O Πατρίς Λεκόντ δεν θα έπρεπε κανονικά να είναι εδώ. Οπως ομολογεί ο ίδιος, θα έπρεπε αυτήν τη στιγμή που μιλάμε να βρίσκεται στο γραφείο του στο Παρίσι, να καπνίζει και να κοιτάζει μουγκρίζοντας το ταβάνι. Τουλάχιστον αυτό συνηθίζει κάθε φορά που μια ταινία του κάνει πρεμιέρα στις γαλλικές αίθουσες. Σήμερα αρχίζει να προβάλλεται η καινούργια ταινία του, με τίτλο «Voir la mer», μπορεί και αυτήν τη στιγμή που μιλάμε (με λίγη καλή τύχη, θα τη δούμε και στην Ελλάδα). Και όμως, ο παραγωγικότατος «Γούντι Αλεν της Ευρώπης» – αν και ο ίδιος αποποιείται οποιονδήποτε τίτλο και οποιαδήποτε ταμπέλα –, ο σκηνοθέτης επιτυχιών τόσο παράταιρων, όπως «Ο εραστής της κομμώτριας», το «Ridicule: o περίγελως της αυλής», «Ο δήμιος του Σεν Πιερ» και «Ο άνθρωπος του τρένου», βρίσκεται «κρυφά» στην Αθήνα για τα γυρίσματα μιας διαφημιστικής ταινίας για τη γαλλική αγορά. Η συνάντησή μας λαμβάνει χώρα στα γραφεία της Aviόn Films, της εταιρείας που έχει αναλάβει το ελληνικό τμήμα της παραγωγής του σποτ στην Ελλάδα. Η ημέρα είναι ηλιόλουστη, καθόμαστε σε έναν υπέροχο μικρό κήπο, ακούγονται μόνο τιτιβίσματα πουλιών και ένας καβγάς από το διπλανό σπίτι. Μάλλον ιδανικό φόντο για τον 64χρονο σκηνοθέτη που εδώ και τέσσερις δεκαετίες κάνει ταινίες την εμμονή του με τις ανορθόδοξες ανθρώπινες σχέσεις και τα ειδυλλιακά τοπία. Για τις ανάγκες της φωτογράφισης, παίζει με ένα πορτοκαλί ποτιστήρι, βάζει δύο ρόδια για μάτια. Οι λέξεις του είναι ήπιες, οι κινήσεις του πιο νευρικές, «δεν μπορώ να μένω πολλή ώρα σε ένα σημείο, όταν πηγαίνω διακοπές τρελαίνομαι να κάθομαι ξάπλα δίπλα σε μια πισίνα». Οταν του ζητώ αυτόγραφο, φροντίζω να του υπενθυμίσω τη θητεία του ως σκιτσογράφου.
Κύριε Λεκόντ, χθες μίλησα με τον Δημήτρη Γεωργαλά, τον μοναδικό, αν δεν κάνω λάθος, έλληνα ηθοποιό που έχει πρωταγωνιστήσει σε ταινία σας («Το κορίτσι στη γέφυρα»). Του ζήτησα να μου «αποκαλύψει» κάτι από τη συνεργασία σας. Αυτό που τόνισε είναι το πόσο εύστοχος, ήπιος και ακριβής είστε στην επικοινωνία.
«Η αλήθεια είναι ότι είμαι ένας τύπος λίγο-πολύ ισορροπημένος, δεν είμαι κανένας παλαβός. Ξέρω ακριβώς τι θέλω. Αυτό που προσπαθώ πάντα είναι να εμφυσώ ζωή σε αυτό που έχω μέσα στο κεφάλι μου, παραμένοντας χαλαρός, έχοντας εμπιστοσύνη στους συνεργάτες μου, χωρίς να δίνω διαταγές, χωρίς να πατρονάρω. Προσπαθώ, δεν είναι πάντα εύκολο. Γι’ αυτό, νομίζω, οι ηθοποιοί νιώθουν ασφάλεια και αγαπούν να κάνουν ταινίες μαζί μου. Για μένα η επικοινωνία είναι το πιο σημαντικό».
