Η Nικόλ Kίντμαν μεγάλωσε. Και δεν έχει κανένα πρόβλημα με αυτό. «Πριν από πέντε χρόνια, όταν έγινα 40 ετών, άρχισα να ζω το δεύτερο μέρος της ζωής μου. Μπορεί να είμαι στο τρίτο ή στο τέταρτο, δεν ξέρω. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν με νοιάζει…». Προφανώς, αν είσαι η Νικόλ Κίντμαν, τόσο όμορφη, περιζήτητη και διάσημη, δεν είναι και τόσο δύσκολο να συμβιβαστείς με τον χρόνο. Αλλά, μερικές φορές, η ωριμότητα φαίνεται και στις επιλογές.

Υπάρχουν πολλών ειδών σοκ. Το «Oldboy» ήταν μια ταινία που σόκαρε το ελληνικό κοινό το 2003, αλλά με θετικό τρόπο. Ο σκηνοθέτης της, Τσαν-Γουκ Παρκ – ένας περίεργος τύπος που δεν μιλάει καθόλου αγγλικά και έχει έναν σκοτεινό, ενίοτε διεστραμμένο, αλλά πάντα ενδιαφέροντα τρόπο να γυρίζει ταινίες –, επιστρέφει με μια νέα ταινία: το «Stoker» είναι μια περίεργη, συναρπαστική ιστορία με όλα τα γνωρίσματα ενός σκοτεινού, έξυπνου θρίλερ. Η υπόθεση φαίνεται απλή, η εξέλιξή της καθόλου. Ο σύζυγος της Κίντμαν πεθαίνει σε ένα περίεργο αυτοκινητικό δυστύχημα. Ενας μυστηριώδης άνδρας εμφανίζεται. Η Ιντια Στόκερ, κόρη της Κίντμαν (την υποδύεται η Μία Βασικόβσκα), βυθίζεται σε έναν περίεργο κόσμο. Και η κορύφωση έρχεται αργά, βασανιστικά και τρομακτικά.

Η Κίντμαν πριν από χρόνια, όταν ήταν ένας διαφορετικός άνθρωπος, όταν ήταν σύζυγος του Τομ Κρουζ, ένιωθε υποχρέωσή της να φαίνεται «χαριτωμένη» και έκανε όλο και πιο αμφιλεγόμενες επιλογές. Ελεγε «δεν παίζω ποτέ σε ταινίες με έντονη βία». Είναι προφανές ότι η Νικόλ Κίντμαν μεγάλωσε. Δεν την ενοχλεί που δεν της ταιριάζει πια ο ρόλος της κόρης, αλλά της μητέρας (έστω και με ελάχιστες ρυτίδες στο πρόσωπό της), αφού τώρα ξέρει να κάνει καλύτερες επιλογές, προσπαθεί να τσαλακώνεται όλο και περισσότερο και ελπίζει πως, ακόμη και όταν θα είναι 85 χρόνων, θα μπορεί να διεκδικήσει ένα Οσκαρ.

Εχετε δηλώσει στο παρελθόν ότι δεν θέλετε να παίζετε σε ταινίες με έντονη βία. Οι ταινίες του Τσαν-Γουκ Παρκ διακρίνονται για τις σκηνές βίας που περιέχουν. Σας προβλημάτισε αυτό; «Δεν μου αρέσει η έντονη βία, αλλά δεν εναντιώνομαι σε αυτή όταν είναι απαραίτητη για να γυριστεί σωστά η ταινία. Σε αυτή την περίπτωση μιλάμε για τέχνη. Φυσικά, είμαι ανοιχτή στην τέχνη, είτε πρόκειται για σινεμά είτε για λογοτεχνία, οπότε εξαρτάται από ποια οπτική βλέπεις το όλο θέμα. Ας πούμε απλώς ότι είμαι αντίθετη στη βία για τη βία, σε αυτή που χρησιμοποιείται στις ταινίες μόνο για να προκαλέσει».

