Η κληρονομιά του Καμπιέλο
Η κληρονομιά στην Κέρκυρα είναι σπουδαίο πράγμα. Ο Νικόλαος Βεντούρας κουβαλούσε την κληρονομιά που άφησαν στη χαρακτική οι πρωτοπόροι Λυκούργος Κογεβίνας και Μάρκος Ζαβιτζιάνος. Αλλά αυτός, αν και αντιπροσωπευτικός τύπος Κερκυραίου, έδωσε τις πιο αδρές χαρακιές της νεωτερικότητας που απέκτησε η ελληνική χαρακτική τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Οταν του έλεγαν ότι είναι ο κορυφαίος χαράκτης, παραδεχόταν ότι όντως ήταν ο καλύτερος, αλλά του Καμπιέλο, της αρχέγονης γειτονιάς της παλιάς πόλης της Κέρκυρας, που πιάνει από τον Αγιο Νικόλαο των Γερόντων ως κάτω τα Μουράγια. Τα Μουράγια χάραξε με αδρές γραμμές η Αρια Κομιανού, ο επόμενος σημαντικός κρίκος της αλυσίδας των κερκυραίων χαρακτών, η οποία θαύμαζε τα δυνατά κόκκινα των λιτανειών της Εβδομάδας των Παθών που έβγαιναν από τον Αγιο Νικόλαο των Γερόντων του Καμπιέλο –την εκκλησιά όπου βαπτίστηκε και ο κόμης Ιωάννης Καποδίστριας –που με τόση τέχνη έγραψε ο Βεντούρας στις χαλκογραφίες του. Στην παλιά πόλη η Αρια Κομιανού δημιούργησε ακόμη μία γέφυρα που συνδέει την Κέρκυρα με τη χαρακτική. Πριν από λίγες ημέρες εγκαινιάστηκε σε ένα διατηρητέο κτίριο το Ιδρυμα Χαρακτικής «Αρια Κομιανού». Είναι κι αυτό πλέον ένα σημείο διατήρησης της κληρονομιάς της Κέρκυρας, από το πλήθος τέτοιων σημείων που συνθέτουν ένα μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς που ζει την καλύτερή του ώρα τις ακριβές ημέρες του Πάθους, της Ανάστασης και της Νιας βδομάδας.
Οι καιροί και η αθωότητα πάνω από την κυρά Κέρκυρα
Υπάρχουν κάποιες πόλεις, όπως η Νάπολι του ρεαλιστή Ντομινίκ Φερνάντες, που σε βοηθούν να περιφρουρήσεις μέσα σου την παιδικότητά σου, να διαφυλάξεις ανέγγιχτη την εσωτερική πληρότητα που απειλείται, ροκανίζεται και εξευτελίζεται από τα «πρέπει» της ενήλικης ζωής. Υπάρχουν κάποιες πόλεις, όπως η Κέρκυρα του Παύλου Παλαιολόγου –ο οποίος έγραφε γι’ αυτήν από τούτο «Το Βήμα» -, που δεν τις βλέπεις αλλά τις νιώθεις. Αφήνεσαι στο χάδι τους και χαίρεσαι την απαλότητά τους. Η μαγεία της Κέρκυρας είναι ότι σε χαϊδεύει σαν ηλικιωμένη αρχόντισσα παλιών καιρών αλλά και σε συνεπαίρνει στα χρόνια της αθωότητας σαν «τρελόπαιδο».
