Ο Γκοντάρ την ανακάλυψε. Ο Κισλόφσκι την ανέδειξε. Ο Μιγκέλα την έκανε διάσημη διεθνώς. Εφέτος, η Ζυλιέτ Μπινός, που ενέπνευσε τους πιο σπουδαίους ευρωπαίους σκηνοθέτες, πρωταγωνιστεί στη νέα ταινία του Αμπάς Κιαροστάμι και κερδίζει πανηγυρικά το βραβείο γυναικείας ερμηνείας στο τελευταίο Φεστιβάλ των Καννών. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Γάλλοι την αποκαλούν «LaBinoche». Στα 46 της χρόνια αποτελεί ήδη πολιτιστική κληρονομιά.

Ενας άνδρας και μια γυναίκα περπατούν στα γραφικά σοκάκια κάποιου χωριού της Τοσκάνης. Συζητούν, αναλύουν, τσακώνονται. Γνωρίζονται, φλερτάρουν, χωρίζουν. Εξομολογούνται, αποκαλύπτονται ή ερμηνεύουν ρόλους. Φαινομενικά, μιλούν για την τέχνη: Για το αν μπορεί να κρύβεται κάποια αξία σε ένα «Γνήσιο αντίγραφο» (ο τίτλος της ταινίας) ενός έργου ή κατά πόσον ο άνθρωπος θα πρέπει να αναζητεί πάντα το αυθεντικό, το «αληθινό». Στην ουσία ψάχνουν να βρουν την αλήθεια στους ίδιους, τη γνησιότητα στη ζωή, στη σχέση, στο συναίσθημά τους. Αγνωστοι σε πρώτο ραντεβού ή παλιοί εραστές που παίζουν ένα παιχνίδι γνωριμίας από την αρχή; Δεν θα το μάθουμε ποτέ.

Δεν έχει σημασία άλλωστε. Ο Αμπάς Κιαροστάμι στήνει ένα φιλμικό πείραμα επάνω στις ανθρώπινες σχέσεις και παρατηρεί με πόνο τα πειραματόζωά του να συγκρούονται με αλαζονική βεβαιότητα μεταξύ τους και με τα κάγκελα των προσωπικών κλουβιών τους. «Ο Αμπάς είναι βέβαιος ότι οι άνδρες και οι γυναίκες δεν μπορούν ποτέ πραγματικά να επικοινωνήσουν» εξηγεί η Ζυλιέτ Μπινός, καθισμένη σχεδόν βασιλικά στον κήπο ξενοδοχείου της Κρουαζέτ. Ντυμένη κομψά, με ψηλοτάκουνες γόβες και μεταξωτό φόρεμα, κρατά την πλάτη της στητή και τα πόδια της σταυρωτά σε ένα θηλυκό κλείδωμα, όσο χέρια, μάτια και στόμα κινούνται παθιασμένα πυροβολώντας λέξεις. Αυτή η αντίστιξη είναι ό,τι τη χαρακτηρίζει: Η πιο φινετσάτη, εύθραυστη φατσούλα του ευρωπαϊκού σινεμά των τελευταίων δύο δεκαετιών είναι ταυτόχρονα μια γυναίκα σαρωτική, στιβαρή, υπολογίσιμη.

Αιθέρια σαν μούσα, εκρηκτική ως πρωτομάστορας της τέχνης της. Οσκαρική ηθοποιός που τολμά να αποτινάξει το στίγμα και να γίνει μοντέλο γνωστής μάρκας καλλυντικών. Καταξιωμένη κινηματογραφική πρωταγωνίστρια, που στα 43 της αποφασίζει να εκτεθεί παίρνοντας μέρος σε χορευτική παράσταση η οποία έκανε τον γύρο του κόσμου. Ιδιωτική γυναίκα ενώ έχει γίνει μητέρα δύο παιδιών από διάσημους εραστές. «Δεν είμαστε μόνο ένα πράγμα. Και ίσως ο Αμπάς έχει δίκιο. Η πάλη να εξισορροπήσουμε τόσο πολλούς ρόλους, τόσο πολλούς εαυτούς, δεν μας επιτρέπει να επικοινωνούμε. Μένουμε τελικά μόνοι» χαμογελά πλατιά, με υγρά μάτια.

