Η ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ ποδοσφαίρου στη χώρα μας ανέκαθεν παρουσίαζε σοβαρά προβλήματα. Τα βήματα που κάνει προς βελτίωση, αν γίνονται, είναι σημειωτόν. Τα σφάλματα των διαιτητών επηρεάζουν δυσμενώς την ομαλή πορεία και εξέλιξη των εθνικών, περιφερειακών και τοπικών πρωταθλημάτων καθώς και του ποδοσφαιρικού Κυπέλλου στη χώρα μας. Η έλλειψη φυσικής κατάστασης των διαιτητών, η αδυναμία κατανόησης και ομοιόμορφης εφαρμογής των κανονισμών και η έλλειψη (από πολλούς) αντικειμενικής κρίσης αποτελούν τις κύριες αιτίες των λεγόμενων «ανθρωπίνων λαθών» στους αγωνιστικούς χώρους.


Η ελληνική διαιτησία ποδοσφαίρου παρουσιάζει όμως σοβαρά μειονεκτήματα και στον εκπαιδευτικό τομέα. Η εκπαίδευση-επιμόρφωση του διαιτητή έχει αφεθεί στην ευθύνη των τοπικών συνδέσμων. Επίσης είναι εγκαταλειμμένη, χωρίς οικονομικά μέσα, χωρίς τεχνολογική υποστήριξη, χωρίς προστασία του κύρους και της προσωπικότητας του διαιτητή, με αποτέλεσμα το μέλλον του διαιτητικού χώρου να φαντάζει διαρκώς δυσοίωνο.


Στην Ελλάδα η διαιτησία βάλλεται συνεχώς και αποτελεί, όχι σπάνια, το εξιλαστήριο θύμα των αποτυχιών άλλων φορέων του ποδοσφαιρικού χώρου. Τα ίδια ερωτήματα τα τελευταία χρόνια μένουν αναπάντητα. Γιατί δεν πηγαίνει καλά η διαιτησία; Τι φταίει; Φταίει η οργάνωσή της; Φταίει η λειτουργία της; Φταίνε οι παράγοντες της διαιτησίας; Φταίνε οι ίδιοι οι εν ενεργεία διαιτητές; Φταίει το ύψος των αποδοχών των διαιτητών; Φταίει που δεν έχει γίνει ακόμη επαγγελματική; Φταίει το ότι σφυρίζουν με κλήρωση; Φταίει η Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία (ΕΠΟ); Φταίει η Ενωση Ποδοσφαιρικών Ανωνύμων Εταιρειών (ΕΠΑΕ);


«Το Βήμα» ανοίγει σήμερα τον φάκελο «Διαιτησία ποδοσφαίρου» και καταθέτουν τις απόψεις τους έξι από τις καλύτερες «σφυρίχτρες» που έχουν περάσει από τον πολύπαθο χώρο: Περικλής Βασιλάκης, Αντώνης Βασσάρας, Μάκης Γερμανάκος, Στέλιος Λανδράκης, Τιμολέων Λάτσιος και Βασίλης Νικάκης.


ΤΑ ΠΡΟΣΦΑΤΑ (και εν εξελίξει) γεγονότα στον χώρο της διαιτησίας ποδοσφαίρου ερμηνεύτηκαν από πολλούς ότι «περνούν» το ακόλουθο μήνυμα στους διαιτητές: «Οποιος «προσεγγίζει» τον ισχυρό θα έχει τύχη. Οποιος δεν έχει αυτή τη διάθεση δεν έχει και… θέση στον πίνακα των 30 διαιτητών της Α’ Εθνικής».


Δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε στο μακρινό παρελθόν για να επιβεβαιωθεί η παραπάνω πρακτική. Η διαγραφή την προηγούμενη εβδομάδα δύο (στατιστικά) επιτυχημένων διαιτητών από τον πίνακα επιλογής, των κκ. Παναγιώτη Βαρούχα και Ηλία Χατζή, και η επαναφορά του κ. Στράτου Παπουτσέλη, ο οποίος προκάλεσε πέρυσι με το ανύπαρκτο πέναλτι εναντίον του Παναθηναϊκού στο παιχνίδι με τον Ολυμπιακό στο Στάδιο Καραϊσκάκη, έστρεψαν πάλι τα φώτα στον πολύπαθο χώρο των «ανθρώπων με τα μαύρα».


