Είναι δυνατόν η ομάδα του αίματός μας να μας προδιαθέτει για την ανάπτυξη μιας ασθένειας ή αντίθετα να μας προστατεύει από μια άλλη; Οι γιατροί είχαν παρατηρήσει τέτοιες συσχετίσεις από πολύ παλιά, αλλά παρέμεναν πάντοτε σχεδόν ανεκδοτολογικές. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών όμως σύγχρονες μέθοδοι γονιδιωματικής ανάλυσης, αλλά και κλασικού τύπου επιδημιολογικές μελέτες έχουν φέρει στο φως πληθώρα δεδομένων που συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι η ομάδα του αίματός μας σχετίζεται με κάποιες ασθένειες, μεταξύ των οποίων και ο καρκίνος. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα σύνδεσης ομάδας αίματος με ασθένεια προέρχεται από μελέτη αμερικανών επιστημόνων, αφορά τις καρδιοπάθειες και δημοσιεύθηκε στην έγκριτη ιατρική επιθεώρηση «The Lancet» (τεύχος 377, 2011, σελ. 383-392).

Ενα έμφραγμα, πολλά γονίδια

Η γενετική της στεφανιαίας νόσου και των εμφραγμάτων του μυοκαρδίου έχει αποδειχθεί δύσκολη υπόθεση για τους ερευνητές. Παρά το γεγονός ότι οι ασθένειες αυτές σαφώς ενέχουν μια κληρονομική συνιστώσα, η μεταβίβασή τους από γενιά σε γενιά δεν υπακούει στους νόμους του Μέντελ. Ετσι, οι ερευνητές θεωρούν ότι πρόκειται για πολυπαραγοντικές νόσους, για νόσους δηλαδή που προκύπτουν από την αλληλεπίδραση διαφόρων κληρονομήσιμων στοιχείων (διαφορετικές εκδοχές γονιδίων) μεταξύ τους, αλλά και με το περιβάλλον.

Ενα σχετικά νέο εργαλείο μελέτης πολυπαραγοντικών ασθενειών έχει προκύψει μετά την αποκωδικοποίηση του ανθρωπίνου γονιδιώματος: ονομάζεται μελέτη genome – wide association και πρακτικώς συνδέει την εμφάνιση ασθενειών με χαρακτηριστικές αλλαγές σε συγκεκριμένες θέσεις του γονιδιώματος. Βασικό πλεονέκτημα αυτών των μελετών είναι ότι δεν ξεκινούν από καμία υπόθεση. Ο ερευνητής δηλαδή δεν έχει μια υπόθεση την οποία προσπαθεί να αποδείξει, αλλά καλείται μετά το πέρας της μελέτης να δημιουργήσει την υπόθεση με βάση τα αποτελέσματα που θα προκύψουν από αυτήν.

Περιττό να πούμε ότι οι επιστήμονες που ασχολούνται ερευνητικά με την καρδιολογία έσπευσαν να αξιοποιήσουν το εργαλείο αυτό: εννέα διαφορετικές μελέτες που πραγματοποιήθηκαν την τελευταία δεκαετία εντόπισαν 14 γενετικές θέσεις, οι οποίες σχετίζονται με την ανάπτυξη της στεφανιαίας νόσου. Παρ’ όλα αυτά, οι γενετικές θέσεις που εντοπίστηκαν δεν μπορούν να εξηγήσουν περισσότερο από το 15%-20% της κληρονομικότητας της νόσου που αποτελεί πρώτο βήμα προς το έμφραγμα. Οι ειδικοί δεν αιφνιδιάστηκαν από το μικρό ποσοστό: ο δρόμος από μια κανονική αρτηρία ως το έμφραγμα είναι μακρύς και περιλαμβάνει μια σειρά παθολογικές διαδικασίες (από την αρχή σχηματισμού των αθηρωματικών πλακών, την αύξησή τους, τη ρήξη τους, τη θρόμβωση και τελικώς τη στέρηση οξυγόνου από τον καρδιακό ιστό). Είναι αναμενόμενο λοιπόν καθεμία από αυτές να έχει διαφορετική γονιδιακή ρύθμιση.