Σημαντικό, ιδιαίτερα σε μια εποχή με ένα τεράστιο χάσμα επικοινωνίας. Συνδεόμαστε (μέσω κινητού, Facebook, Twitter κτλ.) με όλο και περισσότερο κόσμο αλλά κατά μόνας…
«Παλαιότερα, πριν από όλα αυτά τα μοντέρνα τεχνολογικά μέσα, ο κόσμος επικοινωνούσε εύκολα, ανθρώπινα, φυσιολογικά. Σήμερα, έχετε δίκιο, επικοινωνούμε με όλους αλλά με κανέναν. Σε λίγο η μαμά θα στέλνει e-mail για να ειδοποιήσει την οικογένεια: “Το φαγητό είναι έτοιμο. Ελάτε στο τραπέζι”. Είναι θλιβερό να χάνεις αυτήν την επικοινωνία, την άμεση, την απτή, την καθημερινή. Για μένα είναι πάντα καλύτερο να ζεις με τα χέρια ανοιχτά. Με τα νέα γκάτζετ, ο άνθρωπος διπλώνεται, κλείνεται στον εαυτό του».
Εδώ και χρόνια, σας έλκουν οι μη συμβατικές σχέσεις, εξ ου και έχετε γυρίσει αρκετά, όπως τα αποκαλείτε ο ίδιος, «συναισθηματικά θρίλερ»…
«Ναι, είναι οι “μετατοπισμένες” σχέσεις. Το σινεμά σού επιτρέπει να αφηγηθείς ιστορίες που δεν είναι η ίδια η ζωή, αλλά αυτό που υπάρχει δίπλα της. Θα ήταν αφόρητα βαρετό να δημιουργείς ταινίες υπερβολικά ρεαλιστικές, με συναισθήματα και αντιδράσεις πανομοιότυπα με αυτά της αληθινής ζωής… Αυτό κάνω κάθε φορά που κάθομαι σε ένα από τα υπαίθρια τραπέζια ενός καφέ. Κοιτάζω τους ανθρώπους γύρω μου, οι οποίοι περιμένουν, μιλούν, φεύγουν, σιωπούν, τους περαστικούς, την παρέα στο διπλανό τραπέζι, το ζευγάρι που καβγαδίζει πάνω από το μενού και αρχίζω να φτιάχνω ιστορίες για αυτούς. Ιστορίες ασυνήθιστες για όλους αυτούς τους συνηθισμένους ανθρώπους του καθημερινού τοπίου μου. Πάρτε ως παράδειγμα την καινούργια ταινία μου, το “Voir la mer”, που αυτήν τη στιγμή που μιλάμε κάνει πρεμιέρα στις γαλλικές αίθουσες…».
Το έχουν ήδη περιγράψει ως ένα είδος «βουκολικού “Ζυλ και Ζιμ”»…
«Ναι, περιγράφει ένα παράδοξο τρίο, μία ακόμη παράδοξη σχέση που στην αληθινή ζωή θα ήταν αδύνατο να “δουλέψει”… Ενα road movie με δύο αδέλφια – είναι σημαντικό το ότι είναι αδέλφια και όχι, για παράδειγμα, κολλητοί) που συναντούν μια γυναίκα. Αγαπιούνται οι τρεις. Είναι ο ιδανικός έρωτας, είναι δίκαιος, φωτεινός, γιατί δεν υποβόσκει το σαχλό δράμα της ζήλιας. Είναι σαφώς κάτι ουτοπικό. Το ενδιαφέρον, όμως, είναι ότι όσοι αγαπούν την ταινία λένε πως, παρ’ ότι έχουν πλήρη επίγνωση ότι μια τέτοια σχέση δεν είναι εφικτή, θα ήθελαν να είναι. Δεν είναι κακό να κάνεις τους ανθρώπους να ονειρεύονται λίγο. Χαίρομαι που σχεδόν όλοι οι κριτικοί έχουν κατανοήσει ότι πρόκειται για μια πολύ οικεία, πολύ προσωπική ταινία. Θα απογοητευόμουν οικτρά αν αυτό δεν γινόταν αμέσως ορατό…».