Στην παλιά πόλη της Κέρκυρας υπάρχουν 16 ιστορικές εκκλησίες. Η πρώτη απ’ όλες είναι βεβαίως ο Αγιος, ο Αγιος Σπυρίδωνας, που τα ιερό σκήνωμά του βγαίνει από τη λάρνακα και περιφέρεται με μια από τις συγκλονιστικότερες τελετουργίες που υπάρχουν στην Κέρκυρα, μαζί με τον Επιτάφιο, το Μέγα Σάββατο το πρωί στη Σπιανάδα. Το Λιστόν, τα μόνιππα, το γήπεδο του κρίκετ, το πάλκο, η Κάτω πλατεία, η Πάνω πλατεία, η Σπιανάδα ολόκληρη, μένουν εκστατικά ακίνητα τούτο το πρωινό. Ολη η Κέρκυρα κρατά την ανάσα της καθώς ο Αγιος, με την «ουρανία» από πάνω του, χοροστατεί στη λιτανεία, και ακούγονται μόνο η μυστικοπαθής πένθιμη του Νικολάου Ανδρώνη από την μπλε φιλαρμονική «Νικόλαος Μάντζαρος» μπροστά στο Παλαιό Φρούριο, τη στιγμή που εμφανίζεται από το πάνω καντούνι του Λιστόν η Παλαιά Φιλαρμονική, με το μοβ σιρίτι, και μπαίνει στη Σπιανάδα παίζοντας τον θρυλικό «Αμλέτο».
Η φιλαρμονική «Καποδίστριας», με τις φλογάτες στολές της που δένουν συγκλονιστικά με τα «Νταμάσκα» –τα πολύτιμα δαμασκηνιά υφάσματα που κρέμονται στις ωχρές προσόψεις των παλιών κτιρίων, μαζί με τους ανθρώπους, σε ένδειξη σεβασμού στον Αγιο -, έχει φτάσει ήδη μπροστά στο Ανάκτορο Μιχαήλ και Γεωργίου και ετοιμάζεται να μπει στην τελική ευθεία του Λιστόν παίζοντας το πένθιμο εμβατήριο από την «Ηρωική» του Μπετόβεν. Η Κέρκυρα ανασαίνει και η ανάσα της, που τόση ώρα κρατούσε, περνά μέσα από τα πνευστά μουσικά όργανα και βγαίνει μελωδική στον αέρα. Ετσι έρχονται και φεύγουν οι μουσικές σε όλη τη ζωή της Κέρκυρας.
Η Αρια Κομιανού θυμάται την μπάντα να επιστρέφει από το βάθρο της στη Σπιανάδα στο «σπίτι» της, που τότε ήταν στο Καντούνι της Φιλαρμονικής, στο Καμπιέλο. Τα πιτσιρίκια περπατούσαν ανάποδα μπροστά από την μπάντα, κάνοντας ότι διευθύνουν ή παίζουν «αέρινα» όργανα. Αργότερα μερικά από αυτά τα πιτσιρίκια θα γίνονταν μέλη της φιλαρμονικής με πραγματικά όργανα, φανταχτερές στολές και θα περπατούσαν ευθεία μπροστά. Κάποια άλλα πιτσιρίκια θα περπατούσαν ανάποδα, τώρα, ώσπου πάλι κάποια από αυτά να αλλάξουν θέση. Αυτή είναι η παράδοση στην Κέρκυρα, το πιο μελωδικό κομμάτι της ζωής της.
Ο απόηχος της βυζαντινής μεγαλοπρέπειας της Ανατολής ανταμώνει με τη γεωμετρία της Δύσης κάτω από τις καμπύλες του Ανακτόρου Μιχαήλ και Γεωργίου και του Λιστόν. Ακόμη και στην πιο συγκλονιστική ώρα της, το Μέγα Σάββατο, στη λιτανεία του Αγίου, η Κέρκυρα παρουσιάζει αυτό που πραγματικά είναι ως τα τρίσβαθα της ψυχής της: ενεργό σημείο συμβολής πολιτισμών.