Η κατάσταση περιπλέχθηκε περισσότερο με τη δήλωση του προέδρου της Επιτροπής Διαιτησίας κ. Βασίλη Βουράκη ότι παγιδεύτηκε από τις κινήσεις κάποιων παρασκηνιακών κύκλων και δεν είχε πρόθεση να προχωρήσει στις εν λόγω αποπομπές και στην επίμαχη επαναφορά.


Ο πρώην διεθνής διαιτητής και διατελέσας αρχιδιαιτητής κ. Μάκης Γερμανάκος σχολιάζει σχετικά: «Η απόφαση είναι άστοχη. Η επαναφορά του Παπουτσέλη στον πίνακα Α’ Εθνικής και η «καρατόμηση» των Βαρούχα και Χατζή δεν είναι απόφαση της Επιτροπής Διαιτησίας αλλά του παρασκηνίου. Η Επιτροπή δεν μπόρεσε ή δεν είχε τον χρόνο να αντιδράσει. Τραγελαφικά πράγματα γίνονται. Ο Σωτηρόπουλος που επανήλθε στον πίνακα είχε πριν από δύο χρόνια φύγει (επί εποχής Βασσάρα και Συμιακού) ως ακατάλληλος. Πέρυσι δεν συζητήθηκε καν η επιστροφή του αλλά τώρα επανέρχεται. Ο Παπουτσέλης που προκάλεσε το δημόσιο αίσθημα εν μια νυκτί ξαναμπαίνει».


Ο πρώην διεθνής διαιτητής κ. Βασίλης Νικάκης τονίζει ότι δεν είναι ούτε η πρώτη φορά ούτε η τελευταία που γίνονται εκπαραθυρώσεις διαιτητών από τον πίνακα με σκεπτικό που στερείται λογικής. «Η αχίλλειος πτέρνα της διαιτησίας είναι το θεσμικό πλαίσιο. Ο τρόπος λειτουργίας της είναι μια ευρεσιτεχνία μοναδική στο είδος της στην Ευρώπη. Το κακό έχει παραγίνει καθώς η υπαγωγή της διαιτησίας στην ΕΠΟ κατέληξε να είναι υποταγή. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η συγκρότηση της Επιτροπής Διαιτησίας. Η επιλογή των προσώπων ουσιαστικά δεν γίνεται από τον αρχιδιαιτητή αλλά από άλλους. Αρα δεν έχει την ευθύνη και συνεπώς δεν μπορεί να παράγει έργο».


Ο αρχιδιαιτητής δέχεται ασφυκτική πίεση για να προωθήσει ή να κόψει συγκεκριμένους διαιτητές. Η περίοδος Ιουλίου – Αυγούστου μοιάζει να έχει μετατραπεί σε… «εφιάλτη» για τον εκάστοτε πρόεδρο της Επιτροπής Διαιτησίας. Ο κ. Γερμανάκος αναφέρει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα την εποχή που ήταν αρχιδιαιτητής: «Τον περασμένο Ιούλιο δέχθηκα πιέσεις για κάποια πρόσωπα για να μπουν ή να βγουν από τον πίνακα. Εγινε η αξιολόγηση, καταρτίστηκε ο πίνακας αλλά την τελευταία στιγμή προέκυψε νομικό κώλυμα. Ο πρόεδρος της ΕΠΑΕ Στέλιος Σφακιανάκης ζήτησε να αναιρεθεί ο πίνακας με το πρόσχημα ότι παραιτήθηκε ένα μέλος της Επιτροπής. Την εποχή εκείνη είχα προειδοποιήσει για το επικείμενο «φάγωμα» του Βαρούχα και άλλων και την επαναφορά έστω και από το παράθυρο κάποιων άλλων όπως του Παπουτσέλη. Η Επιτροπή Διαιτησίας ανήκει διοικητικά στην ΕΠΟ και υποτίθεται ότι λειτουργεί αυτόνομα. Το καθεστώς όμως δεν επιτρέπει προσωπική πρωτοβουλία από κάποιους που θέλουν να διορθώσουν κάποια πράγματα. Συνήθως οι αρχιδιαιτητές θέλουν να αλλάξουν τα πράγματα. Η παρέμβαση όμως άλλων δυσχεραίνει τη δουλειά τους και ο πίνακας των διαιτητών υφίσταται συνεχώς τροποποιήσεις ανάλογα με τα συμφέροντα».


