Διώξεις για απάτη, πλαστογραφία και ξέπλυμα μαύρου χρήματος άσκησε η εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών μετά από τη διαβίβαση πολυσέλιδης δικογραφίας και πολυετή έρευνα της Οικονομικής Αστυνομίας και του ΣΔΟΕ, με αντικείμενο τη συστηματική απάτη με κοινοτικούς πόρους από ομάδα εταιρειών.
Η αρχική έρευνα είχε διενεργηθεί από τη Γενική Διεύθυνση «Κοινωνία των Πληροφοριών και Μέσων Ενημέρωσης» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που είναι υπεύθυνη για την προαγωγή της ανάπτυξης και χρήσης Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνίας μέσω χορήγησης επιχορηγήσεων για την επιλογή προγραμμάτων έρευνας.
Από την έρευνα προέκυψαν ενδείξεις απάτης που συνίσταται στην ανάπτυξη και δραστηριότητα εταιρειών που σχετίζονται μεταξύ τους και συστηματικά κατέθεταν μεγάλο αριθμό προγραμμάτων έρευνας, τα οποία εγκρίνονταν και δημιουργούσαν αξιόλογα παράνομα κέρδη χρησιμοποιώντας εικονικές εταιρείες οι οποίες εμφάνιζαν διογκωμένα ή πλαστά παραστατικά εξόδων.

Η υπόθεση αφορά χρηματικά ποσά, που σε όλη την ΕΕ φαίνεται να φθάνουν τα 25 δισ. ευρώ, από τα κοινοτικά προγράμματα «Πολιτεία» και «Κοινωνία της Πληροφορίας» που δόθηκαν σε ερευνητικά και πιλοτικά προγράμματα τα οποία φέρεται να μην διατέθηκαν για τους σκοπούς που εγκρίθηκαν, αλλά να κατέληξαν σε προσωπικούς λογαριασμούς ή πολυτελή ακίνητα.

Οι Εισαγγελείς κ. κ. Χ. Ντζούρας και Γ. Καλούδης που χειρίστηκαν τη δικογραφία άσκησαν σε βάρος των νομίμων εκπροσώπων και υπαλλήλων των εταιρειών που εμπλέκονται στην υπόθεση την κάτωθι ποινική δίωξη:
– Απάτη σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με το συνολικό περιουσιακό όφελος και την βλάβη να υπερβαίνει τα 150.000 ευρώ,
– Πλαστογραφία μετά χρήσεως, από δράστες που ενεργούν κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, με το συνολικό σκοπούμενο περιουσιακό όφελος να υπερβαίνει τα 120.000 ευρώ.
– Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, από δράστες που ενεργούν κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια.