Το Σύνταγμα του 1864 ήταν το επιστέγασμα της διαδικασίας άσκησης συντακτικής εξουσίας που άρχισε με την «επανάσταση» (κατ’ ουσίαν επρόκειτο για στρατιωτικό κίνημα) του Οκτωβρίου 1862 και την ανατροπή του Οθωνα. Η αιτία ήταν η επιμονή του τελευταίου σε έναν συγκαλυμμένο απολυταρχισμό, ακόμη και μετά τη θέσπιση του Συντάγματος του 1844, μέσω του διορισμού «αυλικών» κυβερνήσεων και της διεξαγωγής εκλογών βίας και νοθείας.
Η επανάσταση δεν αποσκοπούσε στην κατάργηση της βασιλείας αλλά απλώς στη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του πολιτεύματος με την αντικατάσταση της δυναστείας.
Η αναζήτηση του νέου βασιλιά αποτέλεσε έργο της βρετανικής διπλωματίας και η επιλογή του πρίγκιπα της Δανίας Γεωργίου απλώς επικυρώθηκε τον Μάρτιο του 1863 με ψήφισμα της Β’ Εθνικής (Συντακτικής) Συνέλευσης που είχε εκλεγεί στα τέλη του προηγούμενου έτους. Στην Εθνοσυνέλευση επικράτησαν συντηρητικές κατά βάση αντιλήψεις και έτσι δεν επιτεύχθηκε λύση στο θεμελιώδες ζήτημα της εισαγωγής του κοινοβουλευτικού συστήματος, δηλαδή τελικά της οριοθέτησης των παρεμβάσεων του θρόνου στην πολιτική ζωή.
Τα άρθρα 31 και 37 του νέου Συντάγματος έδιναν στον βασιλιά την αρμοδιότητα να διορίζει και να παύει τους υπουργούς «αυτού» (ως να ήταν περίπου προσωπικοί βοηθοί του), χωρίς ειδικότερους περιορισμούς, καθώς και να διαλύει τη Βουλή, ενώ δεν προβλεπόταν καν η υποχρέωση της κυβέρνησης να ζητεί ψήφο εμπιστοσύνης από την τελευταία. Ακόμη ο βασιλιάς διατηρούσε την αρχηγία των Ενόπλων Δυνάμεων και τις αρμοδιότητες κήρυξης πολέμου και σύναψης συνθηκών ειρήνης (άρθρο 25).
Κυβερνήσεις των Ανακτόρων


Αξιόλογη καινοτομία ήταν η ρητή κατοχύρωση των αρχών της άμεσης, καθολικής και μυστικής ψηφοφορίας (άρθρο 66) και της αρχής της εθνικής κυριαρχίας στο άρθρο 21, ενώ καταργήθηκε η Γερουσία. Επρόκειτο εξάλλου για δημοκρατικό Σύνταγμα από την άποψη του φορέα της συντακτικής εξουσίας, αφού αυτή ασκήθηκε από τη Β’ Εθνοσυνέλευση χωρίς ουσιαστική συμμετοχή του νέου βασιλιά.

Χαρακτηριστικό μάλιστα είναι ότι η συμμετοχή του βασιλιά δεν προβλεπόταν ούτε και στη διαδικασία της αναθεώρησης του Συντάγματος, την οποία καθιέρωνε το άρθρο 107 υπό εξαιρετικά αυστηρές προϋποθέσεις (αναθεώρηση μόνο συγκεκριμένων μη θεμελιωδών διατάξεων, εφόσον διαπιστωθεί η ανάγκη αναθεώρησής τους από δύο διαφορετικές Βουλές, σε συνεχόμενες βουλευτικές περιόδους, άμεση διάλυση της δεύτερης Βουλής και λήψη απόφασης από τη νέα αναθεωρητική Βουλή). Υπό τις προϋποθέσεις αυτές το πολίτευμα θεωρήθηκε πλέον «βασιλευόμενη δημοκρατία» αντί της «συνταγματικής μοναρχίας» του Συντάγματος του 1844.