Η μελωδία των καντουνιών, Μεγάλη Παρασκευή, στη Νικηφόρου Θεοτόκη

Η Νικηφόρου Θεοτόκη έχει ξεχωριστό ήχο και χρώμα τη Μεγάλη Παρασκευή. Ξεκινά από τη Σπιανάδα, από το Λιστόν, και τραβά κατά το νέο Ενετικό Φρούριο όπου κυματίζει μεσίστια η σημαία. Τα βενετσιάνικα «βόλτα» και πάνω από αυτά οι σκηνογραφικά στημένες προσόψεις των κτιρίων δημιουργούν ένα «κανάλι» αισθήσεων. Τακτικά αυτό το σκηνικό διανθίζουν οι εκκλησιές με τα ενσωματωμένα καμπαναριά τους που σημαίνουν πένθιμα. Πρώτα η Παναγία των Ξένων, μπροστά στην «πλακάδα του Αγίου» με τις αρμαθιές των χελιδονιών να τιτιβίζουν γαντζωμένα στους πολυκαιρισμένους τοίχους. Οι ξένοι ήσαν οι «στερεώτες» από τα Ιωάννινα, την Παραμυθιά και το Δέλβινο, δαπάναις των οποίων χτίστηκε ο ιστορικός Ιερός Ναός της Κυράς Φανερωμένης. Την επομένη, ξημέρωμα του Μεγάλου Σαββάτου, αναπαριστάται εδώ το «σεισμός εγένετο μέγας» του Ευαγγελίου. Το προηγούμενο βράδυ, καθώς οι πιστοί ασπάζονταν τον Εσταυρωμένο, ο παπάς αποτραβιέται σε μια γωνιά και ετοιμάζει τα μικρά μπουκέτα από γαρίφαλα που στολίζουν τον Επιτάφιο που βρίσκεται στο επίκεντρο της Ακολουθίας το πρωινό της Μεγάλης Παρασκευής. Απέναντι ο επίσης «Ιστορικός Ναός Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου και Αγίων Παρασκευής και Διονυσίου του εκ Ζακύνθου», στον οποίο η σύναξη της Μεγάλης Πέμπτης για την ακρόαση των Δώδεκα Ευαγγελίων απολύεται αργότερα απ’ όλες τις άλλες. Πιο κάτω, τα κεριά καίνε στα μανουάλια, στο στενό, έξω από τον Ναό των Αγίων Βασιλείου και Στεφάνου και ακόμη πιο πέρα, ο δρόμος τελειώνει στο τρίστρατο των Αγίων Αντωνίου και Ανδρέου του 1738. Απ’ όλες αυτές τις εκκλησιές το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής θα βγουν επιτάφιοι και, μαζί με άλλους που έρχονται από πιο μακριά, θα τραβήξουν για τη Σπιανάδα. Και η Νικηφόρου Θεοτόκη θα «πλημμυρίσει» από την κατανυκτική μουσική του Πάθους.
Με τα φτερά του πάθους και της Ανάστασης

Η Αρια Κομιανού είναι από τους πιο ηθικούς δημιουργούς που μπορεί να συναντήσει κάποιος. Βυθίζει με μεγάλο πάθος το μαχαίρι βαθιά στο ξύλο, αλλά αυτό δεν βγάζει πόνο, αλλά μια γλυκιά ευαισθησία. Λίγες φορές βγάζει κόκκινο αίμα, τις περισσότερες μαύρο· αλλά το αισιόδοξο μαύρο, της χαρακτικής. Και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, αφού το αγαπημένο της θέμα είναι τα πουλιά και τα άνθη. Και τα δύο συμβολίζουν την απελευθέρωση, την αναγέννηση, την ομορφιά. Ακόμη και τα απειλητικά πουλιά της Μάνης φτεροκοπούν στις επάλξεις των πύργων έτοιμα να πετάξουν μακριά.