Το ΑΒΟ στην καρδιολογία

Αυτό ακριβώς θέλησαν να μελετήσουν ερευνητές του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια: Είναι άραγε διαφορετικοί οι γενετικοί παράγοντες που προδιαθέτουν για τη στεφανιαία νόσο από αυτούς που προδιαθέτουν για το έμφραγμα; Προκειμένου να απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα επέλεξαν προσεκτικά τους εθελοντές των οποίων το γονιδίωμα θα εξέταζαν και πραγματοποίησαν δύο μελέτες: στην πρώτη συνέκριναν ασθενείς με στεφανιαία νόσο με υγιείς εθελοντές (οι στεφανιαίες αρτηρίες των οποίων εξετάστηκαν με αγγειογραφία προκειμένου να διαπιστωθεί ότι όντως δεν έφεραν αθηρωματικές πλάκες), ενώ στη δεύτερη συνέκριναν ασθενείς με στεφανιαία νόσο που έπαθαν έμφραγμα με ασθενείς με στεφανιαία νόσο αλλά χωρίς έμφραγμα.
Διαπίστωσαν ότι διαφορετικοί γονιδιακοί τόποι σχετίζονταν με την ύπαρξη αθηρωματικής πλάκας και διαφορετικοί με τα εμφράγματα: έτσι, η παρουσία μια συγκεκριμένης εκδοχής του γονιδίου ADAMTS7 προδιαθέτει για τη δημιουργία αθηρωματικής πλάκας, αλλά δεν σχετίζεται με τα εμφράγματα. (Οι ερευνητές εκτιμούν ότι η πρωτεΐνη που κωδικοποιείται από το γονίδιο ADAMTS7 πιθανότατα επιδρά στο μέγεθος των αθηρωματικών πλακών αλλά όχι στη σταθερότητά τους). Επίσης, διαπίστωσαν ότι το γονίδιο ΑΒΟ σχετίζεται με τα εμφράγματα σε ένα περιβάλλον αθηρωμάτωσης, χωρίς όμως να έχει σχέση με την αθηρωμάτωση αυτή καθαυτή.

Σπάνια τα εμφράγματα στην ομάδα Ο

Οπως είναι γνωστό, όμως, το γονίδιο ABO καθορίζει τις ομάδες αίματος. Ειδικότερα, το γονίδιο κωδικοποιεί τη σύνθεση δύο πρωτεϊνών της τρανσφεράσης Α (α 1-3-Ν-ακετυλ-γαλακτοζαμυνίλο τρανσφεράση) και της τρανσφεράσης Β (α 1-3-γαλακτοζυλοτρανσφεράση), οι οποίες «ντύνουν» με σάκχαρα επιφανειακές πρωτεΐνες της επιφάνειας των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Μια μετάλλαξη του γονιδίου έχει ως αποτέλεσμα να μη δημιουργείται λειτουργική τρανσφεράση και τα άτομα που τη φέρουν ανήκουν στην ομάδα αίματος Ο.

Η μειωμένη δράση γλυκοζυλοτρανσφεράσης σε άτομα της ομάδας αίματος Ο είχε ως αποτέλεσμα «τη μείωση του κινδύνου για έμφραγμα σε περιβάλλον στεφανιαίας νόσου, ενώ ταυτόχρονα προστάτευε ενάντια σε θρομβοεμβολή», όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται στο άρθρο των αμερικανών επιστημόνων. Με άλλα λόγια, από την εργασία των ερευνητών του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια προέκυψε ότι τα άτομα της ομάδας αίματος Ο είναι προστατευμένα από εμφράγματα σε σχέση με άτομα των άλλων ομάδων, ακόμη και αν έχουν εμφανίσει στεφανιαία νόσο.

Το να σχετίζονται οι ομάδες αίματός μας με τα εμφράγματα φαίνεται λογικό, δεδομένου ότι οι θρομβώσεις συμβαίνουν στο αίμα. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια οι ομάδες αίματος εμφανίζουν συσχετίσεις με μια σειρά ασθενειών χωρίς να είναι προφανής η αιτιολογία. Ετσι, ο παγκρεατικός καρκίνος, ο γαστρικός καρκίνος, τα πεπτικά έλκη, ο επιθηλιακός καρκίνος των ωοθηκών, ο καρκίνος του δέρματος, αλλά και η υπογονιμότητα εμφανίζονται να έχουν σχέση με την ομάδα του αίματός μας.

