To ραντεβού μας με τον Στέφανο Τσιτσιπά δόθηκε σε ένα μάλλον ανορθόδοξο μέρος. Στο αεροδρόμιο της Κέρκυρας. Ο εντυπωσιακός, ευθυτενής 19χρονος (το ύψος του αγγίζει τα 1,93 μ.) περιμένει στην αίθουσα αναμονής για να επιβιβαστεί στην πτήση για Αθήνα. «Ναι, ήμουν στην Κέρκυρα για σύντομες διακοπές» παραδέχεται. «Κράτησαν μόλις μία εβδομάδα, αλλά δεν με πειράζει καθόλου».
Και πράγματι αυτή την περίοδο τίποτα δεν φαίνεται να μπορεί σκιάσει το εφηβικό του χαμόγελο. Γιατί το 2018 είναι αναμφισβήτητα η χρονιά του. Τα γεγονότα μιλούν από μόνα τους. Από το Νο 205 της παγκόσμιας κατάταξης, τον Μαΐο του 2017, ο νεαρός αντισφαιριστής εκτινάχτηκε, έπειτα από μια ξέφρενη κούρσα, στη θέση Νο 32. Τον περασμένο Απρίλιο, στη Βαρκελώνη, έφτασε στον πρώτο τελικό του σε τουρνουά ΑΤP και με αντίπαλο –ποιον; –τον επονομαζόμενο «Κing of clay» («Βασιλιά του χώματος»), Ραφαέλ Ναδάλ, από τον οποίο τελικώς έχασε. Εναν μήνα αργότερα, στο Ρολάν Γκαρός, κατέγραψε την πρώτη του νίκη σε αγώνα ενός τουρνουά Γκραν Σλαμ (έτσι ονομάζονται οι τέσσερις κορυφαίες διοργανώσεις τένις: το Αμερικανικό Οπεν, το Αυστραλιανό Οπεν, το Γουίμπλεντον και το Ρολάν Γκαρός). Για να συνεχίσει ακάθεκτος στα αγγλικά γήπεδα και στο Γουίμπλεντον. Εκεί έγραψε ιστορία όταν μπήκε στην τελική 16άδα.
Και μπορεί να αποχαιρέτησε τη διοργάνωση όταν έχασε από τον πανύψηλο Αμερικανό Τζον Ισνερ, αλλά αυτό μάλλον λίγη σημασία όταν οι άγγλοι δημοσιογράφοι συγκρίνουν τις βουτιές του μπροστά στο φιλέ με αυτές του Μπόρις Μπέκερ, όταν ο Ρότζερ Φέντερερ του έχει πλέξει ήδη το εγκώμιο και όταν στους επίσημους λογαριασμούς του το Γουίμπλετον τον καλοσωρίζει. Η παγκόσμια κοινότητα του τένις μοιάζει να έχει ανακαλύψει στο πρόσωπο του ταχύτατα ανερχόμενου έλληνα αθλητή τον πιθανό διάδοχο του Φέντερερ και του Ναδάλ.
«Πώς σου φαίνονται όλα αυτά, Στέφανε;» τον ρωτώ. Εχουμε συμφωνήσει να μιλάμε ήδη στον ενικό. «Απολύτως φυσιολογικά» απαντά με μια αφοπλιστική ειλικρίνεια. «Ηξερα ότι τα καλά αποτελέσματα και οι καλοί αγώνες θα μπορούσαν να στρέψουν τα φώτα της δημοσιότητας πάνω μου και να δείξω σε όλους τι μπορώ να κάνω, πώς μπορώ να παίξω. Ηταν μια ωραία εβδομάδα αυτή στο Γουίμπλεντον. Με έκανε χαρούμενο που οι άνθρωποι ενδιαφέρονταν περισσότερο από ό,τι πριν και ότι με τα αποτελέσματά μου έδειξαν μεγαλύτερη προσοχή».