Τα πουλιά μπήκαν στον νου της Αριας Κομιανού πολύ προτού κατέβει στη Μάνη. Οι αναμνήσεις όμως από τη Μάνη, τον Μόλυβο, τη Σίφνο, τη Σαντορίνη, υπάρχουν κάτω από το πέπλο της Κέρκυρας. Εν αρχή ήταν η θέα των πουλιών ανάμεσα από τα κάγκελα του μικρού μπαλκονιού. «Γιατί αυτά πετάνε κι εγώ μένω καθηλωμένη ανάμεσα στα κάγκελα και ούτε τα κεφάλι μου δεν μπορώ να βγάλω πάνω από την κουπαστή;». Η καλλιτεχνική πορεία έχει πάντα αφετηρία ένα ερώτημα, και η Αρια Κομιανού δεν σταμάτησε να θέτει ερωτήματα στον εαυτό της. Και ερώτημα στο ερώτημα, απάντηση στην απάντηση, με χίλια και πάνω έργα, η πορεία πήγε μακριά, από την Ελλάδα ως τη Γαλλία και από εκεί ως την Ιαπωνία και τη Νότια Αφρική, και από εκεί σε πολλούς άλλους τόπους, ασταμάτητα, χαράζοντας, μελανώνοντας, τυπώνοντας μήτρες καλλιτεχνικές.
Για όλα αυτά όμως υπήρχε για την Αρια Κομιανού μια αφετηρία: «Η Κερκυρίτσα ήταν για εμένα πολύ μεγάλη υπόθεση. Ηταν η ανάσα μου. Ζούσα στο κέντρο της Αθήνας, εκεί που παρατηρούσα από το μπαλκόνι τα πουλιά, και όταν το καλοκαίρι πηγαίναμε στην Κέρκυρα, στο σπίτι του παππού, εμφανιζόταν μπροστά μου ένας καινούργιος κόσμος. Οι γέρικες ελιές στο κτήμα του παππού –μια την έκανα ξυλογραφία -, το άλογό του, που μόνο άνθρωπος δεν ήταν, το γαϊδούρι, ο σκύλος, το αλλιώτικο σπίτι, όλα αυτά ήταν αποκάλυψη. Δεν ήξερα τότε ότι θα γινόμουν ζωγράφος, αλλά μου έδιναν ευτυχία».
Και η Κέρκυρα συνεχίζει να δίνει ευτυχία στη δημιουργό. Είναι που ένα όνειρο ζωής γίνεται πραγματικότητα. Το «Ιδρυμα Χαρακτικής Αρια Κομιανού» την κάνει ευτυχισμένη και υπερήφανη. Καταλαμβάνει όλο τον πρώτο όροφο, πάνω από τα κλασικά βόλτα της παλιάς πόλης, ενός διατηρητέου κτίσματος στην οδό Πολυχρονίου Κωνσταντά 13, και ήδη άνοιξε επισήμως τις πόρτες του με έκθεση ξυλογραφιών της ιδρύτριας. Το προίκισε με όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία της όχι απλώς για να προβάλει το δικό της έργο –έχει δημιουργήσει περισσότερα από χίλια πολύ μεγάλα, μεγάλα και μικρά χαρακτικά -, αλλά και ολόκληρη την πολιτιστική κληρονομιά των ελλήνων χαρακτών. Πρόεδρος του ιδρύματος είναι ο αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων κ. Θάνος Χρήστου, αντιπρόεδρος ο ακαδημαϊκός Χρύσανθος Χρήστου και μέλη ο επίκουρος καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης της Αρχαιότητας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων κ. Νίκος Κατσικούδης, η ίδια η ιδρύτρια και το νέο αίμα της κερκυραϊκής χαρακτικής κυρία Μαρία Σπύρου.
Εχει σημασία να είσαι προφήτης στον τόπο σου, αλλά η Αρια Κομιανού είναι προφήτης και αλλού. Οι Φίλοι της Συλλογής Μεντάρντ («Les Amis du Fonds Medard» που εδρεύουν στη Λουνέλ της Γαλλίας, έχουν θεσμοθετήσει το ειδικό βραβείο «Αρια Κομιανού» στον διαγωνισμό Ex libris –το κτητορικό σήμα που επικολλάται πάνω στο βιβλίο –που έχουν προκηρύξει μεταξύ των χαρακτών όλου του κόσμου. Μάλιστα, το καλοκαίρι θα φέρουν τα έργα συμμετασχόντων στην Αθήνα για να τα κρίνει η ίδια η Αρια Κομιανού.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