Ζωτικός ρόλος στο πάγκρεας

Ο συσχετισμός του καρκίνου του παγκρέατος με τις ομάδες αίματος δεν είναι καινούργιος: επιδημιολογικές μελέτες, οι οποίες καταδεικνύουν ότι τα άτομα της ομάδας αίματος Ο εμφανίζουν τη νόσο σε μικρότερα ποσοστά από τις υπόλοιπες ομάδες, υπάρχουν από τη δεκαετία του 1950. Ωστόσο μόλις τα τελευταία χρόνια κατέστη δυνατή η περαιτέρω διερεύνηση και επαλήθευση αυτού του φαινομένου. Στις 2 Αυγούστου 2009 αμερικανοί ερευνητές του Εθνικού Ινστιτούτου Καρκίνου δημοσίευσαν στην επιθεώρηση «Nature Genetics» άρθρο που επαλήθευε τις παλαιότερες μελέτες. Ειδικότερα, πραγματοποιώντας μια genome-wide association μελέτη, στην οποία αναζητούσαν ποικιλομορφίες στα γονιδιώματα 2.457 ασθενών με καρκίνο του παγκρέατος και 2.654 υγιών εθελοντών, διαπίστωσαν ότι όντως τα άτομα της ομάδας Ο είναι σχετικά προστατευμένα από τη νόσο σε σχέση με άτομα των υπόλοιπων ομάδων.

Μια δεύτερη μελέτη και πάλι αμερικανών επιστημόνων του Ινστιτούτου για τον Καρκίνο Dana-Farber προσδιόρισε ότι σε σχέση με άτομα της ομάδας Ο τα άτομα της ομάδας Α είχαν 32% περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν καρκίνο του παγκρέατος, τα άτομα της ομάδας ΑΒ 51% περισσότερες πιθανότητες και τα άτομα της ομάδας Β 72% περισσότερες. Με δεδομένο ότι οι πρωτεΐνες που ντύνουν με σάκχαρα την επιφάνεια των ερυθρών αιμοσφαιρίων επιτελούν την ίδια λειτουργία και στα παγκρεατικά κύτταρα, η συσχέτιση της ομάδας αίματος και του κινδύνου εμφάνισης της νόσου δεν είναι αξιοπερίεργη.

Ωστόσο οι ερευνητές εκτιμούν ότι τα προαναφερθέντα ευρήματα δεν είναι τόσο σημαντικά ώστε να χρησιμοποιηθεί η ομάδα αίματος ως προγνωστικός δείκτης εμφάνισης της νόσου. Η αληθινή τους αξία έγκειται στο γεγονός ότι δείχνουν στους επιστήμονες ποιες ερευνητικές οδούς πρέπει να ακολουθήσουν για να διαλευκάνουν την αιτιολογία της νόσου. Προς το παρόν, πάντως, οι αμερικανοί ερευνητές τονίζουν ότι αποτελέσματα σαν και αυτά, όσο και αν δείχνουν ενδιαφέροντα, δεν είναι αρκετά για να αποδείξουν μια αληθινή σχέση μεταξύ της ομάδας αίματος και του καρκίνου του παγκρέατος. Πιθανότατα, λένε, το γονίδιο ΑΒΟ δεν είναι παρά ένας δείκτης για την παρουσία άλλων γονιδίων στην ίδια γειτονιά, που συνδέονται αμεσότερα με αυτό το είδος καρκίνου και… περιμένουν να ανακαλυφθούν.