Είχατε δει τις προηγούμενες ταινίες του Τσαν-Γουκ Παρκ; «Βέβαια. Οχι όλες, αλλά έχω δει την τριλογία της εκδίκησης (σ.σ.: “Sympathy for Mr. Vengeance”, “Oldboy”, “Sympathy for Lady Vengeance”). Νομίζω ότι έχω δει μισό το “Oldboy”, γιατί έμεινα με το στόμα ανοιχτό την ώρα που το παρακολουθούσα. Το είδα κατά τη διάρκεια μιας πτήσης και ο άνδρας μου, που καθόταν δίπλα μου στο αεροπλάνο, με είδε να βάζω τα χέρια στο πρόσωπό μου και παραξενεύτηκε. “Τι βλέπεις; ” με ρώτησε. Και του έδειξα την περίφημη σκηνή που ο πρωταγωνιστής κόβει την ίδια του τη γλώσσα».

Οταν ο κόσμος του σινεμά μιλά για τον Τσαν-Γουκ Παρκ, τον χαρακτηρίζει μάγο του κινηματογράφου. Είναι κάτι που σας τράβηξε στο να συμμετάσχετε σε μια δική του ταινία; «Πιστεύω ότι ο Παρκ είναι μια κινηματογραφική διάνοια. Είδα το “Stoker” για πρώτη φορά στο κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Σάντανς και έμεινα έκθαμβη. Είναι τρομερός ο τρόπος με τον οποίο δομεί την ταινία. Υπήρξαν πράγματα που δεν τα είχα προσέξει κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Ποτέ δεν εξήγησε κάτι περίεργα που έκανε με την κάμερα και κατά κάποιον τρόπο ήμασταν και εμείς μέρος όλου αυτού που είχε στο μυαλό του. Βλέποντας την ταινία, όμως, κατάλαβα ότι, ναι, είναι μάγος της οθόνης. Ο Παρκ είναι ένας πολύ ευγενικός άνθρωπος με καταπληκτικές ιδέες, που του βγαίνουν αυθόρμητα, και έτσι δημιουργεί εντυπωσιακές ταινίες. Αυτό συμβαίνει και στο “Stoker”. Συνθέτει μια πολύ έντονη ατμόσφαιρα, η οποία κορυφώνεται σταδιακά, και ταυτόχρονα, παρ’ όλο που πρόκειται για μια ταινία θρίλερ, ασχολείται και με πιο πνευματικά πράγματα, όπως είναι το κακό και η γέννησή του».

Μπορείτε να τον συγκρίνετε με άλλους σκηνοθέτες με τους οποίους έχετε δουλέψει παλιότερα; «Μου θυμίζει κάπως τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ, αν και οι ταινίες τους είναι διαφορετικές. Παρ’ όλη τη διαφορετικότητά τους, όμως, και οι δύο είχαν το ίδιο όραμα και ήταν εξίσου τελειομανείς. Εδιναν προσοχή και στην παραμικρή λεπτομέρεια, σε καθετί. Επίσης, μου θύμισε κάπως και τον Αλεχάντρο Αμενάμπαρ, με τον οποίο είχαμε συνεργαστεί στην ταινία “Οι άλλοι”, όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο δομεί και χειρίζεται τις ιστορίες».