Γιατί αυτή η εμμονή με τις μη συμβατικές σχέσεις;
«Δεν ξέρω. Δεν γνωρίζεις πάντα πολύ καλά τον εαυτό σου. Σας το ανέφερα και πριν, δεν είμαι κανένας περίεργος τύπος. Αναμφίβολα υπάρχουν μέσα μου κάποιες περίεργες δυνάμεις αλλά εξωτερικά στις σχέσεις μου με τους άλλους είμαι μάλλον φυσιολογικός, λέω “καλημέρα”, “ευχαριστώ”, η συμπεριφορά μου δεν παρουσιάζει τίποτε το αξιοπερίεργο. Εχω την τύχη όλα αυτά τα ανορθόδοξα πράγματα που ελλοχεύουν μέσα μου, όλα αυτά τα φαντάσματα, τους φόβους, τις ονειροπολήσεις, να τα βιώνω με την ησυχία μου κάνοντας απλώς σινεμά. Καλύτερα μια ταινία από μια επίσκεψη στον ψυχολόγο».
{{{ moto }}}
Αφηγηθείτε μου ένα περιστατικό από τη ζωή σας που θεωρείτε ότι «συνοψίζει» καλύτερα εσάς ως άνθρωπο…
«Αν σας απαντούσα με ευκολία, θα σήμαινε ότι γνωρίζω σε βάθος τον εαυτό μου, πράγμα που σε καμία περίπτωση δεν συμβαίνει. Οι άνθρωποι που με γνωρίζουν καλά, η οικογένειά μου, φίλοι και συνεργάτες, συνηθίζουν να λένε ότι υπάρχει ένα κομμάτι μου που εξακολουθούν να αγνοούν. Ενας πολύ στενός συνεργάτης μου, διακοσμητής, ο οποίος έχει δουλέψει σε όλες τις ταινίες μου και ήταν αυτές τις ημέρες μαζί μου στα γυρίσματα του διαφημιστικού σποτ – ένας άνθρωπος που με ξέρει πολύ καλά εδώ και χρόνια –, μου λέει συχνά: “Πατρίς, σε αγαπώ πολύ αλλά δεν σε γνωρίζω”. Και δεν ξέρω τι να πω, γιατί εγώ νιώθω διαφανής, σαν ανοιχτό βιβλίο… Λοιπόν, έχω μια ιδέα για αυτό που ζητήσατε. Στις 26 Δεκεμβρίου του 2004, όταν χτύπησε το τσουνάμι στον Ινδικό Ωκεανό, βρισκόμουν με τη γυναίκα μου διακοπές στις Μαλδίβες. Να υπογραμμίσω ότι και εκεί έγιναν καταστροφές, αλλά δεν υπήρχαν νεκροί ούτε τραυματίες. Ηταν νωρίς το πρωί όταν είδαμε εκείνο το ογκώδες κύμα. Βρισκόμασταν σε ένα υπερθαλάσσιο μπανγκαλόου. Μου το θύμισε αργότερα η γυναίκα μου, επειδή εγώ ο ίδιος δεν το θυμόμουν. Τη στιγμή της καταστροφής, την ώρα που τα μπανγκαλόου κατέρρεαν, αντί να τρέχω αλαλάζοντας ή να ψάχνω την πιστωτική μου κάρτα, γύρισα και της είπα: “Εκμεταλλεύσου το! Ζούμε μια στιγμή ανεπανάληπτη!”. Δεν είναι ότι είμαι κανένα γενναίο παλικάρι. Αυτό το περιστατικό είναι ενδεικτικό μιας κάποιας “απερισκεψίας” που με χαρακτηρίζει. Καταφέρνω ακόμη και στις πλέον τραγικές καταστάσεις να αναζητώ τη θετική πλευρά των πραγμάτων. Η ζωή είναι τόσο εύθραυστη, όλα ανατρέπονται τόσο γρήγορα, που οφείλεις να “εξαργυρώνεις” οτιδήποτε καλό συμβαίνει. Ακόμη και αν αυτό αναδύεται μέσα από ένα φονικό τσουνάμι!».
