«Ο Βερόν, ο Βερόν, είναι πράγμα φοβερόν» κόμπαζαν οι οπαδοί του Παναθηναϊκού, ίσως για τον κορυφαίο αργεντινό ποδοσφαιριστή που πέρασε ποτέ από την Ελλάδα. Ο επονομαζόμενος «μπρούχα» (μάγισσα) ήρθε στη χώρα μας σε ηλικία 29 ετών το 1972, εν ενεργεία διεθνής τότε, και για δύο χρόνια αποτέλεσε το διαμάντι του ελληνικού πρωταθλήματος. Εκτοτε το υπερατλαντικό ταξίδι Αργεντινή – Ελλάδα έγινε σημαντικά πιο εύκολο για τους γόνους της ποδοσφαιρομάνας πατρίδας του Ντιέγκο Μαραντόνα. Στις ελληνικές ομάδες άρχισαν να καταφθάνουν ποδοσφαιριστές όλων των κατηγοριών. Από τον σπουδαίο μέσο Χουάν Ραμόν Ρότσα, ο οποίος διέγραψε μεγάλη καριέρα στον Παναθηναϊκό, ως τον αδικοχαμένο φορ Χουάν Χιλμπέρτο Φούνες που λατρεύτηκε στον Ολυμπιακό. Και από τους πολυδιαφημισμένους τρεις σωματοφύλακες – Μιγκέλ Αλμπέρτο Νικολάου (μέσος), Αντόνιο Ζούστο Αλτσιμπαρ (επιθετικός) και Αλμπέρτο Πολέτι (τερματοφύλακας) -, που ήρθαν το 1972 και υποτίθεται ότι θα άλλαζαν τη μοίρα του Ολυμπιακού αλλά τελικά καταγράφηκαν σαν ποδοσφαιρικοί… κλόουν, ως το ΑΕΚτσίδικο δίδυμο του 2000 που συνέθεταν οι Φερνάντο Νάβας και Εμανουέλ Ρουίς. Μεγάλο ταλέντο, αλλά προβληματικός χαρακτήρας ο Νάβας, δύο χρόνια μετά άνοιξε… καθαριστήριο στη Βαρκελώνη. Εξαιρετικό παιδί αλλά άναρχος παίκτης ο Ρουίς κατέληξε κάπου σε ομάδα β’ κατηγορίας της Αργεντινής. Και να τώρα, στην τρέχουσα μεταγραφική περίοδο, που ο Ολυμπιακός και η ΑΕΚ ψωνίζουν κυρίως από την ποδοσφαιρική αγορά της πατρίδας του Μαραντόνα, ενώ και αρκετές μεταγραφικές κινήσεις του Παναθηναϊκού γίνονται σε ρυθμούς τανγκό, ανεξαρτήτως πόσες από αυτές θα ευοδωθούν. Τι είναι όμως αυτό που οδηγεί τις μεγάλες ελληνικές ομάδας στο να στραφούν (ξανά) στην αγορά της Αργεντινής; Αλλά και γιατί κάποιοι αργεντινοί παίκτες (μεσαίου βεληνεκούς) έρχονται εδώ, σε αντίθεση με ποδοσφαιριστές από άλλες χώρες οι οποίοι απαξιούν να αγωνιστούν σε ελληνική ομάδα ακόμη και όταν τους προσφέρει περισσότερα χρήματα;


Ειδικά την τρέχουσα περίοδο οι μεγάλες ελληνικές ομάδες δείχνουν μια (επι)στροφή στο κυνήγι αργεντινών ποδοσφαιριστών σε βαθμό ώστε μπορεί να γίνεται λόγος για «μεταγραφικό τανγκό» στο ελληνικό πρωτάθλημα. Η ΑΕΚ απέκτησε ήδη δύο Αργεντινούς (Μάρτιν Αρουαμπαρένα, Χαβιέρ Ασκάρατε) και πάει για ακόμη έναν (Μαρσέλο Μπαροβέρο). Ο Ολυμπιακός δαπάνησε περίπου 4,5 εκατ. ευρώ μόνο για πληρωμή των ομάδων (Ατλέτικο Μαδρίτης και Αρχεντίνος Τζούνιορς αντίστοιχα) προκειμένου να αποκτήσει τους Λουτσιάνο Γκαλέτι και Λιονέλ Νούνιες. Ο Παναθηναϊκός έχει ήδη στις τάξεις του τον Εκι Γκονζάλες και τον Σεμπαστιάν Ρομέρο και (συνεχίζει να) ψάχνει και στην αργεντίνικη αγορά. Να μην παραλείψουμε και τη μεγάλη μεταγραφή του νεοφώτιστου Αστέρα Τρίπολης, ο οποίος ξόδεψε 1 εκατ. ευρώ για να αγοράσει τον σκόρερ της Ουρακάν (16 γκολ σε 31 ματς) Μάουρο Ραμίρεζ Μιλάνο!


Ο Αργεντινός νυν προπονητής του Ολυμπιακού Λευκωσίας κ. Χουάν Ραμόν Ρότσα δίνει την απλούστερη εξήγηση: «Η αγορά της Αργεντινής είναι τεράστια. Ποδοσφαιριστές που αγωνίζονται στη δεύτερη κατηγορία έχουν μεγάλη αξία και μπορούν να αγωνιστούν με τυφλά μάτια ακόμη και σε μεγάλες ομάδες της Ελλάδας. Παράδειγμα ο Λαριβέι, τον οποίο ήθελε η ΑΕΚ. Νομίζω ότι θα έκανε σπουδαία καριέρα στην ελληνική Σούπερ Λίγκα. Ή ο Μιλάνο, τον οποίο απέκτησε ο Αστέρας Τρίπολης. Είναι ένας εξαιρετικός σκόρερ και θα το διαπιστώσετε».


* «Να ξέρεις τι παίρνεις και γιατί»


Ερωτηθείς για περιπτώσεις ποδοσφαιριστών που έκαναν καλό όνομα στην πατρίδα τους αλλά δεν έπεισαν (ή δεν έχουν πείσει ακόμη) με την παρουσία τους στην Ελλάδα, όπως επί παραδείγματι ο Ρομέρο του ΠΑΟ, ο κ. Ρότσα ήταν ξεκάθαρος: «Οι Αργεντινοί είναι ποδοσφαιριστές που μπορούν να παίξουν σε όλα τα πρωταθλήματα του κόσμου. Πρέπει όμως να γίνεται σωστή επιλογή, να ξέρεις τι παίρνεις και γιατί το αποκτάς. Ο Ρομέρο δεν είναι τυχαίος παίκτης. Δεν είναι δυνατόν ένας ποδοσφαιριστής να διακρίνεται στο πρωτάθλημα της Αργεντινής, το οποίο είναι εφάμιλλο του αγγλικού ή του ιταλικού, και να μην μπορεί να προσφέρει στην Ελλάδα. Κάποιες φορές είναι καθαρά θέμα διαχείρισης των ποδοσφαιριστών».


Η παραπάνω άποψη βρίσκει απολύτως σύμφωνο και τον τεχνικό διευθυντή του Ολυμπιακού κ. Ιλια Ιβιτς, ο οποίος «πιστώνεται» την απότομη στροφή που πραγματοποιεί ο Θρύλος προς την αγορά Αργεντινών. Οι πρωταθλητές Ελλάδος δεν είχαν ποτέ πολλά πάρε-δώσε με τη συγκεκριμένη αγορά, αρκεί να σημειωθεί ότι οι δύο τελευταίοι «Γκαούτσος» που φόρεσαν την ερυθρόλευκη φανέλα ήταν ο Γκαμπριέλ Σούρερ (2004-2006) και ο Χουάν Χιλμπέρτο Φούνες πριν από 20 χρόνια!


* Νοοτροπία και εθνικότητα


Ο φετινός μεταγραφικός σχεδιασμός του κ. Ιβιτς περιέχει πολλή… Αργεντινή και ο λόγος δεν είναι μόνο οικονομικός. Η απόκτηση των Γκαλέτι και Νούνιες έχει συμβολική αξία για τον ίδιο τον Σέρβο καθώς ήταν οι πρώτοι ποδοσφαιριστές που ανακοινώθηκαν μετά την επιστροφή του (ως τεχνικός διευθυντής) στον Ολυμπιακό και εξηγεί γιατί θεωρεί τους ποδοσφαιρικούς επιγόνους του Ντιέγκο Μαραντόνα ιδανικές περιπτώσεις.


«Είναι θέμα ανταγωνιστικότητας και νοοτροπίας. Το πρωτάθλημα της Αργεντινής είναι πολύ δυνατό και πρόκειται για καλούς ποδοσφαιριστές που διακρίθηκαν σε αυτό» υποστηρίζει μιλώντας στο «Βήμα» ο κ. Ιβιτς και τονίζει: «Δεν πρόκειται για φθηνή αγορά. Δεν θα το έλεγα. Οσο για την αξία τους, τα πράγματα είναι απλά. Αφού μπορούν και αγωνίζονται σε πρωταθλήματα όπως το ισπανικό, το αγγλικό και το ιταλικό, γιατί να μην μπορούν να παίξουν στο ελληνικό;».


Αντιθέτως, ο βόσνιος τεχνικός διευθυντής του Παναθηναϊκού κ. Γιάσμινκο Βέλιτς θεωρεί ότι οι μαζεμένες μεταγραφές από τις ελληνικές ομάδες κάποιων αργεντινών ποδοσφαιριστών είναι μάλλον συγκυριακές. Για τον ίδιο και για τον Παναθηναϊκό η εθνικότητα είναι κάτι δευτερεύον και δεν συγκαταλέγεται στα… προσόντα ή στα μειονεκτήματα ενός ποδοσφαιριστή. «Η εθνικότητα δεν παίζει κανέναν ρόλο» υποστήριξε χαρακτηριστικά. «Το θέμα είναι να είναι καλός παίκτης και να κάνει τη δουλειά που πρέπει. Απλά, έτυχε να αποκτηθούν μαζεμένοι κάποιοι παίκτες από τη συγκεκριμένη χώρα».


* Σκαλοπάτι για την Ευρώπη


Για τον μέσο (σε αξία και ποιότητα) ποδοσφαιριστή που «χτίζει» με αργά βήματα την καριέρα του και αναζητεί τη φυγή του από το πρωτάθλημα της Αργεντινής – διότι οι σουπερστάρ είναι απλησίαστοι – υπάρχουν σημαντικοί λόγοι για να έλθει στην Ελλάδα. Οι ομάδες εδώ προσφέρουν καλύτερες αμοιβές και μεγαλύτερα σε διάρκεια συμβόλαια από τις μικρομεσαίες της Ιταλίας, του Βελγίου, της Πορτογαλίας ή της Ολλανδίας. Για παράδειγμα, ο Μιλάνο απέρριψε προτάσεις από την Κατάνια (Ιταλία) και τη Λεϊρία (Πορτογαλία) για να αγωνιστεί σε έναν σύλλογο, τον Αστέρα Τρίπολης, που δεν πρέπει να ήξερε καν ότι υφίσταται, πολύ απλά γιατί αυτή ήταν η καλύτερη οικονομική πρόταση που είχε.


Δεύτερη και πολύ σημαντική παράμετρος είναι η ευρωπαϊκή πρόκληση. Ειδικά όταν πρόκειται για το Τσάμπιονς Λιγκ, κάτι που δικαιούνται να προσφέρουν ως δέλεαρ στο συνολικό πακέτο τους οι τρεις μεγάλοι του κέντρου: «Για τον αργεντινό ποδοσφαιριστή που έχει φιλοδοξίες και θέλει να δείξει κάτι περισσότερο από μερικά γκολ σε ένα μέτριο πρωτάθλημα, το Τσάμπιονς Λιγκ αλλά και το Κύπελλο UEFA ακόμη είναι σημαντικό δέλεαρ. Η Ελλάδα είναι ένα πάτημα για μεγαλύτερη καριέρα, αλλά προσφέρει και μια εξαιρετική ποιότητα ζωής. Απλώς χρειάζεται λίγη υπομονή για να βρει τους ρυθμούς του» θα υπερθεματίσει ο κ. Ρότσα, παραπέμποντάς μας στις περιπέτειες του συμπατριώτη του Χουάν Χοσέ Μπορέλι, ο οποίος λίγο έλειψε να εκδιωχθεί από τον Παναθηναϊκό ως αποτυχημένος προτού ξεδιπλώσει τις πραγματικές πτυχές του ταλέντου του στα ελληνικά και ευρωπαϊκά γήπεδα.


* Λατρεία για τον τρόπο ζωής


Η τελευταία επισήμανση του κ. Ρότσα είναι άκρως σημαντική. Οι εκ Λατινικής Αμερικής ορμώμενοι ποδοσφαιριστές λατρεύουν τις κλιματικές συνθήκες της Ελλάδας και τις θεωρούν ιδανικές για την προσαρμογή τους. Επίσης αναγνωρίζουν ότι οι επιλογές για έναν νιόφερτο στην Ελλάδα είναι πολύ περισσότερες από άλλες πόλεις του εξωτερικού, ειδικά όταν πρόκειται για επαρχιακούς κόμβους σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα. Το ταμπεραμέντο, η επιθυμία για «αλεγκρία» (με μέτρο πάντα), ο συνδυασμός έντονων ρυθμών και χαλάρωσης είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν τους Αργεντινούς ως λαό και που αναμφίβολα τα βρίσκουν ακριβώς στον βαθμό που επιθυμούν ερχόμενοι στη χώρα μας. Ενδεικτική η ατάκα του Σούρερ όταν αποχώρησε από τον Ολυμπιακό: «Δύο πράγματα θα μου λείψουν: ο κόσμος της ομάδας και η ζωή στην Αθήνα».


Κάποιοι άλλοι παλαιότερα, Αργεντινοί και εκείνοι, είχαν λατρέψει τα Ιωάννινα! Ηταν η χρονιά της αθρόας εισροής παικτών από την εν λόγω χώρα της Λατινικής Αμερικής. Συγκεκριμένα το 1972, όταν ο πορτογάλος προπονητής του ΠΑΣ Γιάννινα Γκόμεζ ντε Φαρία έφερε από την Αργεντινή τους Εντουάρντο Ριγκάνι (ελληνιστί Κοντογεωργάκης), Αλφρέντο Γκλάσμαν (Γκλασμάνης), Χοσέ Πάστερνακ (Παστερνάκης), Εντουάρντο Λίσα, Χουάν Μοντέζ και Οσκαρ Αλβαρέζ. Γύρω από αυτούς τους ποδοσφαιριστές δημιουργήθηκε ο θρύλος του Αγιαξ της Ηπείρου, με σημαντικότερο όλων τον γκολτζή Αλβαρέζ, ο οποίος το 1976 πήρε μεταγραφή στον Παναθηναϊκό, όπου αγωνίστηκε για τέσσερα χρόνια.