Την υπαγωγή του Σκοπευτηρίου της Καισαριανής στο Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ), καθώς βρίσκεται στη λίστα των 3.151 κρατικών «φιλέτων» που μεταβιβάστηκαν πρόσφατα προς εκποίηση, κατήγγειλε την Δευτέρα η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, κυρία Θεανώ Φωτίου στη Βουλή, στο πλαίσιο επίκαιρης ερώτησης για την συγχώνευση ΟΣΚ –ΔΕΠΑΝΟΜ –ΘΕΜΙΣ, που κατέθεσε προς το υπουργείο Υποδομών και Ανάπτυξης.
Μάλιστα, το υπουργείο απέφυγε να τοποθετηθεί σε σχέση με την καταγγελία και, στο μεταξύ, έκανε γνωστό το περιεχόμενο της νέας νομοθετικής ρύθμισης για την τριπλή συγχώνευση των κατασκευαστικών εταιριών του δημοσίου που προβλέπει μεταβατική λειτουργία τριών μηνών με τρεις διακριτούς κλάδους υποδομών, δηλαδή, υγείας, δικαιοσύνης και εκπαίδευσης, αντίστοιχα.
«Έχετε εντάξει σε αυτήν τη λίστα κάτι που είναι ανεπίτρεπτο ιστορικά. Έχετε εντάξει σε αυτήν τη λίστα, την έκταση του Σκοπευτηρίου Καισαριανής, 99 στρεμμάτων, φοβερής και τρομακτικής ιστορικής μνήμης για τον τόπο. Αυτή η έκταση δεν ξεπουλιέται, κύριε Υπουργέ. Είναι μεγάλο ατόπημα ότι την εντάξατε σε αυτή τη λίστα. Ο ΟΣΚ αυτήν την έκταση θα την απέδιδε στο Δήμο Καισαριανής. Εξηγήστε μου, σας παρακαλώ, πώς βρέθηκε η ιστορική έκταση του Σκοπευτηρίου της Καισαριανής μέσα στην αξιοποίηση της περιουσίας του ΟΣΚ ΑΕ» είπε η κυρία Φωτίου, απευθυνόμενη στον αναπληρωτή υπουργό κ. Σταύρο Καλογιάννη, χωρίς, όμως να εισπράξει απάντηση για την εν λόγω καταγγελία.
Σύμφωνα με τον κ. Καλογιάννη, με νέα νομοθετική ρύθμιση, η νέα εταιρεία («Κτιριακές Υποδομές») «θα λειτουργεί για ένα μεταβατικό διάστημα τριών μηνών περίπου με τρεις διακριτούς κλάδους που αφορούν σε υποδομές υγείας, σε υποδομές δικαιοσύνης και σε εκπαιδευτικές υποδομές αντίστοιχα». «Μετά την πάροδο του τριμήνου η νέα εταιρεία θα εποπτεύεται αποκλειστικά από τον Υπουργό Ανάπτυξης, ενώ παράλληλα θα δημιουργηθούν νέοι κανονισμοί σε ό,τι αφορά την εσωτερική λειτουργία της εταιρείας και τα έργα» τόνισε ο αναπληρωτής υπουργός.
Όπως τόνισε, έχει γίνει ειδική πρόβλεψη για το προσωπικό που υπηρετεί σήμερα στις τρεις υπό συγχώνευση εταιρείες, το οποίο «καθίσταται αυτοδικαίως, προσωπικό της νέας ανώνυμης εταιρείας, στην οποία και μεταφέρεται και βεβαίως θα συνεχίσει να παρέχει τις υπηρεσίες του».
Στην ερώτησή της, η κυρία Φωτίου σημείωσε ότι η συγχώνευση των δύο εταιριών εκκρεμεί παρουσιάζει «εδώ και δυόμισι χρόνια σε μία εξαιρετικά ασαφή και περίεργη εκκρεμότητα», αφού, παρόλο που η κοινή υπουργική απόφαση για την απορρόφηση της ΘΕΜΙΣ ΑΕ και της ΔΕΠΑΝΟΜ ΑΕ από τον ΟΣΚ έχει εκδοθεί από τον Νοέμβριο του 2011, συγχώνευση δεν έγινε. Μάλιστα, με κατοπινές ρυθμίσεις μεταφέρθηκαν στον ΟΣΚ «τα έργα της ΚΕΔ ΑΕ και μέρους του προσωπικού της, καθώς και το προσωπικό του Ινστιτούτου Οικονομίας Κατασκευών», όπως τόνισε η βουλευτής.
Σύμφωνα με τον κ. Καλογιάννη, εκκρεμεί ακόμη «η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στις αιτήσεις παροχής εγγυήσεων του σωματείου εργαζομένων και των πιστωτών της ΔΕΠΑΝΟΜ, παρά το γεγονός ότι οι αιτήσεις αυτές συζητήθηκαν από κοινού τον περασμένο Δεκέμβριο, δηλαδή εδώ και πέντε μήνες».
«Το Υπουργείο, παρ’ όλα αυτά, έχει ετοιμάσει κι έχει ήδη καταθέσει σχετική νομοθετική ρύθμιση για τη συντέλεση της συγχώνευσης των τριών ανωνύμων εταιρειών», τόνισε, η οποία, όπως συμπλήρωσε, «είναι θέμα χρόνου να κατατεθεί σε ένα από τα επόμενα σχέδια νόμου που θα έρθουν στη Βουλή»
Η κυρία Φωτίου χαρακτήρισε θετική την διασφάλιση των θέσεων εργασίας, αλλά και του έργου του ΟΣΚ. Όπως σημείωσε, «το ενδιαφέρον με τον ΟΣΚ είναι ότι μία μελέτη που εκπονείται από τους εργαζόμενους στον ΟΣΚ στοιχίζει στο κράτος 25% του συνόλου που θα πλήρωνε το κράτος σε μία ιδιωτική εταιρεία», αν και πρόσθεσε ότι τα τελευταία χρόνια το προσωπικό του έχει μειωθεί κατά 75%, όταν το έργο του οργανισμού πολλαπλασιάζεται.
«Δεν τίθεται κανένα απολύτως θέμα με την «ΟΣΚ ΑΕ», όπως δεν τίθεται και κανένα άλλο θέμα και με τη «ΔΕΠΑΝΟΜ» και την «ΘΕΜΙΔΑ» απάντησε ο κ. Καλογιάννης, υπογραμμίζοντας ότι από την έκδοση της απόφασης συγχώνευσης έως σήμερα, ο ΟΣΚ έχει δημοπρατήσει έργα ύψους 80 εκατ. ευρώ.
Το Σκοπευτήριο της Καισαριανής είναι προστατευμένος και αναγνωρισμένος ως ιστορικός τόπος από το υπουργείο Πολιτισμού, αφού κατά την διάρκεια της Ναζιστικής Κατοχής, δεκάδες αγωνιστές εκτελέστηκαν εκεί από τους κατακτητές.
Αποκορύφωμα της κτηνωδίας ήταν η μαζική εκτέλεση 200 κομμουνιστών, οι οποίοι είχαν μεταφερθεί από το στρατόπεδο Χαϊδαρίου, την 1η Μάη του 1944 ως αντίποινα στη δολοφονία ενός Γερμανού στρατηγού και της συνοδείας του στην Λακωνία, που είχε γίνει σημειωθεί λίγες ημέρες νωρίτερα.