Μια από τις πιο εμβληματικές ηρωίδες σας, η Μαντάμ Λα στην ταινία σας «Ο δήμιος του Σεν Πιερ», αποφαίνεται ότι ο άνθρωπος αλλάζει, τη μία ημέρα είναι κακός και την άλλη καλός. Πιστεύετε ότι αυτό είναι κομμάτι της ανθρώπινης φύσης;
«Φυσικά. Δεν είμαστε μονόχρωμοι. Θα ήταν θλιβερό να ήταν κάποιος μαύρος ή λευκός, ροζ ή σιέλ και να παρέμενε έτσι ως το τέλος. Είναι συναρπαστικό να γνωρίζεις ότι κανείς δεν είναι μια ευθεία γραμμή, ότι δεν έχει συνεχώς την ίδια απόχρωση· όλα μπορούν να αλλάξουν, οι εκπλήξεις, καλές και κακές παραμονεύουν, κάποιος μαύρος πίσσα μπορεί με μια χειρονομία, μια κίνηση, μια κουβέντα να γίνει κατάλευκος. Ισχύει και το αντίθετο φυσικά. Είναι αφόρητο να αιχμαλωτίζεις κάποιον σε μία μόνο εικόνα».
Εχω την αίσθηση ότι από αυτήν την κατηγοριοποίηση αγωνίζεστε να ξεφύγετε όλη σας τη ζωή. Και το έχετε καταφέρει με τη φιλμογραφία σας, έχετε τόσο πλατιά γκάμα θεμάτων και ύφους, που καμία ταινία σας δεν μοιάζει με την προηγούμενη… Αλλοι σάς βλέπουν ως σκηνοθέτη καθαρά εμπορικών ταινιών, άλλοι ως auteur. Οι γάλλοι κριτικοί γκρινιάζουν που ακόμη δεν έχουν κατορθώσει να σας φορέσουν μια «ταμπέλα»…
«Ναι! Aκόμη δυσκολεύονται! Βέβαια, απώτερος στόχος μου δεν ήταν σε καμία περίπτωση να αποπροσανατολίσω τους κριτικούς αλλά να κάνω πράγματα που με ευχαριστούν και με ενδιαφέρουν. Δεν θέλω να βρεθώ ποτέ στη δυσάρεστη θέση να με πάρει ο ύπνος στα γυρίσματα μιας ταινίας μου! Λένε πως οι μεγάλοι σκηνοθέτες, ο Φελίνι, ο Γουέλς, ο Χίτσκοκ, μένουν για πάντα προσκολλημένοι σε ένα συγκεκριμένο είδος, στην ουσία κάνουν σε όλη τη ζωή τους μόνο μία ταινία. Ε, λοιπόν, εγώ δεν είμαι ένας μεγάλος σκηνοθέτης και δεν δίνω δεκάρα αν με θεωρούν σπουδαίο ή όχι. Ολη μου τη ζωή κάνω διαφορετικές ταινίες. Απολαμβάνω την ελευθερία τού να μπορείς να κάνεις πράγματα “εύκολα”, δηλαδή χωρίς να ντρέπεσαι, χωρίς να αναρωτιέσαι: “Τι θα σκεφτούν τώρα για μένα;”, “θα γίνω ποτέ ένας σπουδαίος κινηματογραφιστής;”».