Ολα αυτά όμως λίγο έθιγαν την ουσία του πολιτικού και συνταγματικού προβλήματος της χώρας, που ήταν, όπως προαναφέρθηκε, ο διορισμός κυβερνήσεων της επιλογής των Ανακτόρων, συχνά προερχόμενων από την κοινοβουλευτική μειοψηφία. Η πρακτική εκείνη ακολουθήθηκε κατ’ επανάληψη από τον Γεώργιο Α’ στην αρχή της βασιλείας του και για περισσότερο από μία δεκαετία. Ενίοτε μάλιστα ακολουθούσε η διάλυση της Βουλής και η διεξαγωγή νέων εκλογών υπό την ευθύνη των κυβερνήσεων αυτών, με συνθήκες βίας και νοθείας, όπως ιδίως το 1868 και το 1874, ή και ο προσεταιρισμός αντιφρονούντων βουλευτών με ποικίλες μεθοδεύσεις ώστε να «κατασκευασθεί» φιλοκυβερνητική πλειοψηφία στη Βουλή.
Ο λόγος του… βασιλιά


Η κοινωνική δυσαρέσκεια που προκαλούσαν οι μεθοδεύσεις εκείνες διογκώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1870 και υποχρέωσε τον Γεώργιο να υποχωρήσει διακηρύσσοντας την αρχή της «δεδηλωμένης» στον λόγο του θρόνου κατά την έναρξη των εργασιών της Βουλής τον Αύγουστο του 1875 (ότι, δηλαδή, στο εξής θα θεωρεί «απαραίτητον προσόν των καλουμένων… εις την κυβέρνησιν του τόπου την δεδηλωμένην προς αυτούς εμπιστοσύνην της πλειοψηφίας των αντιπροσώπων του έθνους»). Η αρχή της δεδηλωμένης δεν καθιερώθηκε πάντως ως συνταγματικός κανόνας (δηλαδή, συνταγματικό έθιμο τροποποιητικό των άρθρων 31 και 37 του Συντάγματος του 1864), αλλά μάλλον ως απλή συνθήκη του πολιτεύματος, ενώ το ακριβές περιεχόμενό του παρέμεινε αμφισβητούμενο επί δεκαετίες.
Μια άλλη σημαντική εξέλιξη στην ελληνική συνταγματική ιστορία, προς τα τέλη του 19ου αιώνα, ήταν η νομολογιακή καθιέρωση του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων με επίκληση του αυστηρού (κατ’ άρθρο 107) χαρακτήρα του Συντάγματος του 1864 και της συνακόλουθης διαφοράς τυπικής ισχύος μεταξύ αυτού και του νόμου.
Την αρχή του τέλους του Συντάγματος του 1864 σηματοδότησε ένα νέο στρατιωτικό κίνημα, τον Αύγουστο του 1909 στου Γουδή, το οποίο οδήγησε μέσα σε σύντομο διάστημα στην κατάρρευση των παλιών κομμάτων και έτσι άνοιξε τον δρόμο για την εξουσία στον Ελευθέριο Βενιζέλο. Στο πλαίσιο των εξελίξεων αυτών έλαβε χώρα συνταγματική μεταβολή το 1910-1911. Η μεταβολή εκείνη, αν και ονομάστηκε «αναθεώρηση» του Συντάγματος, συντελέστηκε στην πραγματικότητα κατά παράβαση των διαδικαστικών προδιαγραφών του άρθρου 107 του Συντάγματος του 1864: η ανάγκη αναθεώρησης διαπιστώθηκε από μία μόνη Βουλή (τον Φεβρουάριο του 1910) και όχι από δύο συνεχόμενες, ενώ η αναθεώρηση δεν συντελέστηκε από την Α’ αναθεωρητική Βουλή που εκλέχθηκε τον Αύγουστο του 1910, αλλά, αφού αυτή διαλύθηκε μετά δύο μόλις μήνες, από τη Β’ αναθεωρητική Βουλή, ύστερα από νέες εκλογές τον Νοέμβριο του ίδιου έτους. Πάντως ούτε το νέο Σύνταγμα του 1911 καθιέρωσε ρητά την αρχή της «δεδηλωμένης» και έτσι δεν εμπόδισε τις αντισυνταγματικές και προδοτικές ενέργειες του βασιλιά Κωνσταντίνου που δρομολόγησαν τον εθνικό διχασμό το 1915.
Ο κ. Κώστας Χρυσόγονος είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