Ας ξεκινήσουμε από μια κοινή διαπίστωση: το σημαντικότερο – και μόνο σταθερά υπαρκτό – περιουσιακό αγαθό που διαχειρίζεται μια Αθλητική Ανώνυμη Εταιρεία (AAE) είναι τα διακριτικά της γνωρίσματα, δηλαδή το όνομα, τα εμβλήματα, τα σύμβολα, με μια λέξη το σήμα της ομάδας. Το σήμα της ομάδας είναι η ταυτότητά της, αυτή που ενσωματώνει διαχρονικά την ιστορία, τη φήμη και το όποιο κύρος της, που συνδέει όλο το παρελθόν με το παρόν αλλά και το μέλλον. Με αυτή την ταυτότητα συνδέονται – και ενίοτε ταυτίζονται – οι φίλοι και οι οπαδοί της ομάδας, αλλά αυτήν αναγνωρίζουν και οι άλλοι φίλαθλοι. Χάριν αυτής κάποιοι πληρώνουν εισιτήριο για να πάνε στο γήπεδο και βάσει αυτής καθορίζεται το οικονομικό αντάλλαγμα για την τηλεοπτική μετάδοση των αγώνων της ομάδας που τη φέρει.


Σύμφωνα με τον νόμο, μια Αθλητική Ανώνυμη Εταιρεία (AAE) με τη σύστασή της αποκτά αυτοδικαίως το δικαίωμα χρήσης «της επωνυμίας και των λοιπών διακριτικών γνωρισμάτων του ιδρυτικού αθλητικού σωματείου». Το δικαίωμα αυτό θεωρείται από τον νόμο εισφορά που αντιπροσωπεύει ποσοστό 10% του μετοχικού κεφαλαίου της AAE, ποσοστό κατά το οποίο το ιδρυτικό αθλητικό σωματείο γίνεται με τον τρόπο αυτόν μέτοχός της.


Κατά τα λοιπά, απαγορεύει ρητά στα αθλητικά σωματεία την παραχώρηση της χρήσης «της επωνυμίας, του εμβλήματος και των λοιπών διακριτικών στοιχείων» για εμπορική διαφήμιση και οποιαδήποτε οικονομική εκμετάλλευση.


Οσον αφορά τις AAE, ενώ ορίζεται ότι έχουν το δικαίωμα – αλλά και την υποχρέωση – της χρήσης του σήματος και του διακριτικού τίτλου του σωματείου (στο οποίο εξακολουθούν «να ανήκουν»), η χρήση αυτή περιορίζεται μόνο στην αγωνιστική – αθλητική δραστηριότητά τους, αφού πέραν αυτής δεν είναι δυνατή η επέκταση του σκοπού τους σύμφωνα με τον νόμο.


Συμπέρασμα: Με το σημερινό καθεστώς το σήμα ως άυλη αξία λαμβάνεται υπόψη μόνο προκειμένου να θεμελιωθεί η χωρίς την καταβολή μετρητών απόκτηση από ένα αθλητικό σωματείο του 10% του μετοχικού κεφαλαίου της προερχόμενης από αυτό AAE, ενώ ως αντικείμενο εκμετάλλευσης περιορίζεται μόνο στο δικαίωμα χρήσης του σε αθλητικές διοργανώσεις ή εκδηλώσεις τόσο από το ιδρυτικό αθλητικό σωματείο όσο και από την AAE.


* Κριτήριο η προσέλκυση ενδιαφέροντος


H παραπάνω αντιμετώπιση του σήματος δεν ικανοποιεί. Κατ’ αρχήν εύλογη θα ήταν η σύμφωνη με την πραγματικότητα αναγνώριση από τον νόμο της αξίας του σήματος ως μέρους της περιουσίας μιας AAE. Το ζήτημα που τίθεται είναι η εξεύρεση ενός ασφαλούς και δίκαιου τρόπου αποτίμησης της αξίας του, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη τον δυναμικό και διαρκώς μεταβαλλόμενο χαρακτήρα της.


Αναζητώντας τον πλέον πρόσφορο καταλήγουμε ότι είναι αυτός που λαμβάνει υπόψη τον αριθμό των θεατών που πηγαίνουν στο γήπεδο για να παρακολουθήσουν τους αγώνες της ομάδας, τον αριθμό των αγώνων – αφού όσο καλύτερα είναι τα αποτελέσματα τόσο σε περισσότερους αγώνες συμμετέχει μια ομάδα στις εγχώριες και διεθνείς διοργανώσεις -, καθώς και το ύψος του εισιτηρίου, αφού και αυτό είναι δηλωτικό του υπάρχοντος ενδιαφέροντος. Ολα τα παραπάνω ικανοποιούνται αν ως μέσο αποτίμησης ληφθεί το σύνολο των εσόδων από τα εισιτήρια που διατέθηκαν στους αγώνες της ομάδας.