Ποια θα λέγατε ότι είναι η μεγαλύτερη παρανόηση γύρω από εσάς;
«Tο ότι είμαι ένας τύπος χαρούμενος, ξένοιαστος, εύκολος. Ακούω απίστευτα πράγματα: “Τι ωραία θα είναι να ζει κανείς μαζί σου”. Δεν είμαι δα και κανένα τέρας, αλλά γνωρίζω ότι μέσα μου είμαι συχνά πολύ πιο σκοτεινός από αυτό που αφήνω να φανεί. Και σας διαβεβαιώ ότι δεν είμαι πάντα εύκολος στη συνύπαρξη. Ρωτήστε, αν θέλετε, τη γυναίκα μου».
Σας έχουν κατηγορήσει έντονα για μισογυνισμό σε κάποιες ταινίες σας…
«Ναι, κυρίως για το “Τάνγκο” (όπου ένας άνδρας σκοτώνει τη γυναίκα του και τον εραστή της και αθωώνεται πανηγυρικά). Ηταν μια ταινία που “διαβάστηκε” σε πρώτο επίπεδο. Αυτό που κάποιοι εξέλαβαν ως μισογυνισμό ήταν στην πραγματικότητα μια σφοδρή γελοιοποίηση των ανδρών, εμού συμπεριλαμβανομένου. Οι γυναίκες ασκούν μια τεράστια σαγήνη σε ολόκληρη τη φιλμογραφία μου. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν έπαψε να με συναρπάζει το μυστήριο της γυναικείας φύσης. Σε όλα τα στάδια της ζωής, σε όλες τις ηλικίες της, είτε έχεις απέναντί σου ένα τρίχρονο κοριτσάκι, μια έφηβη, μια 20χρονη νεαρή είτε μια ώριμη γυναίκα, ανακαλύπτεις διαύγεια, ακρίβεια, σπιρτάδα, ευαισθησία σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι στις αντίστοιχες “αρσενικές” ηλικίες. Η γυναίκα κατανοεί τα πάντα πριν από τον άνδρα. Νιώθω δέος μπροστά στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τη ζωή και τις ανθρώπινες σχέσεις».
Δείχνετε, όμως, εξίσου συνεπαρμένος από τις σχέσεις μεταξύ των ανδρών…
«Εχω κάνει κάποιες ταινίες συνώνυμες του λεγόμενου “buddy movie”, όπως “Ο άνθρωπος του τρένου”. Εκείνο όμως που με τραβάει πάντα είναι οι σχέσεις ανδρών και γυναικών. Σε αυτό το μυστήριο παλεύω να ρίξω άπλετο φως κάθε φορά».
Σας έχουν κατηγορήσει επανειλημμένως ως απολιτικό…
«Ναι, και στη φιλμογραφία μου και στη ζωή μου. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν έκανα ταινίες στρατευμένες, πόσω μάλλον πολιτικές. Είμαι στρατευμένος σε θέματα που δεν άπτονται της πολιτικής, θα έλεγε κανείς ότι είμαι αγωνιστικά προσηλωμένος στις ανθρώπινες σχέσεις, στο βλέμμα με το οποίο προσεγγίζω τον άνθρωπο, και αυτή η στράτευση είναι καθημερινή, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου. Οσον αφορά, όμως, τις πολιτικές πεποιθήσεις μου, δεν έχω πλέον καμία».
Μπορεί να είναι κανείς πολιτικοποιημένος στην καθημερινότητά του;
«Βεβαίως, στη συμπεριφορά σου απέναντι στους άλλους. Δεν αισθάνομαι την ανάγκη να ανήκω σε ένα πολιτικό κόμμα, να είμαι δεξιός ή αριστερός, μου αρκεί να έχω μια συμπεριφορά που να είναι συνεπής προς τον τρόπο με τον οποίο θέλω να ζω· εγώ έτσι αυτοπροσδιορίζομαι. Δεν χρειάζεται να βρίσκομαι στους κόλπους ενός κόμματος για να το καταφέρω αυτό. Ετσι κατέληξα να είμαι ουδέτερος, ακομμάτιστος, χωρίς σαφή πολιτική ταυτότητα. Πιστεύω ότι, για να στρατευτείς πολιτικά, αυτό που χρειάζεσαι είναι ενθουσιασμός. Ενθουσιασμός για ιδεολογίες και για συγκεκριμένα πρόσωπα. Σήμερα, όλοι μού φαίνονται τρομακτικοί. Σας διαβεβαιώ πως όταν κληθώ σε έναν χρόνο από τώρα να κλείσω την ψήφο μου μέσα στον φάκελο, δεν θα έχω το παραμικρό ψήγμα ενθουσιασμού για κανέναν από αυτούς που θέλουν να εκπροσωπήσουν τη χώρα».