Ο κ. Αντώνης Βασσάρας έχει επίσης διατελέσει πρόεδρος της Επιτροπής Διαιτησίας. Ο πρώην διεθνής διαιτητής υποστηρίζει και αυτός ότι υπάρχει παρέμβαση στο έργο του αρχιδιαιτητή και της Επιτροπής. «Οταν ήμουν αρχιδιαιτητής, πολλά πράγματα δεν έγιναν γιατί κάποιοι συνεχώς παρενέβαιναν στο έργο μου. Η ανεξαρτησία των οργάνων της διαιτησίας είναι το πιο σημαντικό στοιχείο για τη βελτίωσή της. Οταν πήγαν να επέμβουν στο δικό μου έργο, εγώ είπα ότι δεν δέχομαι παρεμβάσεις. Αν κάνουν όλοι το ίδιο, δεν θα έχει σημασία πού υπάγεται η διαιτησία. Τώρα ο χώρος περνά μια φάση φθοράς και ανασφάλειας. Η Επιτροπή βάλλεται γιατί κάνει πράξεις παρεξηγήσιμες και άκαιρες».


Το πρόβλημα ξεκινά από τον τρόπο που συγκροτείται η Επιτροπή Διαιτησίας. Η χρονική διάρκειά της ακολουθεί τη διάρκεια της θητείας της ΕΠΟ και μόνο λόγω ανωτέρας βίας αλλάζει. Πάντως τους τελευταίους τρεις μήνες η Επιτροπή άλλαξε τρεις φορές: από τον κ. Γερμανάκο περάσαμε στον κ. Λανδράκη και έπειτα στον κ. Βουράκη. Ο κ. Γερμανάκος είναι αποκαλυπτικός: «Δυστυχώς το μέσο αξιολόγησης των ατόμων που καταρτίζουν την Επιτροπή εξαρτάται από τον βαθμό διαθεσιμότητάς τους. Δηλαδή, ποιος θέλει να κάνει τα ρουσφέτια. Μετράνε βεβαίως η πείρα και η γνώση του χώρου της διαιτησίας αλλά δεν είναι οι μοναδικές προϋποθέσεις».


Ο πρώην διεθνής διαιτητής κ. Τιμολέων Λάτσιος υποστηρίζει ότι για να λειτουργήσει ελεύθερα ο χώρος της διαιτησίας πρέπει να πάψει να κηδεμονεύεται από τις ποδοσφαιρικές ενώσεις. «Οι ομάδες (ΠΑΕ) είναι ουσιαστικά αυτές που έχουν την… ευθύνη της επιλογής της διοίκησης της διαιτησίας. Οι ομάδες ελέγχουν ακόμη και εκείνους που ελέγχουν τη διαιτησία. Η πολιτεία εγκατέλειψε τον έλεγχο της διαιτησίας και την παρέδωσε στην ΕΠΟ. Αυτό δεν είναι εκ πρώτης όψεως κακό γιατί και σε άλλες χώρες συμβαίνει. Υπό την ΕΠΟ όμως μειώνεται η αυτονομία και μπαίνουν άλλα κριτήρια στην επιλογή της Επιτροπής. Η εύνοια είναι το κλειδί για την άνοδο στην ιεραρχία. Δεν υπάρχει αξιοκρατία. Επιλέγονται τα πρόσωπα με το κριτήριο του χρώματος της φανέλας ή κομματικά».


Ο κ. Στέλιος Λανδράκης, ο οποίος διατέλεσε πρόσφατα αρχιδιαιτητής, εξηγεί ότι τα τυπικά προσόντα δεν είναι το παν για να γίνει κάποιος μέλος της Επιτροπής Διαιτησίας ή να συμπεριληφθεί στον πίνακα επιλογής. «Ουσιαστικά η Επιτροπή ανήκει στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΠΟ. Υποτίθεται ότι λειτουργεί αυτόνομα και συμβουλευτικά προς αυτήν. Τα τελευταία γεγονότα όμως δείχνουν ότι επηρεάζεται. Ο αρχιδιαιτητής όντως δέχεται πιέσεις αλλά εναπόκειται στον ίδιο αν θα υποκύψει στις διαθέσεις του καθενός. Η θέση του αρχιδιαιτητή είναι ηλεκτρική καρέκλα. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι μέσα σε 14 μήνες άλλαξαν τέσσερις».


Ο πρώην διεθνής διαιτητής κ. Περικλής Βασιλάκης είναι εναντίον όλου του θεσμικού πλαισίου που διέπει τον διαιτητικό χώρο. Θεωρεί ότι η λύση δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αλλαγή όλου του συστήματος εκ βάθρων. «Χρειάζεται εκ θεμελίων αλλαγή. Για παράδειγμα, οι ένδεκα της Επιτροπής Διαιτησίας θα έπρεπε να έχουν περισσότερη δύναμη. Η διοίκηση της ΕΠΟ επί ημερών Τριβέλλα έφτιαξε τον κανονισμό στα μέτρα της. Δεν υπάρχει εμπιστοσύνη. Φταίει και το δυναμικό βάσει του οποίου γίνεται η επιλογή. Οι σύνδεσμοι των διαιτητών δεν επιζητούν τη βελτίωση του διαιτητή αλλά προσπαθούν να εξυπηρετήσουν και εκεί μέσα συμφέροντα. Οι διαιτητές δεν «σπουδάζουν» όπως θα έπρεπε το ποδόσφαιρο. Χρειάζονται συχνά σεμινάρια γιατί, όπως οι ποδοσφαιριστές προπονούνται μεταξύ τους για να αποκτήσουν συνοχή, το ίδιο χρειάζονται και οι διαιτητές. Δεν αρκούν τα σεμινάρια που γίνονται στην αρχή. Ο διαιτητής απαιτείται να γνωρίζει το άθλημα».


Το θέμα της επαγγελματικής ή αμειβόμενης διαιτησίας απασχολεί όλο και περισσότερο τους ιθύνοντες του χώρου. Η επαγγελματική διαιτησία δεν είναι πανάκεια για τα προβλήματα που την ταλανίζουν τα τελευταία χρόνια. Η UEFA έχει επανειλημμένως παροτρύνει τις ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες των ευρωπαϊκών χωρών να προχωρήσουν στην επαγγελματοποίηση με στόχο την εξασφάλιση ενός ανωτέρου επιπέδου διαιτησίας. Η Ισπανία και η Γερμανία είναι δύο από τις χώρες που ήδη κατέφυγαν στη λύση αυτή. Τα προβλήματα πάντως δεν λείπουν ούτε εκεί. Πολλοί διαιτητές μετατρέπονται σε «σταρ» συγκεντρώνοντας πάνω τους τα φώτα της δημοσιότητας και προκαλώντας με τη συμπεριφορά τους συλλόγους, οπαδούς και φιλάθλους.


Οι έλληνες διαιτητές δείχνουν να επιζητούν μια τέτοια εξέλιξη. Η αποζημίωση που λαμβάνουν ανά παιχνίδι είναι πολύ χαμηλή με επακόλουθο (μεταξύ άλλων) να αποθαρρύνει όσους θέλουν να ασχοληθούν με τη διαιτησία έστω για να… κάνουν το κέφι τους.


