις από τα σφεντάμια». Ο Μόουζες Πέντλετον, ο ιδρυτής και καλλιτεχνικός διευθυντής των Momix, της διασημότερης ομάδας ακροβατικού χορού στον κόσμο, περιγράφει με ζέση πώς αναζητεί καθημερινά τις προκλήσεις που τον βοηθούν να αναζωογονεί τις αισθήσεις του και να διατηρεί τον ενθουσιασμό του για το καλό της ζωής και της τέχνης του. Είναι προφανές ότι δεν δυσκολεύεται ιδιαίτερα. Καθώς ετοιμάζεται να έρθει για άλλη μία φορά στην Ελλάδα για να παρουσιάσει το «Dreamcatcher», ένα μείγμα από επιλεγμένες παλαιές και νέες χορογραφίες από παραστάσεις μιας μακράς σταδιοδρομίας που αριθμεί πλέον 36 χρόνια, αναβλύζει μια σειρά συναισθήματα που μοιάζει να βρίσκονται σε μόνιμη έξαρση.
Οπως όταν μιλάει για τους Momix, την ομάδα που δημιούργησε το 1981 αναμειγνύοντας υλικά για αυτό το εκρηκτικό, δημιουργικό του κοκτέιλ: χορός, ακροβατικά, παντομίμα που μπλέκονται με ειδικούς φωτισμούς, λέιζερ και εντυπωσιακά κοστούμια για να δημιουργήσουν σκηνικές ψευδαισθήσεις. Μια πολύ φτωχή περιγραφή συγκριτικά με εκείνη που δίνει ο χειμαρρώδης Πέντλετον, μόνιμος χορογράφος της ομάδας:

«Είναι ένα έντονα οπτικό, σωματικό θέατρο που δεν αφηγείται ιστορίες αλλά βασίζεται σε προκλητικές, δυναμικές εικόνες που δημιουργούν συγκινήσεις και εξιτάρουν το ενδιαφέρον. Η εικονοποιία στις παραστάσεις των Momix ενδύεται την ανθρώπινη μορφή για να επικοινωνήσει με ό,τι είναι μη ανθρώπινο. Το αποτέλεσμα είναι αισθησιακό, είναι μυστηριώδες και μαγικό, είναι πνευματώδες –ορισμένα κομμάτια του είναι πολύ αστεία. Είναι σουρεαλιστικό και συχνά αναφέρεται σε κρύπτες του υποσυνειδήτου. Νομίζω ότι ακόμη και οι άνθρωποι στους οποίους δεν αρέσει ο χορός έχουν νιώσει έλξη και έχουν αποκομίσει πολλά από αυτό το είδος θεάματος. Γιατί, επιπλέον, μια παράσταση των Momix λειτουργεί λίγο σαν φάρμακο στην κατάθλιψη. Είναι μια απόδραση σε μια φαντασίωση που μπορεί να ανακουφίσει λίγο τους ανθρώπους από τα προβλήματα της πραγματικής τους ζωής».
Πάντως, μη γελιέστε, ο Μόουζες Πέντλετον με την ανεξάντλητη ενέργεια στα 66 του χρόνια δεν έχει βρει το ελιξίριο της αιώνιας ευδαιμονίας. Οταν κάνει τις μεγάλες βόλτες στα δάση που βρίσκονται κοντά στο σπίτι του στο Κονέκτικατ, δεν αναζητεί μόνο τις δυνατές συγκινήσεις που μπορεί να του προσφέρει η πλούσια φύση και να βρει μια θέση για αυτές στις χορογραφίες του, αλλά κρατάει πάντα μαζί του ένα MP3 Player. Εκεί μέσα αδειάζει όλο το φορτίο που κουβαλάει εντός του, εκεί φροντίζει να εσωκλείσει όλους τους δαίμονες που κυριεύουν το μυαλό του. Είναι μια διαδικασία που τον βοηθάει να «αδειάζει» εδώ και 45 χρόνια. «Κάποια μέρα αυτές οι κασέτες θα τα πουν όλα. Αυτή θα είναι η κληρονομιά μου. Για την ώρα όμως τις πιο σκοτεινές πλευρές της ζωής τις κρατώ για τον εαυτό μου και δουλεύω πάνω σε αυτές μόνος μου. Δεν αποτελούν υλικό που θα ήθελα να μοιραστώ με ένα κοινό. Γιατί όσον αφορά τη δουλειά μου νιώθω την υποχρέωση να γεμίζω με οξυγόνο τον αέρα και όχι να του το στερώ. Επειτα η δουλειά μας είναι συλλογική και φροντίζουμε να μην ξεχνάμε ότι πρέπει να μπορούμε να την επικοινωνήσουμε στο κοινό που έρχεται να μας δει. Δεν χρειάζεται να αναλώνεσαι σε αυτή τη σκέψη αλλά δεν πρέπει και να ξεχνάς ότι κάνεις ένα θέαμα για μια μεγάλη σκηνή». Δεδομένης της τεράστιας επιτυχίας των Momix (έχουν πραγματοποιήσει χιλιάδες παραστάσεις σε περισσότερες από 55 χώρες σε όλον τον κόσμο) ο Πέντλετον γνωρίζει καλά πώς να τη γεμίζει. Είναι εξαιρετικά
περίπλοκο αυτό που προσφέρει αλλά και ο ίδιος είναι ένας ακαμάχητος γητευτής που ξέρει καλά πώς να δαμάζει ένα μεγάλο πλήθος. Εξάλλου το βιογραφικό του είναι εξίσου εντυπωσιακό και ακατάτακτο όσο και οι ακροβατικές χορογραφίες του. Για παράδειγμα, το 1980 είχε σκηνοθετήσει τις τελετές έναρξης και λήξης των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων στη Lake Placid. Ηξερε τι έκανε. Ο ίδιος είχε υπάρξει πρωταθλητής στο σκι.
Οταν μεγάλωνε σε μια γαλακτοπαραγωγική μονάδα στο Βόρειο Βερμόντ παρουσίαζε με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο τις αγελάδες της οικογένειάς του στο τοπικό πανηγύρι –εξ ου και οι Momix, που έχουν πάρει το όνομά τους από ένα συμπλήρωμα διατροφής για μοσχαράκια το οποίο ταίριαζε με τη σύντμηση του ονόματος και του καλλιτεχνικού οράματός του (MOses MIX), όπως έγραφαν παλιότερα οι «New York Times». Ο πατέρας του όμως πέθανε όταν ήταν 12 ετών και, όπως λέει, «έμεινε μόνος» να ανακαλύψει τον κόσμο και τον εαυτό του. Το αγρόκτημα δεν ήταν μέσα στις προτεραιότητές του. «Το όνειρό μου ήταν να γίνω σκιέρ και μάλιστα μέλος της εθνικής ομάδας σκι των ΗΠΑ. Κάθε καλοκαίρι πήγαινα στο Ορεγκον και έκανα σκι με την εθνική ομάδα της Αυστρίας. Από πολύ νωρίς είχα ζήσει μια ζωή κοντά στη φύση στην οποία συμμετείχα ενεργητικά με το σώμα μου. Για εμένα ο κόσμος του αθλητισμού συνδέεται με μια εντελώς φυσική γέφυρα με τον κόσμο του χορού. Γιατί πάντα προσπαθώ να αισθητικοποιήσω τη σωματικότητα του αθλητή, να ενσωματώσω τη φαντασία στο ενδιαφέρον μου για το σώμα. Οπως περίπου τα είχαν πει πολύ σοφά περί σώματος και πνεύματος οι αρχαίοι Ελληνες». Αφορμή για να ανακαλύψει ωστόσο την ύπαρξη αυτής της «γέφυρας» υπήρξε ένα ατύχημα, όταν σε μια κατάβαση στο σκι έσπασε το πόδι του και άρχισε να κάνει μαθήματα χορού προκειμένου να βελτιώσει την κίνηση και να ανακτήσει την ευλυγισία του. Εκεί διαπίστωσε ότι προτιμούσε να λαμβάνει οδηγίες από τον δάσκαλο χορού απ’ ό,τι από τον προπονητή του σκι. «Ναι, μπήκα στον κόσμο του χορού από ένα ατύχημα. Πιστεύω ότι η ζωή είναι μια σειρά από ατυχήματα τα οποία είναι στο χέρι σου να τα εκμεταλλευτείς προς όφελός σου».
Από ένα αντίστοιχο «ατύχημα» λοιπόν την πρώτη φορά που είδε χορό έτυχε να είναι μια παράσταση του Αλβιν Νικολάι. Ο μεγάλος αμερικανός χορογράφος είχε διαμορφώσει το προσωπικό του ιδίωμα δημιουργώντας σκηνικά περιβάλλοντα με έντονο φωτισμό, σκιάσεις και σκηνικά στοιχεία (props) –μια σαφής επιρροή στη μετέπειτα δουλειά του Πέντλετον με τους Momix. Επιπλέον στα τέλη της δεκαετίας του ’60 βίωσε, όπως λέει, «τις απόπειρες αντισυστημικών καλλιτεχνών να δημιουργήσουν κάτι καινούργιο εκφράζοντας εαυτόν με ένα σωματικό, σχεδόν μη λεκτικό θέατρο, όπως οι παραστάσεις της ομάδας The Living Theatre και Open Theatre». Οπότε στο κολέγιο όπου σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και παρακολουθούσε μαθήματα χορού δημιούργησε μαζί με συμφοιτητές του την ομάδα Pilobolus ακολουθώντας το ρεύμα της εποχής που ευνοούσε την ανατροπή και τον πειραματισμό. Η επιτυχία ήρθε γρήγορα στο Μπρόντγουεϊ και μέσα από διεθνείς περιοδείες και συνεχίστηκε ακάθεκτη όταν ο Πέντλετον αποφάσισε να γίνει κύριος του εαυτού του και να αξιοποιήσει την ονομασία εκείνου του συμπληρώματος διατροφής που θύμιζε και λιγάκι το όνομά του. Αν κάποιος το «αγόραζε» θα έβλεπε γραμμένα πάνω όλα τα συστατικά που θα γευτούν οι θεατές στις σκηνές των Μεγάρων Μουσικής σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. «Δύσκολη τεχνική, άψογη εκτέλεση» με την εγγύηση της εκρηκτικής όσο και επίμονης προσωπικότητας του Πέντλετον.
«Dreamcatcher»: Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (24-29/03), Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης (01-05/04).

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 22 Μαρτίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