Αν δεν κάνω λάθος, σε αυτήν τη δεινή θέση βρίσκεται σήμερα η πλειονότητα του γαλλικού λαού… Οπως υπογράμμισε πρόσφατα η Φρανσουάζ Φρεσό, πολιτική συντάκτρια στην εφημερίδα «Le Μonde», αυτά που κυριαρχούν σήμερα στη γαλλική κοινωνία είναι η απελπισία, η απόρριψη και η απαισιοδοξία.
«Ακριβώς! Δεν γνωρίζω ποιος θα μπορούσε να δώσει κίνητρο σε αυτήν τη χώρα που είναι υπόδουλη σε μια τόσο αφόρητη malaise, μια δυσφορία. Κάθε φορά που εμφανίζεται κάποιος γίνεται στην αρχή δεκτός ως θεόσταλτος σωτήρας και μετά καταβαραθρώνεται. Δείτε τι συνέβη στις ΗΠΑ όταν εξελέγη πρόεδρος ο Μπαράκ Ομπάμα. Δείτε πού βρίσκεται σήμερα η δημοτικότητά του. Το δράμα είναι ότι εξαιτίας ακριβώς αυτής της έλλειψης ενθουσιασμού εφόρμησε στο πολιτικό προσκήνιο η άκρα Δεξιά της Μαρίν Λεπέν κάνοντας πολλούς να αναφωνήσουν “επιτέλους!”. Εγώ δεν αναφώνησα “επιτέλους”, ούτε θα ψηφίσω τη Λεπέν. Αλλά δεν προτίθεμαι να ψηφίσω ούτε τον σοσιαλιστή Ντομινίκ Στρος-Καν ούτε τον Σαρκοζί – κανείς από αυτούς δεν έχει να μου πει κάτι! Αυτό που συμβαίνει είναι ότι εδώ και 20-30 χρόνια έχεις μια μεγάλη βεντάλια με τη Δεξιά, το Κέντρο, την Αριστερά, την άκρα Αριστερά, την άκρα Δεξιά. Και τώρα τι γίνεται: φρουουούπ… (μιμείται τον ήχο μιας βεντάλιας που κλείνει απότομα), όλα συγκλίνουν, η Αριστερά γίνεται όχημα της δεξιάς ιδεολογίας, ενώ οι άνθρωποι της άκρας Δεξιάς παριστάνουν ότι δεν έχουν ακροδεξιές ιδέες για να απαλύνουν την ακραία εικόνα του κόμματος και να σταματήσουν να τρομάζουν τον κόσμο. Δεν είναι τυχαίο ότι η θυγατέρα του Λεπέν έχει βαλθεί να αποδαιμονοποιήσει το Εθνικό Μέτωπο και πλασάρεται ως η νέα εμψυχώτρια του λαού».