«Ενας διαιτητής Α’ Εθνικής παίρνει για έναν αγώνα το ποσόν των 60.000 δρχ. όταν η στολή του στοιχίζει 35.000 δρχ.» παρατηρεί ο κ. Γερμανάκος και συνεχίζει: «Ενα ποσό των 200.000 δρχ. θα ήταν ικανοποιητικό για μια αξιοπρεπή ανταμοιβή του κόπου που καταβάλλουν οι διαιτητές κάθε εβδομάδα. Σε διαφορετική περίπτωση δύσκολα κάποιος θα θυσιάσει τη δουλειά του για τη διαιτησία. Μην ξεχνάτε ότι η πλειονότητα των διαιτητών είναι άνθρωποι υψηλού μορφωτικού επιπέδου και ασχολούνται με μεγάλη γκάμα επαγγελμάτων, από δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι ως γιατροί και δικηγόροι».


Ο πρώην αρχιδιαιτητής ωστόσο δεν δείχνει σίγουρος για το αν το πέρασμα στον πλήρη επαγγελματισμό θα λύσει αυτομάτως όλα τα προβλήματα: «Ο επαγγελματισμός θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη εξάρτηση από τους παράγοντες. Πολλοί συνάδελφοι τρέχουν στα γραφεία κάποιων παραγόντων για να βρουν μια άκρη και να μπορέσουν να διαιτητεύσουν. Μετά όμως οι παράγοντες αυτοί τους πιέζουν για «ανταλλάγματα». Επομένως, μια αμοιβή 1 εκατ. δρχ. δεν θα διορθώσει τίποτα αν ο διαιτητής βρεθεί ξαφνικά εκτός πίνακα μη κάνοντας τα «χατίρια» κάποιου μεγαλοπαράγοντα».


«Πρέπει τάχιστα να κατευθυνθούμε προς την επαγγελματική διαιτησία» υποστηρίζει από την πλευρά του ο κ. Νικάκης. «Δεν πρέπει βεβαίως να περιμένουμε ότι θα εξαλειφθούν τα λάθη αλλά τουλάχιστον θα αποκομίσουν και εκείνοι ένα μερίδιο από τα μεγάλα ποσά που παίζονται στον κόσμο της στρογγυλής θεάς. Σημαντική επίσης βελτίωση θα υπάρξει σε θέματα αγωνιστικής και φυσικής κατάστασης καθώς οι ενδιαφερόμενοι θα συμμετέχουν σε σεμινάρια όχι μόνο εντός αλλά και εκτός Ελλάδος ενώ το χρηματικό κίνητρο θα λειτουργήσει ως επιπλέον κίνητρο βελτίωσης».


Οι πρώην αρχιδιαιτητές κκ. Βασσάρας και Λανδράκης συμφωνούν ότι ο όρος επαγγελματική διαιτησία είναι μάλλον αδόκιμος. «Σε μια επιστολή που πριν από λίγα χρόνια είχα δώσει στη δημοσιότητα τόνιζα ότι θα προτιμούσα τον όρο αμειβόμενη ή ημιεπαγγελματική διαιτησία» σημειώνει ο κ. Βασσάρας και εξηγεί: «Στην περίπτωση αυτή θα ανεβεί το επίπεδο των αμοιβών που θα εξασφαλίσουν την αξιοπρέπεια της απασχόλησης. Παράλληλα θα γίνουν δυνατές η αρτιότερη επιμόρφωση, η κριτική επί των λαθών και η καθημερινή προπόνηση των διαιτητών». Ο μέχρι πρότινος πρόεδρος της Επιτροπής Διαιτησίας κ. Λανδράκης δίνει μεγαλύτερο βάρος στον τομέα των χρηματικών απολαβών: «Είναι προκλητικό ο γερμανός διαιτητής να κερδίζει 15-20 εκατ. δρχ. ετησίως και ο έλληνας διαιτητής να παίρνει 5.000 δρχ. για διανυκτέρευση στη Θεσσαλονίκη. Πρέπει να ξεκινήσουμε με ένα ελάχιστο ποσό ετήσιας αμοιβής της τάξης των 5 εκατ. δρχ. και να περάσουμε σταδιακά στα 8 ή ακόμη και στα 10 εκατ. δρχ.».