Πιο ευάλωτο δέρμα

Αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του δέρματος και ειδικότερα βασικοκυτταρικό και ακανθοκυτταρικό καρκίνο του δέρματος εμφανίζουν τα άτομα της ομάδας αίματος Ο, σύμφωνα με μελέτη ερευνητών του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Αντίθετα, το μελάνωμα, η επιθετικότερη μορφή καρκίνου του δέρματος, δεν φάνηκε να σχετίζεται με τις ομάδες αίματος. Οι αμερικανοί ερευνητές μελέτησαν δεδομένα που αφορούσαν 70.650 γυναίκες και 24.820 άνδρες, οι οποίοι παρακολουθήθηκαν ιατρικά για δεκαετίες (οι γυναίκες ήταν νοσοκόμες και οι άνδρες προσωπικό νοσοκομείων). Κατά τη διάρκεια της μελέτης 685 άτομα εμφάνισαν μελάνωμα, 1533 ακανθοκυτταρικό καρκίνο του δέρματος και 19.860 βασικοκυτταρικό καρκίνο του δέρματος. Χρησιμοποιώντας μαθηματικά μοντέλα που επιτρέπουν τον υπολογισμό του κινδύνου οι αμερικανοί ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα άτομα που δεν ανήκαν στην ομάδα Ο είχαν 14% μικρότερο κίνδυνο εμφάνισης ακανθοκυτταρικού και 4% μικρότερο κίνδυνο εμφάνισης βασικοκυτταρικού καρκίνου. Τα αποτελέσματά τους δημοσιεύθηκαν στη διαδικτυακή επιθεώρηση «PlosOne» και, όπως τονίζεται στο άρθρο τους, θα απαιτηθεί περαιτέρω έρευνα προκειμένου να καθοριστούν οι μηχανισμοί μέσω των οποίων οι ομάδες αίματος επιδρούν στην εμφάνιση των εν λόγω καρκίνων του δέρματος.


Εμπλοκή και στις ωοθήκες

Από τον ίδιο πληθυσμό γυναικών (τις νοσοκόμες που έλαβαν μέρος σε εκτενή επιδημιολογική μελέτη) αντλήθηκαν τα δεδομένα που αφορούν τον συσχετισμό του επιθηλιακού καρκίνου των ωοθηκών και των ομάδων αίματος. Ειδικότερα, μεταξύ 49.153 γυναικών που παρακολουθήθηκαν για μία δεκαετία 234 ανέπτυξαν καρκίνο των ωοθηκών. Οι αμερικανοί ερευνητές που πραγματοποίησαν τη μελέτη χρησιμοποίησαν κατάλληλα μαθηματικά μοντέλα για να υπολογίσουν τον κίνδυνο εμφάνισης της νόσου με βάση την ομάδα αίματος των ασθενών. Σύμφωνα με το άρθρο τους, το οποίο δημοσιεύθηκε τον περασμένο Ιανουάριο στην επιθεώρηση «International Journal of Cancer», «η παρουσία του αντιγόνου Β σχετίζεται θετικά με την εμφάνιση καρκίνου των ωοθηκών, ενώ η ομάδα αίματος Α δεν έδειξε παρόμοια συσχέτιση. Πιο εκτεταμένες έρευνες απαιτούνται για την επιβεβαίωση της συσχέτισης, αλλά και για να διερευνηθούν οι μηχανισμοί μέσω των οποίων η ομάδα αίματος μπορεί να συμβάλει στον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου των ωοθηκών».

Εμμεσος ρόλος στο γαστρεντερικό

Μια μελέτη διάρκειας 35 ετών, στην οποία αξιοποιήθηκαν δεδομένα που αφορούσαν 1.089.022 άτομα, πραγματοποιήθηκε από σουηδούς ερευνητές του Ινστιτούτου Καρολίνσκα προκειμένου να εξετασθεί η πιθανή σχέση της ομάδας αίματος με τον γαστρικό καρκίνο και τα πεπτικά έλκη. Σύμφωνα με το σχετικό άρθρο των σουηδών επιστημόνων, το οποίο δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «American Journal of Epidemiology», τα δεδομένα συγκεντρώθηκαν από τα σουηδικά και δανέζικα αρχεία των εθελοντών αιμοδοτών. Στο διάστημα των 35 ετών υπήρξαν 688 γαστρικοί καρκίνοι και 5.667 πεπτικά έλκη. Η στατιστική ανάλυση έδειξε ότι τα άτομα της ομάδας αίματος Α είχαν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης γαστρικών καρκίνων, ενώ τα άτομα της ομάδας Ο είχαν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης πεπτικών ελκών. Αναφερόμενος στα ευρήματα της ερευνητικής ομάδας του ο δρ Gustaf Edgren σημείωσε ότι η συσχέτιση δεν μπορεί να θεωρηθεί σχέση αιτίου – αιτιατού, προσθέτοντας: «Θα μπορούσε π.χ. να σημαίνει ότι τα άτομα της ομάδας Α είναι περισσότερο ευαίσθητα σε παράγοντες κινδύνου για γαστρικούς καρκίνους, όπως είναι το κάπνισμα, το αλκοόλ ή τα αντιφλεγμονώδη μη στεροειδή φάρμακα. Αντίστοιχα, μπορεί τα άτομα της ομάδας Ο να είναι περισσότερο ευαίσθητα στο ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού, το οποίο προκαλεί τα πεπτικά έλκη».