Και τώρα ποια η συνέχεια; «Αυτό ήταν μόνο η αρχή. Ηταν ένα πολύ καλό τουρνουά» εξηγεί. «Εχω μεγαλύτερους στόχους από αυτό. Μέσα στο τέλος της χρονιάς θέλω να είμαι ανάμεσα στους καλύτερους 25 αθλητές στον κόσμο και να κερδίσω έναν ΑΤP τίτλο». «Και το πιο μεγάλο σου όνειρο;» τον ρωτώ. Διστάζει λίγο και τελικά απαντά. «Να γίνω ο καλύτερος τενίστας όλων των εποχών, να κερδίζω τίτλους και να κάνω το τένις το νούμερο ένα άθλημα στην Ελλάδα». Ο Στέφανος διαθέτει αυτοπεποίθηση και δεν το κρύβει. Αυτό δεν οφείλει να κάνει κάθε καλός αθλητής;
Ο Στέφανος, όπως μου εξηγεί, έπιασε την πρώτη του ρακέτα σε ηλικία τριών ετών. Ηταν μάλλον κάτι φυσικό. Ο πατέρας του Απόστολος Τσιτσιπάς και η μητέρα του, η Ρωσίδα Τζούλια Σαλνίκοβα, ήταν προπονητές τένις στα γήπεδα του Αστέρα στη Βουλιαγμένη, στο ξενοδοχείο «Αstir Palace». H μητέρα, μάλιστα, ως έφηβη ήταν και εκείνη πρωταθλήτρια. Ωστόσο η καριέρα της καθηλώθηκε λόγω του περιορισμού της ελεύθερης μετακίνησης από το τότε σοβιετικό καθεστώς. «Είμαι σίγουρος ότι εκπληρώνω και τα δικά της όνειρα» απαντά ο Στέφανος όταν τον ρωτώ σχετικά. «Είχε παίξει καλό τένις σε υψηλό επίπεδο και την κάνω περήφανη που μπορώ και αγωνίζομαι και εγώ σε ακόμη υψηλότερο. Την αγαπώ πάρα πολύ. Μου συμπαραστέκεται και βρίσκεται στα τουρνουά μαζί μου όσο συχνότερα μπορεί. Περνά περισσότερο χρόνο με τα αδέλφια μου πίσω στη Βουλιαγμένη». Ο Στέφανος έχει τρία μικρότερα αδέλφια, τον Πέτρο, τον Παύλο και την Ελισάβετ, οι οποίοι ασχολούνται επίσης με το τένις.
«Φάνηκε από την αρχή ότι ήσουν τόσο μεγάλο ταλέντο;» τον ρωτώ. «Δεν ξέρω» απαντά. «Στην αρχή δεν ήμουν ο καλύτερος. Η πρώτη μεγάλη αναγνώριση ήρθε όταν έγινα νούμερο ένα στην Ελλάδα στην ηλικία κάτω των 12 ετών. Συνειδητοποίησα όμως τι είναι το τένις όταν βγήκα στο εξωτερικό, γιατί στη χώρα μας είναι κάτι που ούτε σου αποφέρει χρήματα, ούτε φήμη. Εξω κατάλαβα ότι το τένις είναι διαφορετικό, οι παίκτες είναι καλύτεροι, υπάρχει μεγαλύτερη οργάνωση».
Ποια ήταν όμως η στιγμή που συνειδητοποίησε ότι θέλει να γίνει επαγγελματίας παίκτης; «Μετά την κατάκτηση του πρώτου μου τίτλου σε ηλικία 8 ετών στη Νορμανδία της Γαλλίας. Ηταν η πρώτη φορά που πήρα τρόπαιο, ένα κύπελλο από τουρνουά, και ήμουν τρομερά χαρούμενος γιατί κατάλαβα την ευχαρίστηση του να κερδίζεις κάτι μόνος σου, με την αξία σου, χωρίς μια ομάδα –γιατί έπαιζα και ποδόσφαιρο τότε. Θυμάμαι ότι ξύπνησα τον πατέρα μου εκείνο το βράδυ και του είπα: «Πατέρα, ξέγραψέ με από όλα. Από το ποδόσφαιρο, από την κολύμβηση, από τον στίβο. Θέλω να παίξω τένις»».
Αυτό δεν σήμαινε απαραίτητα ότι η διαδρομή του ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα. Υπήρχαν δυσκολίες; «Ναι, υπήρχαν κυρίως οικονομικά θέματα. Το τένις είναι ένα από τα πιο ακριβά σπορ: αεροπορικά εισιτήρια, εξοπλισμός, φαγητό, διαμονή. Ευτυχώς ένα μέλος της οικογένειάς μας βοήθησε πολύ με τα οικονομικά και είμαι πολύ τυχερός για αυτό». «Και η πολιτεία;» τον ρωτώ. «Δεν υπήρξε απολύτως καμία στήριξη και για αυτό νιώθω ακόμη πιο περήφανος για τα επιτεύγματά μου. Τα κατάφερα όλα με τη βοήθεια της οικογένειάς μου και ήταν τρεις φορές πιο δύσκολο από το να έχεις δίπλα σου μια ομοσπονδία να σε στηρίζει. Δυστυχώς δεν ανήκα σε μια μεγάλη ομοσπονδία, όπως η γαλλική που στηρίζει όλους τους παίκτες της και τα έξοδά τους, αλλά ταυτόχρονα είμαι τυχερός που είμαι Ελληνας, που αγωνίζομαι ως Ελληνας».
Αραγε δεν σκέφτηκε ποτέ να αγωνιστεί με τα χρώματα της Ρωσίας, της χώρας καταγωγής της μητέρας του; «Οχι, ποτέ. Πάντα ένιωθα περήφανος που είμαι Ελληνας. Απλώς υπήρχε αυτό το θέμα με την ομοσπονδία (σ.σ. αντισφαίρισης)… Αλλά τώρα πλέον δεν χρειάζομαι καμία βοήθεια από καμία ομοσπονδία, γιατί είμαι σε τελείως άλλο επίπεδο και πλέον βγάζω χρήματα και μπορώ να συντηρήσω τον εαυτό μου και την οικογένεια μόνος μου».
Και με το σχολείο τα πράγματα δεν ήταν εύκολα. «Δυσκολεύτηκα» παραδέχεται. «Καταργήθηκαν τα αθλητικά σχολεία στην Ελλάδα, απ’ ό,τι θυμάμαι, την περίοδο που άρχισα να ταξιδεύω πολύ. Και ήταν πάρα δύσκολο αφού υπήρχαν παράπονα από το σχολείο επειδή έλειπα συχνά. Ετσι γράφτηκα σε ένα αμερικανικό γυμνάσιο, το Εxcel Highschool, για online μαθήματα. Αυτό με βοήθησε. Ηταν μια μεγάλη ανακούφιση».
Ο ίδιος ακολουθεί ένα πρόγραμμα στρατιωτικής πειθαρχίας, με προπονήσεις όλη την ημέρα. Ξυπνά στις 08.30 και κοιμάται στις 22.30 το βράδυ. «Σκεφτόμαστε πολύ σοβαρά με την οικογένειά μου να μετακομίσουμε στη Νότια Γαλλία. Ζούμε στη Βουλιαγμένη. Ομως βρίσκομαι συνεχώς σε ένα αεροπλάνο και η Ακαδημία Μουράτογλου, στην οποία προπονούμαι, είναι στη Νότια Γαλλία. Οπότε είναι πιο εύκολο να είμαστε εκεί όλοι μαζί. Είναι ένα μέρος που θα βοηθήσει και εμένα, αλλά και τα αδέλφια μου. Να πηγαίνουν σχολείο στην ακαδημία και να προπονούνται. Μου λείπει η οικογένειά μου. Δεν τους βλέπω όσο θέλω». «Χρόνο για εσένα έχεις καθόλου;» τον ρωτώ. «Αγαπώ αυτό που κάνω ούτως ή άλλως. Το τένις μού δίνει πολλή ευχαρίστηση. Αλλά έχω και ελεύθερο χρόνο. Φτιάχνω βίντεο στο YouTube, φωτογραφίζω. Εχω μια επαγγελματική κάμερα. Ασχολούμαι με αρκετά χόμπι. Μου αρέσει να δημιουργώ πράγματα».