Επιπλέον, για να μπορεί η μέθοδος αυτή να αποτυπώνει τις μεταβολές της αξίας που συναρτώνται με την αγωνιστική πορεία της ομάδας, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ένα ορισμένο βάθος χρόνου ώστε να αποφεύγεται μια εσφαλμένη εκτίμηση που θα στηρίζεται στα πρόσκαιρα και εξαιρετικά καλά ή κακά αποτελέσματα μιας μόνο χρονιάς.


Ετσι μια αντικειμενική, δίκαιη και ασφαλής μέθοδος αποτίμησης της αξίας του σήματος θα ήταν αυτή που θα στηριζόταν στον μέσο όρο των εσόδων από εισιτήρια κατά τα τελευταία X (π.χ., 5) κάθε φορά χρόνια. Το ποσό που θα προκύπτει πολλαπλασιάζεται επί ενός συντελεστή που θα καθορίζει ο νόμος και θα αποτελεί την αξία του σήματος. H αξία αυτή θα σημειώνεται στον ισολογισμό της AAE (στο ύψος που κάθε χρόνο θα προκύπτει βάσει της παραπάνω μεθόδου) και θα μπορεί να συνυπολογίζεται στο σύνολο των ιδίων κεφαλαίων της. Μια τέτοια ρύθμιση βοηθάει στη λύση του προβλήματος που πολλές AAE αντιμετωπίζουν από την εφαρμογή του άρθρου 48 του ν. 2190/1920, που προβλέπει την ανάκληση της αδείας λειτουργίας μιας εταιρείας όταν το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων της πέσει κάτω από το 1/10 του μετοχικού κεφαλαίου της.


Μια άλλη έμμεση αλλά όχι αμελητέα ευμενής επίπτωση που μια τέτοια ρύθμιση θα έχει είναι ότι θα αποτελεί επιπλέον κίνητρο για τις AAE να προσελκύσουν φιλάθλους στα γήπεδα αντιμετωπίζοντας υπεύθυνα τα φαινόμενα βίας και βελτιώνοντας τις συνθήκες ασφαλείας και υγιεινής στις γηπεδικές εγκαταστάσεις.


* Νόμιμη πηγή σημαντικών εσόδων


Το ισχύον νομικό καθεστώς, προβλέποντας μόνο τη δυνατότητα χρήσης του σήματος στις αθλητικές εκδηλώσεις, δεν αφήνει περιθώρια περιουσιακής εκμετάλλευσής του. Ετσι όμως οι AAE, χωρίς να υπάρξει κάποιος σοβαρός νομικός ή άλλος λόγος, στερούνται σημαντικών εσόδων που με βεβαιότητα θα μπορούσαν να έχουν αν διέθεταν τη δυνατότητα να εκμεταλλευθούν τα δικαιώματα του σήματος, παραχωρώντας δηλαδή έναντι οικονομικού ανταλλάγματος άδειες χρήσης του.


Ταυτόχρονα σήμερα ορισμένες AAE, υπό συνθήκες αμφίβολης νομιμότητας, με τη σύμπραξη ή την ανοχή των αθλητικών σωματείων και συνήθως μέσω τρίτων, «θυγατρικών» (τίνος; των AAE δεν προβλέπεται, των διοικούντων; των «ιδιοκτητών»;) εταιρειών, εκμεταλλεύονται εμπορικά το σήμα χωρίς κανένας να ελέγχει ούτε τις διαδικασίες σύναψης των σχετικών συμφωνιών ούτε το περιεχόμενό τους ούτε την κατάληξη των εσόδων από αυτές.


Μια ρύθμιση επομένως των δικαιωμάτων εκμετάλλευσης του σήματος η οποία θα επέτρεπε τη χρήση του για διαφημιστικούς ή εμπορικούς σκοπούς αφενός θα δημιουργούσε μια νόμιμη πηγή σημαντικών εσόδων για τις AAE και αφετέρου θα έθετε τέρμα στην αδιαφανή κατάσταση που σήμερα υπάρχει στο περιθώριο του νόμου.


* Απαντήσεις σε τρία ανοιχτά ζητήματα


Πρώτο ζήτημα: Ποιος θα έχει το δικαίωμα να παραχωρεί άδειες χρήσης του σήματος; Παρ’ ότι, σύμφωνα με τον νόμο, το σήμα «ανήκει» στο ιδρυτικό αθλητικό σωματείο, δικαιούχος του συγκεκριμένου δικαιώματος θα πρέπει να είναι η AAE. Και τούτο γιατί η AAE, αντίθετα με το (ερασιτεχνικό) αθλητικό σωματείο, κινείται στο πλαίσιο του εμπορικού νόμου και όχι μόνο δικαιούται αλλά υποχρεούται να λειτουργεί με επαγγελματισμό επιδιώκοντας το μέγιστο κέρδος.


Δεύτερο ζήτημα: Το αθλητικό σωματείο μπορεί να εμπλέκεται στη διαδικασία παραχώρησης άδειας χρήσης του σήματος; Το αθλητικό σωματείο παραμένει ο «κύριος» του σήματος, ενώ ταυτόχρονα έχει και την ιδιότητα του μετόχου (και μάλιστα με το καθόλου ασήμαντο ποσοστό 10%) της AAE. Και με τις δύο αυτές ιδιότητες – ιδιαίτερα με την πρώτη – το ιδρυτικό σωματείο δικαιούται όχι μόνο να γνωρίζει το περιεχόμενο των συμφωνιών παραχώρησης του σήματος αλλά και να συμμετέχει στη σύναψή τους ώστε να μπορεί εγκαίρως να προστατεύσει το κύρος και την ιστορία του αλλά και τα συμφέροντά του ως μετόχου. Επομένως το αθλητικό σωματείο θα πρέπει να συμμετέχει στις διαδικασίες παραχώρησης άδειας χρήσης του σήματος.


Τρίτο ζήτημα: Τι γίνεται όταν υπάρχουν περισσότερες της μιας AAE από το ίδιο ιδρυτικό σωματείο; Αν γινόταν δεκτό ότι καθεμιά AAE (του ίδιου ιδρυτικού σωματείου) είχε αυτοτελές δικαίωμα να παραχωρεί άδειες χρήσης του σήματος, θα καταλήγαμε είτε στο άτοπο αποτέλεσμα να υπάρχουν ανταγωνιστικά μεταξύ τους προϊόντα με το ίδιο σήμα είτε σε μια κατάσταση σφοδρού ανταγωνισμού ανάμεσα στις «συγγενείς» AAE. Για τον λόγο αυτόν ως πλέον δόκιμη λύση, όταν υπάρχουν περισσότερες από μία AAE του ίδιου ιδρυτικού σωματείου, προβάλλει η από κοινού διαχείριση της εκμετάλλευσης του σήματος. Επειδή, όμως, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, η αξία του σήματος δεν είναι ίδια για κάθε AAE, τόσο το βάρος της συμμετοχής κατά τη διαδικασία σύναψης των σχετικών συμβάσεων όσο και η κατανομή των εσόδων από αυτές πρέπει να υπολογίζονται κατά την αναλογία των αποτιμήσεων του σήματος για κάθε AAE σύμφωνα με τη μέθοδο που αναφέρεται παραπάνω.


* Προσέλκυση αξιόπιστων επενδυτών


Συμπέρασμα: H παραχώρηση αδειών χρήσης του σήματος μπορεί να γίνεται από επιτροπή (λ.χ., Επιτροπή Διαχείρισης Σήματος) στην οποία θα συμμετέχει και εκπρόσωπος του ιδρυτικού αθλητικού σωματείου. Αν υπάρχουν περισσότερες από μία AAE, αυτές θα συμμετέχουν στην επιτροπή σύμφωνα με τη μεταξύ τους αναλογία αποτίμησης του σήματος. Με την ίδια αναλογία θα κατανέμονται και τα έσοδα.


Το περιεχόμενο της πρότασης αυτής κατατείνει να συμπληρώσει, κατά τρόπο απόλυτα συμβατό, το πλαίσιο εξυγίανσης του επαγγελματικού αθλητισμού που ο N. 3057/2002 έχει εισαγάγει, καθώς και να διευκολύνει την προσέλκυση νέων, σοβαρών και αξιόπιστων επενδυτών στον χώρο αυτόν.


Οι εκλογές πέρασαν (το παρόν κείμενο γράφτηκε πριν από τις εκλογές) και ερχόμαστε ξανά αντιμέτωποι με την ουσία των προβλημάτων. Ας ασχοληθούμε με αυτά!


Ο κ. Παναγιώτης Περάκης είναι δικηγόρος και μέλος της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού, ενώ ήταν μέλος της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής που εκπόνησε τον ισχύοντα αθλητικό νόμο 3057/2002.