Κυρία Μπινός, ο Αμπάς Κιαροστάμι στήνει μία ταινία φιλοσοφική, γεμάτη ερωτήματα στα οποία ποτέ δεν απαντά. Εσείς έχετε τις δικές σας ερμηνείες; Ποιο είναι αυτό το ζευγάρι; Η σχέση τους είναι αυθεντική ή γνήσιο αντίγραφο μιας ζωής που έχει τελειώσει;
«Δεν θα τολμούσα ποτέ να αποκρυπτογραφήσω τις προθέσεις του Αμπάς. Στην ταινία μπήκα χωρίς ερωτήσεις, με διάθεση να χαθώ μέσα στον ρόλο και να ανακαλύψω αυτήν τη γυναίκα στην πορεία, μέσα μου. Βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα την αναζήτηση της “αλήθειας”. Στη ζωή είμαστε τόσα πράγματα ταυτόχρονα, σε μια σχέση βγάζουμε τόσα πρόσωπα και είναι όλα δικά μας. Ζούμε τους πολλαπλούς “ρόλους” μας με πάθος και ίσως αυτό να πλησιάζει στο ποιοι είμαστε στ’ αλήθεια. Γιατί και ένα γνήσιο αντίγραφο μπορεί να είναι “αυθεντικό”. Για παράδειγμα, μια ταινία είναι απομίμηση της ζωής ή μία ειλικρινής προσπάθεια αναπαράστασης ζωής; Και αν το αντίγραφο δεν έχει αξία, τότε πώς μας συγκινεί μια ταινία και όχι η καθημερινότητά μας; Η ένταση ενός γνήσιου αντίγραφου μπορεί να είναι πιο αληθινή από την πραγματική ζωή».

Σε όλη την καριέρα σας δεν σας θυμάμαι σε ρόλο μιας τόσο θυμωμένης γυναίκας. Η ηρωίδα σας βγάζει οργή μέσα από τον πόνο της. Σας ήταν δύσκολο να παίξετε τόσο κόντρα στη φυσική σας πραότητα;
«Πιστέψτε με, δεν είμαι τόσο ήπια όσο δείχνω. Είμαι τα πάντα. Μπορεί να μην είχα εκφράσει αυτό το κομμάτι του εαυτού μου ποτέ. Ισως οι παλαιότεροι ρόλοι μου να ήταν περισσότερο εύθραυστοι, παρά επιθετικοί. Τη γυναίκα αυτή, όμως, την κατάλαβα. Ο άνδρας δεν τη βλέπει πια. Εχει σταματήσει να τη “βλέπει”. Είναι αόρατη μπροστά του και αυτό την κάνει κομμάτια. Γι’ αυτό συσπάται, φωνάζει, σπάει, τσακίζει. Θέλει να τον κάνει να τη δει. Θέλει και εκείνη να δει τον εαυτό της όπως πραγματικά είναι. Γι’ αυτό αρχίζει και πετάει τα περιττά: Βγάζει το κραγιόν της, τα παπούτσια της, το σουτιέν της. Γδύνεται μπροστά του, μπροστά μας. Θέλει να βρει την αλήθεια της. Θέλει να την αγαπήσουν».

Εκείνος είναι διάσημος συγγραφέας, εκείνη η σύζυγος που μεγαλώνει μόνη το παιδί τους. Ενα παλιό γνωμικό λέει ότι «πίσω από κάθε επιτυχημένο άνδρα κρύβεται μια δυναμική γυναίκα». Μήπως η αλήθεια είναι ότι πίσω από κάθε επιτυχημένο καλλιτέχνη κρύβεται ένας σύντροφος που έρχεται σε δεύτερη μοίρα; Εχετε νιώσει ότι η τέχνη, το σινεμά είναι πιο διεκδικητικός εραστής από αυτόν με τον οποίο μοιράζεστε τη ζωή σας;
«Σίγουρα, αλλά αυτό είναι το τίμημα. Οταν αφοσιώνεσαι σε κάτι με πάθος, δεν ξεχνάς τον εραστή σου. Ξεχνάς τον εαυτό σου. Δεν είσαι εκεί για τον σύντροφό σου, γιατί δεν είσαι εκεί για εσένα την ίδια. Η ισορροπία κατακτάται μόνο όταν και ο άλλος έχει το δικό του πάθος. Ακόμη πιο δύσκολο είναι να ισορροπήσεις τις ενοχές σου απέναντι στα παιδιά σου. Τα παιδιά μου δεν ήταν “ατύχημα”. Πάλεψα να τα κάνω. Και όμως, πρέπει να τα αφήσω πίσω για να γυρίσω μια ταινία. Νιώθω ενοχές, αλλά κλείνω την πόρτα και φεύγω. Γιατί, αν δεν το κάνω, νιώθω ενοχές απέναντι σε μένα».

Αληθεύει ότι ο Κιαροστάμι έγραψε αυτόν τον ρόλο έχοντας μόνο εσάς στο μυαλό του; Γνωρίζεστε από παλιά;
«Είμαστε φίλοι εδώ και μία δεκαετία. Ταιριάξαμε αμέσως καθώς, εκτός από το σινεμά, μοιραζόμαστε μια βαθιά αγάπη για την ποίηση. Επίσης, και οι δυο μας ζωγραφίζουμε. Με κάλεσε, λοιπόν, πέρυσι στην Τεχεράνη και, την ώρα που τρώγαμε, μου διηγήθηκε την ιστορία του ζευγαριού σαν να ήταν προσωπική του ιστορία με κάποια παλιά ερωμένη του. Οταν τελείωσε, σκούπιζα τα δάκρυά μου και εκείνος έβαλε τα γέλια. Μου είπε ότι με ξεγέλασε και ότι αυτό ήταν απλώς το σενάριο για την ταινία που έγραψε για μένα. Δεν τον πίστεψα».

Θεωρείτε δηλαδή ότι η ταινία είναι αυτοβιογραφική;
«Πιστεύω ότι μπορεί να άλλαξε κάποια πράγματα, αλλά η ουσία της ιστορίας είναι κάτι που του έχει συμβεί. Αλλωστε στο σινεμά δεν βγάζεις κυριολεκτικά τον εαυτό σου. Κάποια στιγμή ο Αμπάς μού εξομολογήθηκε ότι αισθάνεται πιο κοντά στην ηρωίδα. Εκείνος μεγάλωσε τα παιδιά του. Σε μια κοινωνία όπως αυτή του Ιράν, το να αναλάβει άνδρας τον μητρικό ρόλο είναι μεγάλο άλμα. Δείχνει κάποιον με πραγματική ευαισθησία και διάθεση να καταλάβει το άλλο φύλο. Γι’ αυτό και ο Αμπάς είναι τόσο γενναιόδωρος με τις πρωταγωνίστριές του. Μου έκανε εντύπωση ο χρόνος που θυσίαζε για να με περιμένει να “ανοιχτώ”. Δεν έστηνε την κάμερα με σκοπό να εκβιάσει το συναίσθημα. Αφηνε το φιλμ να τρέχει στους ρυθμούς μου. Αυτό είναι δώρο για τον ηθοποιό».

Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, Λεό Καράξ, Κριστόφ Κισλόφσκι, Μίκαελ Χάνεκε, Αντονι Μινγκέλα, μερικοί μόνο από τους εξαιρετικούς σκηνοθέτες με τους οποίους έχετε συνεργαστεί. Είναι ο σκηνοθέτης το πρώτο σας κριτήριο όταν επιλέγετε μια ταινία;
«Ναι. Για να μπορέσω να μάθω, να αναπτυχθώ, να καλλιεργήσω τη δουλειά μου, πρέπει να είμαι στα χέρια ενός ανθρώπου με όραμα. Πρέπει να με εμπνεύσει να ξεδιπλωθώ, να του επιτρέψω να με χρησιμοποιήσει για να δείξει το όραμά του. Αυτή είναι μια πολύ επώδυνη, ανασφαλής και τόσο, μα τόσο, γοητευτική διαδικασία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο βρίσκομαι σε αυτήν τη δουλειά. Αυτό είναι το ταξίδι. Αυτή είναι η αναζήτηση. Οι σκηνοθέτες είναι εξερευνητές. Ανακαλύπτουν νέους τόπους και νιώθω το ίδιο και για μένα: Είναι και δική μου ανάγκη να ανακαλύπτω νέους τόπους μέσα μου. Δεν έχω κάποιον αγαπημένο, γιατί καθένας είναι διαφορετικός. Ο Κισλόφσκι ήταν γεμάτος αμφιβολίες – δεν ήταν σίγουρος για καμία απόφασή του. Ανέτρεπε συνεχώς τα δεδομένα του και σε έκανε συνοδοιπόρο στις αναζητήσεις του. Ο Χάνεκε, από την άλλη, έχει πάντα πολύ ξεκάθαρο στόχο. Εκεί γίνεσαι το πινέλο ενός καλλιτέχνη που δεν ζωγραφίζει με κάρβουνο αλλά με λαδομπογιά και έντονα χρώματα».

Υπάρχει μια σκηνή σας μπροστά στον καθρέφτη όπου το πρόσωπό σας αλλάζει, το βλέμμα σας γκρεμίζεται μαρτυρώντας την ένταση στην οποία βρίσκεται η ηρωίδα σας. Οταν φτάνετε στο σημείο να κατακτάτε την ένταση ενός ρόλου, πώς μετά μπορείτε να τον αφήσετε πίσω σας;
«Δεν τον αφήνω πίσω μου, διότι τον βρήκα μέσα μου. Αρα, τον κουβαλάω. Παλιά, πίστευα ότι όλες οι ηρωίδες που έχω παίξει είναι αδελφές. Μετά κατάλαβα ότι παίζω μία ηρωίδα – εμένα. Κοιτάξτε, η δουλειά του ηθοποιού δεν έχει καμία σχέση με την ψυχαγωγία. Απαιτεί προσπάθεια, αφοσίωση, αγάπη. Δουλεύεις με το πρόσωπο, τα μάτια, το μυαλό, το ένστικτο, τα πόδια, τα χέρια, με τις ευαισθησίες με ό,τι έχεις. Δουλεύεις για να εκφράσεις όσα δεν εκφράζονται, αλλά έχεις την ανάγκη να τα μοιραστείς. Η κάμερα είναι καθρέφτης. Μόνο που δεν αποτυπώνει τη μακιγιαρισμένη σου όψη, αλλά το εσωτερικό σου τοπίο».

Θυμάστε τη στιγμή που αποφασίσατε ότι αυτό είναι το κάλεσμά σας, να γίνετε ηθοποιός;
«Η επιθυμία πρέπει να γεννήθηκε όταν ήμουν πολύ μικρή, στο σχολείο. Επαιζα ρόλους με τους συμμαθητές μου προσπαθώντας να επιβιώσω εκεί μέσα. Θυμάμαι όμως το πρωί που ανακοίνωσα στη μητέρα μου την απόφασή μου. Ημουν γύρω στα 15, τρώγαμε πρωινό. Με κοίταξε πολύ ήρεμα και το μόνο που μου είπε είναι ότι με περιμένουν πολλές ανηφόρες και σκληρή δουλειά. “Δεν φτάνει να έχεις ένα ωραίο πρόσωπο, γιατί κάποια στιγμή θα το χάσεις”».

Νιώσατε ποτέ την αγωνία της ηλικίας;
«Οχι με τον τρόπο που περίμενα. Δεν ήμουν ποτέ δέσμια της εξωτερικής μου εμφάνισης και αυτό με βοήθησε να συμφιλιωθώ με τις αλλαγές. Η μητρότητα ήταν το πρώτο πράγμα που με γείωσε. Ξαφνικά δεν ήμουν το κέντρο του κόσμου. Περισσότερο, πάντως, με απελευθέρωσε η συνειδητοποίηση ότι ο χρόνος περνάει. Μικρή, ήμουν περισσότερο ανασφαλής και φοβισμένη. Μεγαλώνοντας, καταρρέουν οι αυταπάτες και τα ταμπού σου. Στα 43 μου αποφάσισα να πάρω μέρος σε μια χορευτική παράσταση. Μπορεί και να γινόμουν ρεζίλι. Ε, και; Τι ακριβώς είχα να χάσω;».

Ζούμε όμως σε εποχές που υμνούν την αιώνια νιότη. Ειδικά το επάγγελμά σας την απαιτεί.
«Τι να σας πω, δεν ξέρω. Οπως σε όλα τα πράγματα στη ζωή, έτσι και εδώ εισπράττεις ό,τι έχεις καλλιεργήσει. Δεν πούλησα ποτέ το προφίλ της ενζενί. Επέλεξα να δουλεύω με σκηνοθέτες που τους ενδιαφέρει να κινηματογραφούν αληθινούς ανθρώπους. Οχι ιδέες για το πώς πρέπει να μοιάζουν οι γυναίκες. Η δική τους κάμερα, λοιπόν, μου επιτρέπει να γερνάω. Και πώς θα μπορούσα να σας το κρύψω; Γερνάω».

Η ταινία «Γνήσιο αντίγραφο» κάνει πρεμιέρα στις ελληνικές αίθουσες την Πέμπτη 4 Νοεμβρίου.

Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 524, σελ. 26-30, 31/10/2010.