Ηταν εύκολο να ξεπεράσετε το φυσικό εμπόδιο της γλώσσας; Ρωτώ επειδή ο Παρκ δεν μιλάει αγγλικά. «Οταν τον συνάντησα και καθήσαμε να μιλήσουμε, μου εξήγησε πώς ακριβώς ήθελε να είναι το φιλμ, πώς θα το γύριζε, τι ακριβώς είχε στο μυαλό του. Η οπτική του ήταν απίστευτη, είχε κάτι το φανταστικό, που δεν το έχω ξανασυναντήσει. Οσον αφορά το εμπόδιο της γλώσσας, ήταν η αρχική ανησυχία μου – πώς, δηλαδή, θα σκηνοθετήσει μια ταινία στα αγγλικά, όταν δεν μπορεί να πει λέξη σε αυτή τη γλώσσα; Αυτό ήταν το βασικό θέμα. Η ανησυχία μου δεν είχε να κάνει με το ταλέντο του, με το αν γνώριζε επακριβώς τι να κάνει με την κάμερα ή το πώς θα παρουσιάσει τους χαρακτήρες, γιατί αυτό ήταν το εύκολο από τη στιγμή που μιλάμε για έναν τόσο χαρισματικό κινηματογραφιστή. Το να συνεννοείσαι μέσω μεταφραστή προφανώς είναι χρονοβόρο. Αν γίνει κάποιο λάθος στη μετάφραση, ή στην ιδιαίτερη σημασία που έχουν κάποιες λέξεις, μπορεί να δοθεί λάθος μια οδηγία. Οπότε, έπρεπε συνεχώς να διευκρινίζουμε κάποια πράγματα. Ωστόσο, κατά έναν περίεργο τρόπο, άπαξ και βρήκαμε τον ρυθμό μας, δεν τον ξαναχάσαμε ως το τέλος. Ο Παρκ σκηνοθετεί με μία συγκεκριμένη μέθοδο. Λήψεις δύο και τριών λεπτών μπορεί να έπαιρναν και μισή ημέρα για να ολοκληρωθούν, ήθελε να γίνονται όλα με τον τρόπο του, αργά, και να υπάρχει όλος ο χρόνος που απαιτείται για να συζητάμε και να κάνουμε ακριβώς αυτό που είχε στο μυαλό του».

Η Μία Βασικόβσκα, που υποδύεται την κόρη σας στην ταινία, κατάγεται επίσης από την Αυστραλία. Διακρίνετε σε εκείνη στοιχεία τα οποία είχατε και εσείς στην ηλικία της; Βλέπατε και εσείς τότε τα πράγματα στον κινηματογράφο όπως τα βλέπει εκείνη τώρα; «Μια φορά τής είπα “αν ποτέ χρειαστείς τη συμβουλή μου, είμαι εδώ για σένα”. Μου το είχαν πει και μένα άλλες, μεγαλύτερές μου ηθοποιοί όταν ήμουν στην ηλικία της και μου άρεσε. Με βοήθησε αυτό τότε, οπότε με χαρά θέλω να βοηθήσω και εγώ νεότερες ηθοποιούς. Το εννοώ αυτό, επειδή στο επάγγελμά μας είναι δύσκολο να εξερευνήσεις μόνος σου κάποια πράγματα τις περισσότερες φορές. Ωστόσο, η Μία είναι πολύ συγκροτημένη. Καθόταν στα γυρίσματα και την είδα να διαβάζει ένα βιβλίο. Τη ρώτησα τι διάβαζε και μου απάντησε πως ήταν ένα βιβλίο του Τσέχοφ. Τη λάτρεψα για αυτό. Είπα μέσα μου “Μπράβο, αυτό είναι κορίτσι”. Οι περισσότεροι στην ηλικία της είναι όλη την ώρα πάνω από ένα τηλέφωνο και αυτή διάβαζε Τσέχοφ. Κι εγώ διαβάζω πολύ επίσης. Γι’ αυτό έγινα ηθοποιός, επειδή διάβαζα πολύ. Οχι μόνο θεατρικά έργα, αλλά και αρκετή λογοτεχνία, ώστε να αναπτύξω το πνεύμα μου – το διάβασμα ήταν ανέκαθεν, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ο καλύτερος τρόπος για να δραπετεύσω από την πραγματικότητα».