Μέσα σε αυτήν την τεράστια πολιτική, οικονομική και κοινωνική κρίση που πλήττει τη Γαλλία, εσείς πού στέκεστε ως καλλιτέχνης;
«Οταν η Γαλλία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια μεγάλη κρίση όπως αυτή, στη “νοοτροπία” της υπάρχουν δύο κυρίαρχες τάσεις. Η μία είναι αυτή της ηττοπάθειας, με βασικά συμπτώματα τον πανικό και την παραίτηση, “πο, πο η κρίση, τι θα κάνουμε τώρα, πώς θα επιβιώσουμε;”. Και η άλλη είναι αυτή μιας ιδιότυπα εγωιστικής αμεριμνησίας, ότι τέλος πάντων η κρίση δεν είναι δικό μου πρόβλημα, είναι πρόβλημα των άλλων, της κυβέρνησης που τα έχει σκατώσει κτλ. Ισως έχουμε να διδαχθούμε πολλά από τους Ιάπωνες που κατόρθωσαν να ξεπεράσουν τεράστιες συμφορές – και δεν αναφέρομαι μόνο στο τσουνάμι αλλά και στην οικονομική κρίση – προσφέροντας. Πιστεύω ότι στη Γαλλία, στην Ελλάδα και στα άλλα μεσογειακά κράτη δεν υπάρχει εδραιωμένη, όσο βαρύ και αν ακούγεται αυτό, μια αληθινά εθνική συνείδηση. Οι άνθρωποι ζουν και δουλεύουν για τον εαυτό τους, δεν υπάρχει ενδιαφέρον για τους άλλους. Υπάρχει, ξέρετε, μια μαγική φόρμουλα, την οποία, αν όλοι αποφάσιζαν κάποια στιγμή να χρησιμοποιήσουν, όλα τα προβλήματα σε αυτόν τον πλανήτη, οι πόλεμοι, η πείνα κτλ., θα εξαλείφονταν. Αυτή η μαγική φόρμουλα είναι ο σεβασμός στον άλλον. Οχι σύμφωνα με τη χριστιανική θεώρηση, δεν έχεις ανάγκη από οποιαδήποτε θρησκεία για να το καταφέρεις αυτό. Δεν είναι κάτι που χρειάζεται να στο επιβάλει κανείς, είναι κάτι που πηγάζει από σένα. Εγώ, τουλάχιστον, για αυτό αγωνίζομαι μέσα στο δικό μου, μικρό σύμπαν. Πρόθεσή μου δεν είναι να αποδείξω ότι είμαι καλύτερος. Το κάνω για να μπορώ να κοιμάμαι ήσυχος τα βράδια. Αυτή είναι η θεμελιώδης αρχή της ζωής μου. Είναι κάτι που μου κληροδότησαν ο παππούς και η γιαγιά μου, από την πλευρά της μητέρας μου. Ανθρωποι αξιοθαύμαστοι που ζούσαν πρώτα για τους άλλους και μετά για τον εαυτό τους. Οχι, δεν επεδείκνυαν κάποια αρρωστημένη μορφή αυταπάρνησης ή αυτοθυσίας, δεν αυτομαστιγώνονταν, είχαν απλώς μια φιλοσοφία ζωής χτισμένη πάνω στο αληθινό, στο αγνό νοιάξιμο για τους άλλους. Θα ήμουν πολύ ευτυχισμένος αν έπειτα από χρόνια έλεγαν για μένα: “Αυτός ο τύπος είχε αυτά κι αυτά τα ελαττώματα, αλλά τουλάχιστον δεν ήταν εγωιστής”. Ο εγωισμός είναι για μένα ό,τι πιο ειδεχθές υπάρχει».
Ως σκηνοθέτη, πώς θα θέλατε να σας θυμούνται;
«Ειλικρινά, δεν γνωρίζω αν θα μιλάει κανείς για ταινίες μου έπειτα από 20, 30, 40 χρόνια, αν θα θεωρούνται “κλασικές”, κομμάτι του πολιτιστικού τοπίου και τα συναφή. Και μου είναι αδιάφορο κάτι τέτοιο. Αυτό, όμως, που θα μου άρεσε να λένε για μένα είναι: “Εκανε καλές ταινίες, έκανε κακές ταινίες, αλλά αν μη τι άλλο αγαπούσε πολύ το σινεμά”. Αυτό είναι η μόνη αλήθεια. Η δουλειά του σκηνοθέτη είναι εξοντωτική, βίαιη, φθοροποιός, αλλά έχω ένα αληθινό πάθος για αυτήν».

* Αυτή η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜagazino στις 15 Μαΐου 2011.