Αναρωτιέμαι αν στερήθηκε την εφηβεία του. «Καθόλου» απαντά. Ποια ήταν όμως η μεγαλύτερη θυσία που έκανε για χάρη του τένις; «Η μεγαλύτερη θυσία δεν έγινε τόσο πολύ από εμένα, όσο από τον πατέρα μου. Εγώ έκανα αυτό που αγαπούσα και κυνηγούσα το όνειρό μου. Ο πατέρας μου, ο οποίος είναι και ο προπονητής μου, άφησε τη δουλειά του και άρχισε να ταξιδεύει μαζί μου. Εμεινε χωρίς εισόδημα, χωρίς λεφτά. Τα ρίσκαρε όλα». Οπως εξομολογείται, διατηρεί μια εξαιρετική σχέση με την άλλη ελπίδα του ελληνικού τένις, την πρωταθλήτρια Μαρία Σάκκαρη. «Θα ήταν περίεργο να μην ήμασταν καλοί φίλοι» εξηγεί. «Χαίρεται πάντα ο ένας με τις νίκες του άλλου. Ο ένας «τραβά» τον άλλον, θα έλεγα».
Τον ρωτώ πώς είναι να παίζεις με αντίπαλο τον Ναδάλ, καθώς βρέθηκαν αντιμέτωποι στον τελικό ενός τουρνουά στη Βαρκελώνη τον περασμένο Απρίλιο. «Δεν έχει και πολλή πλάκα» απαντά γελώντας. «Προσπαθούσα να μαζέψω μόνο εμπειρίες από αυτόν τον αγώνα. Ηθελα να τον κερδίσω πάρα πολύ βέβαια, δεν λέω, αλλά ξέρω ότι στο χώμα ο Ναδάλ είναι σε τελείως άλλο επίπεδο. Οπότε δεν περίμενα πάρα πολλά». Μετά τον αγώνα μίλησαν. «Μου είπε να συνεχίσω να δουλεύω και ότι τα υπόλοιπα θα έρθουν σύντομα. Είναι ωραίος τύπος. Εχει θετική αύρα και είναι πολύ ταπεινός και μετριόφρων».
Ωστόσο, στο αιώνιο δίλημμα Φέντερερ ή Ναδάλ εκείνος ψηφίζει ξεκάθαρα τον Ελβετό. Γιατί; «Γιατί πάντα μου έκανε εντύπωση ο τρόπος που έπαιζε ο Φέντερερ. Φαινόταν πολύ απλό και εύκολο αυτό που έκανε, ενώ δεν ήταν καθόλου. Εχει μια διαφορετική στάση μέσα στο γήπεδο. Είναι ήρεμος, πολύ «κυριλέ». O Ναδάλ είναι πιο πολύ μαχητής, φαίνεται το πόσο πρέπει να δουλέψει για να κερδίσει έναν πόντο. Ο Φέντερερ είναι ακριβώς το αντίθετο».