Τι θα συμβεί όμως και με άλλα θέματα που άπτονται της μετατροπής της ελληνικής διαιτησίας σε επαγγελματική; Πρόκειται για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, την ασφάλιση αλλά και τη χρονική «συντομία» της καριέρας ενός διαιτητή. Ο κ. Λάτσιος υποστηρίζει ότι «σε περίπτωση που ένας επαγγελματίας διαιτητής τραυματιστεί σοβαρά, η επαγγελματική αποκατάστασή του δεν θα είναι εύκολη γιατί για να εξασφαλίσει την απαραίτητη περίθαλψη και ασφάλιση πρέπει να περάσουν κάποια χρόνια». Ο κ. Βασιλάκης συμφωνεί με την ανωτέρω άποψη και συμπληρώνει ότι, «όταν κάποιος θυσιάσει την ασφάλεια μιας δουλειάς με σταθερό εισόδημα και ασφάλιση για κάτι που δεν προσφέρει την ανάλογη σιγουριά, αρχίζει να είναι πιο επιφυλακτικός».


Στην περίπτωση όμως που υιοθετηθεί η επαγγελματική διαιτησία ανακύπτει το πρόβλημα των κριτηρίων με βάση τα οποία θα επιλέγονται οι εκάστοτε διαιτητές. Ο κ. Βασιλάκης είναι κατηγορηματικός: «Η κρίση για να μπει κάποιος στον κατάλογο οφείλει να σχετίζεται με την εμπειρία, έναν ελάχιστο αριθμό παιχνιδιών αλλά και κάποιους βαθμούς που θα συγκεντρώσει από την ποιότητα των διαιτησιών του. Η μέθοδος αυτή ονομάζεται «πόιντ σύστεμ» και εξασφαλίζει περί το 90% την αξιοκρατία. Δεν πρέπει πάντως να προεξοφλήσουμε την επιτυχία γιατί στην Ιταλία το σύστημα απορρίφθηκε».


«Αξιοκρατικά κριτήρια. Αυτή είναι η μόνη λύση» δηλώνει ο κ. Λάτσιος και διευκρινίζει: «Η φυσική κατάσταση, μια προσωπική συνέντευξη, οι προφορικές αλλά και οι γραπτές εξετάσεις είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για να γίνει κάποιος δεκτός. Η επιλογή είναι αναγκαίο να γίνεται μόνο από διαιτητές με εμπειρία και επαγγελματική συνείδηση. Οι ανεπτυγμένες ποδοσφαιρικά χώρες μπορούν να προσφέρουν ένα καλό παράδειγμα. Χωρίς λεφτά όμως τα όποια σχέδια δεν είναι πραγματοποιήσιμα. Ο έλληνας διαιτητής έχει πολλές δυνατότητες αλλά πώς να τις αναπτύξει όταν δεν υπάρχει υποδομή;». Αξιολόγηση, επιμόρφωση, αμοιβή, κομματισμός, πιέσεις παραγόντων, διοικητικές έριδες και εξαρτήσεις Κλήρωση – ορισμός: σημειώσατε 2