Προφανώς γευθήκατε πολλές στιγμές δόξας στην καριέρα σας. Νιώσατε ποτέ τόσο ικανοποιημένη ώστε να θέλετε να ανοίξετε μια σαμπάνια για την επιτυχία σας, για να το γιορτάσετε; «Φυσικά και το έκανα. Οταν τελείωσαν τα γυρίσματα του “Grace of Monaco”, ανοίξαμε σαμπάνιες. Είχε προηγηθεί πολύ εντατική δουλειά, με εξαιρετικούς και ενδιαφέροντες συνεργάτες. Οταν κέρδισα το Οσκαρ για τις “Ωρες” ανοίξαμε πάλι σαμπάνιες και ήταν κάτι το μοναδικό. Ωστόσο, τότε ένιωθα πολύ μόνη, δεν είχα σε καμία περίπτωση αυτά που έχω τώρα. Πιστεύω ότι σε τέτοιες καταστάσεις, όταν τα καταφέρνεις απόλυτα σε επαγγελματικό επίπεδο, τα συναισθήματα που νιώθεις σε προσωπικό επίπεδο μεγεθύνονται, γιατί, όπως και να το κάνεις, όταν γυρνάς σπίτι δεν θέλεις να είσαι μόνος. Αυτό ήταν πολύ έντονο εκείνες τις ημέρες. Ηταν μια περίεργη περίοδος στη ζωή μου, γιατί ερχόταν σε σύγκρουση η επαγγελματική επιτυχία με την προσωπική μου αποτυχία, πράγμα πολύ περίεργο. Επίσης, θυμάμαι πολύ έντονα το πανηγυρικό κλίμα που επικρατούσε όταν πηγαίναμε στο Φεστιβάλ των Καννών με το “Moulin Rouge” – ήταν καταπληκτικό. Το ζητούμενο σε ό,τι κι αν κάνεις είναι να βρεις τη χρυσή τομή που θα σε κρατά σε ισορροπία».

Λέτε συχνά ότι διανύετε το δεύτερο μέρος της ζωής σας. Πότε νιώσατε έτσι; «Μάλλον όταν έγινα 40 ετών, πριν από περίπου πέντε χρόνια. Από τότε άρχισα να οριοθετώ το δεύτερο μέρος της ζωής μου. Μπορεί να μην είμαι και πολύ ακριβής σε αυτό, μπορεί να είμαι στο τρίτο μέρος, στο τέταρτο, δεν ξέρω. Ωστόσο πιστεύω πως θα έχω κι άλλες δεκαετίες, αν το θέλει ο Θεός. Χάρηκα πολύ στα εφετινά βραβεία Οσκαρ που είδα την Εμανουέλ Ριβά, στα 86 της, να διεκδικεί με το “Amour”, το βραβείο για τον α΄ γυναικείο ρόλο. Ηταν κάτι μοναδικό. Αμέσως σκέφτηκα ότι αυτό είναι επιτυχία για την καριέρα ενός ηθοποιού. Η διάρκεια μέσα από τη μακροβιότητα».

Ζείτε στο Νάσβιλ, που είναι μια μουσική πόλη. Είναι καλύτερα από ό,τι στο Λος Αντζελες που είναι κινηματογραφικό; «Πιστεύω πως είναι. Αγαπώ τη μουσική, αλλά μου αρέσει ακόμη περισσότερο εκεί γιατί είναι ήσυχα και η φύση είναι καταπληκτική. Ζω στο κέντρο του Νάσβιλ, όμως έχουμε επίσης και μια φάρμα που είναι υπέροχη. Ζω μια ήσυχη ζωή εκεί, μου αρέσει πολύ. Το Νάσβιλ έχει μακρά παράδοση στην κάντρι μουσική. Eδώ δραστηριοποιείται μουσικά και ο σύζυγός μου, ο Κιθ Ούρμπαν. Επίσης, εδώ μένει ο Τζακ Γουάιτ, που είναι ένας από τους πιο αγαπημένους μου μουσικούς. Στα βραβεία Grammy η εμφάνισή του ήταν φανταστική. Μου αρέσουν επίσης οι Black Keys. Ακούω, όμως, πολύ διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα. Από τζαζ μέχρι όπερα. Με όπερα με μεγάλωσαν οι γονείς μου».

*Το «Stoker» του Τσαν-Γουκ Παρκ κάνει πρεμιέρα στις ελληνικές αίθουσες στις 28 Μαρτίου

**Δημοσιεύθηκε στο ΒΗmagazino το Σάββατο 23 Μαρτίου 2013