Τον ρωτώ αν γνωρίζεται με το ίνδαλμά του. «Τον ξέρω σχετικά καλά. Είμαι περήφανος που έχω φτάσει σε ένα επίπεδο που μπορώ να ξέρω καλά τον Φέντερερ. Κουβεντιάσαμε πέρυσι στο Γουίμπλεντον. Κάναμε προπόνηση μαζί. Εγώ είχα χάσει στον πρώτο γύρο και εκείνος επρόκειτο να παίξει με τον αντίπαλό μου και μου ζήτησε συμβουλές. Θυμάμαι ότι μου είχε πει μια σπουδαία κουβέντα, ότι «οι νίκες σε γλιτώνουν από πολλά προβλήματα». Kαι είχε βαθύ νόημα αυτό». Ομως υπάρχουν και οι ήττες. «Είναι μέρος του παιχνιδιού. Είμαι σίγουρος ότι θα έχω πολλές από αυτές στο μέλλον. Το θέμα είναι πώς θα τις διαχειριστώ σωστά. Να μου δώσουν το πείσμα να προχωρήσω και να γίνω πιο δυνατός και πιο αποφασισμένος στον επόμενο αγώνα». Του θυμίζω βέβαια ότι όταν είχαμε μιλήσει πριν από δύο χρόνια, με αφορμή την πρώτη θέση που κατέκτησε στο Γουίμπλεντον στο διπλό της κατηγορίας Junior μαζί με τον παρτενέρ του Κένεθ Ράισμα, μου είχε απαντήσει ότι τον τσατίζουν πολύ οι ήττες. «Με τσατίζουν. Ποιον δεν τσατίζουν; Φυσικά δεν θέλω να χάνω. Η ημέρα μου γίνεται κατευθείαν χάλια. Τώρα που έχω ωριμάσει λίγο, όμως, το διαχειρίζομαι κάπως καλύτερα».
Του ζητώ να μου περιγράψει τον εαυτό του με τέσσερα επίθετα. «Είναι δύσκολο. Γιατί δεν θέλω να ακουστώ ψωνισμένος. Ηρεμος, θετικός, μαχητής και ισορροπημένος, θα έλεγα». Η απάντησή του μου δίνει το θάρρος να τον ρωτήσω αν ανησυχεί μήπως καβαλήσει το καλάμι. «Δεν φοβάμαι καθόλου. Γιατί ξέρω ποιος είναι ο χαρακτήρας μου, ο τρόπος που νιώθω και βλέπω τα πράγματα. Οσο καλά και να τα πάω, είτε είμαι Νο 1 είτε Νο 150, θα ήθελα να παραμείνω ο ίδιος άνθρωπος, να κυνηγάω τα ίδια όνειρα, οπότε το να καβαλήσω το καλάμι θα ήταν το απόλυτο λάθος, θα τα τίναζε όλα στον αέρα».
Τον ρωτώ αν θα ήθελε όταν σταματήσει την καριέρα του να ασχοληθεί με την πολιτική, όπως πολλοί έλληνες πρώην αθλητές. «Οχι ιδιαίτερα» απαντά γελώντας. Και άραγε θα ήθελε να δημιουργήσει στο μέλλον τη δική του οικογένεια; Πάλι γελά. «Ναι, αλλά αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει καθόλου στο πρόγραμμα. Αυτό θα το καταλάβω σε 10 χρόνια φαντάζομαι, όχι τώρα. Οπως είπα, πρώτα η καριέρα και μετά η υπόλοιπη ζωή». Και οι πειρασμοί που υπάρχουν για έναν επιτυχημένο, διάσημο, νεαρό, όμορφο τενίστα; «Πρώτα η καριέρα και μετά η ζωή. Θα πω ακριβώς το ίδιο. Καταλαβαίνω τι εννοείς, αλλά όχι, προσπαθώ με τη συμπεριφορά μου να είμαι ένας σωστός επαγγελματίας».
H ώρα όμως περνά και οι επιβάτες της πτήσης για Κέρκυρα – Αθήνα πρέπει να επιβιβαστούν στο αεροπλάνο. Και ο Στέφανος, που αγαπά πολύ τη χωριάτικη σαλάτα, που δεν τον ενοχλεί όταν τον σταματούν για selfies γιατί του αρέσει πάντα να γνωρίζει καινούργιους ανθρώπους και πιστεύει ότι έχει κληρονομήσει την πειθαρχία της μητέρας του και τη σιγουριά του πατέρα του, πρέπει να μας αποχαιρετήσει. Στην Αθήνα έμεινε μόλις ένα βράδυ. Την επομένη πέταξε για τη Γαλλία και τις προπονήσεις του. Ακολουθούν τουρνουά στην Ουάσιγκτον, στο Τορόντο και στο Σινσινάτι και φυσικά το Αμερικανικό Οπεν. Η πορεία του αναμένεται λαμπρή.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 29 Ιουλίου 2018.