Παράγοντας γονιμότητας

Η ικανότητα μιας γυναίκας να συλλάβει μετά την ηλικία των 35 ετών φαίνεται ότι σχετίζεται και με την ομάδα αίματός της. Αυτό προέκυψε από μελέτη αμερικανών επιστημόνων του Πανεπιστημίου Yale και του Ιατρικού Κολεγίου Albert Einstein της Νέας Υόρκης, η οποία παρουσιάστηκε στο ετήσιο συνέδριο της αμερικανικής Εταιρείας Αναπαραγωγικής Ιατρικής. Οι ερευνητές μελέτησαν 560 γυναίκες μέσης ηλικίας 35 ετών, οι οποίες προσπαθούσαν να τεκνοποιήσουν με τη βοήθεια τεχνικών υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Διαπίστωσαν ότι όσες από αυτές ανήκαν στην ομάδα αίματος Ο είχαν μεγαλύτερα ποσά της ορμόνης FSH (folllicle-stimulating hormone), η οποία αποτελεί ένδειξη της ποσότητας και της ποιότητας των ωαρίων που διαθέτει μια γυναίκα (όσο μεγαλύτερα τα επίπεδα της FSH τόσο μικρότερες οι πιθανότητες σύλληψης). Αν και τα προαναφερθέντα αποτελέσματα κρίθηκαν ενδιαφέροντα από την επιστημονική κοινότητα, καθόλου δεν παρέχουν απόδειξη για τη μειωμένη ικανότητα τεκνοποίησης των γυναικών που ανήκουν στην ομάδα Ο. Σύμφωνα με τους ειδικούς, η μελέτη θα πρέπει να επαναληφθεί και σε αυτή να συμπεριληφθούν γυναίκες του γενικού πληθυσμού και όχι μόνο όσες κατά τεκμήριο αντιμετωπίζουν προβλήματα υπογονιμότητας (αφού επελέγησαν από κλινικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής).


ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΟΜΑΔΕΣ ΑΙΜΑΤΟΣ ΑΒΟ
Το αίμα είναι ένας σύνθετος ιστός με πολλούς κυτταρικούς τύπους και πλήθος πρωτεΐνες. Τα ερυθρά αιμοσφαίρια του αίματος φέρουν στην επιφάνειά τους πρωτεΐνες, οι οποίες ονομάζονται συγκολλητινογόνα (στην ουσία πρόκειται για αντιγόνα). Υπάρχουν δύο διαφορετικοί τύποι συγκολλητινογόνων: οι Α και Β. Οι ομάδες αίματος προκύπτουν από την ταυτότητα των συγκολλητινογόνων στην επιφάνεια των ερυθρών αιμοσφαιρίων: άτομα της ομάδας Α φέρουν συγκολλητινογόνα Α, άτομα της ομάδας Β φέρουν συγκολλητινογόνα Β, άτομα της ομάδας ΑΒ φέρουν και τους δύο τύπους συγκολλητινογόνων, ενώ άτομα της ομάδας Ο δεν φέρουν κανένα.

Τα συγκολλητινογόνα στην επιφάνεια των ερυθρών αιμοσφαιρίων συντίθενται με τη βοήθεια δύο διαφορετικών ενζύμων, τα οποία με τη σειρά τους κωδικοποιούνται από δύο διαφορετικές «εκδοχές» (αλληλόμορφα στη γλώσσα των βιολόγων) του ίδιου γονιδίου. Το γονίδιο ονομάζεται ΑΒΟ και η τρίτη εκδοχή του είναι μεταλλαγμένη με τρόπο που απαγορεύει τη σύνθεση λειτουργικού ενζύμου. Η απουσία ενζύμου εξηγεί και την απουσία συγκολλητινογόνων στα άτομα της ομάδας Ο.