ΜΕΓΑΛΟ ζητούμενο αποτελεί ο τρόπος επιλογής των διαιτητών για τα παιχνίδια. Στην Ευρώπη μάς αποκαλούν «λοταρία» επειδή επιλέγουμε την κλήρωση αντί του ορισμού. Υπάρχουν στον πίνακα 30 διαιτητές. Δεν μπορούν όμως όλοι να διευθύνουν ένα ντέρμπι Ολυμπιακού – Παναθηναϊκού. Δεν έχουν όλοι την εμπειρία να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες, αγωνιστικές και ψυχολογικές, να είναι πράγματι οι «άρχοντες του αγώνα». Μεγάλο πρόβλημα επίσης είναι το τι μεσολαβεί πριν από τον αγώνα. Οταν ασχολούνται οι παράγοντες των ομάδων από την ημέρα της κλήρωσης με τον διαιτητή και «παρακολουθούν» την κάθε κίνησή του ακόμη και έξω από το γήπεδο, είναι σίγουρο ότι θα επηρεασθεί. Ο κ. Νικάκης απορρίπτει κατηγορηματικά την κλήρωση: «Το θέμα της κλήρωσης σημαίνει το λιγότερο ανυποληψία. Ο ορισμός σημαίνει ο κατάλληλος διαιτητής για κάθε παιχνίδι. Δηλαδή, ο προπονητής με κλήρωση επιλέγει την ενδεκάδα; Για παράδειγμα, στον αγώνα Πανιωνίου Ιωνικού κληρώθηκε ο κ. Παπαχίντζιος. Με τι ψυχολογία θα παίξει ο εν λόγω διαιτητής όταν ο ίδιος στον αγώνα Ιωνικού – Ολυμπιακού ήταν το κόκκινο πανί για τους Νικαιώτες; Ο διαιτητής δεν είναι μπαλάκι».


Ο κ. Λάτσιος όμως έχει διαφορετική άποψη που φαίνεται να λαμβάνει υπόψη της τη νοοτροπία καχυποψίας που επικρατεί. «Η νοοτροπία των φιλάθλων δεν επιτρέπει το σύστημα του ορισμού των διαιτητών. Υποστηρίζω την κλήρωση γιατί ο ορισμός καλλιεργεί υποψίες. Κάθε εβδομάδα θα λογοδοτούμε ενώπιον της κοινής γνώμης. Επίσης, με τον τρόπο που είναι διαμορφωμένα τα πράγματα τώρα, οι πράξεις συναλλαγής δεν πρέπει να αποκλεισθούν».


Ο κ. Βασσάρας δεν είναι μόνον υπέρ του ορισμού των διαιτητών αλλά και των παρατηρητών διαιτησίας. «Ο ορισμός είχε εφαρμοσθεί παλαιότερα με επιτυχία και δεν βρίσκω τον λόγο γιατί να μην επαναληφθεί». Ο κ. Λανδράκης τονίζει ότι είναι και αυτός υπέρ του ορισμού γιατί «δεν μπορούν όλοι να διαιτητεύσουν όλα τα παιχνίδια. Ο ανθρώπινος παράγοντας δεν επιτρέπει σε όλους να δρουν με τον τρόπο που πρέπει σε ένα παιχνίδι ιδιαίτερης σημασίας». Ο κ. Βασιλάκης υποστηρίζει ότι ο ορισμός απαιτεί διαιτητές ποιότητας και υψηλών ικανοτήτων. «Θα πρέπει τουλάχιστον σε μερικά παιχνίδια να υπάρχει συμβιβασμός των ομάδων όσον αφορά τα πρόσωπα. Αν οι διαιτητές δεν περιβληθούν από εμπιστοσύνη, δεν μπορεί να λειτουργήσει ούτε ο ορισμός».


Τέλος, ο κ. Γερμανάκος τονίζει ότι το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν είναι έτοιμο να δεχθεί τη μέθοδο του ορισμού: «Ο λόγος είναι απλός. Το κατεστημένο αλλοιώνει τον τρόπο λειτουργίας της ελληνικής διαιτησίας και εκμεταλλεύεται ακόμη και μια μικρή γνωριμία του διαιτητή με κάποιον άνθρωπο μιας ομάδας για να τον κατηγορήσει. Είναι δύσκολο να αλλάξει η νοοτροπία των ανθρώπων του ποδοσφαίρου γιατί κάποιοι βολεύονται από την υπάρχουσα κατάσταση και δεν είναι διατεθειμένοι να δεχθούν καμία αλλαγή».