Δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσει κανείς υπέρ της άποψης ότι η προπηλακισμός ατόμων με των οποίων την άποψη δεν συμφωνούμε δεν συνάδει διόλου με τη δημοκρατία και την ελευθερία της έκφρασης.

Διερωτάται όμως κανείς αν οι νεαροί που επιτέθηκαν εχθές στον καθηγητή Τζέιμς Γουότσον γνώριζαν τι ποιούσαν. Αν γνώριζαν ενάντια σε ποιόν και σε τι εξέφραζαν την αντίθεσή τους.

Κρίνοντας από το σύνθημα στο πανό τους ότι «η γενετική είναι συνώνυμη του Ναζισμού», είναι προφανές ότι μπέρδεψαν τη γενετική με την ευγονική. Η δεύτερη αφενός «άνθισε» πολύ πριν ο Γουότσον διαλευκάνει τη δομή του DNA και αφετέρου δεν συνιστά επιστήμη. Αποτελεί ίσως μια από τις χειρότερες στιγμές στην ιστορία της ανθρωπότητας όπου σκοτεινοί πολιτικοί στόχοι ενδύθηκαν τον επιστημονικό μανδύα.

Παρά το μπέρδεμα, αληθινό ή μη, των νεαρών που αμαύρωσαν για άλλη μια φορά την εικόνα του ελληνικού Πανεπιστημίου, το ερώτημα που αναδεικνύεται είναι αν η επιστήμη επιδέχεται χαρακτηρισμών; Υπάρχει ναζιστική, προοδευτική ή επαναστατική επιστήμη; Μπορεί ένα επιστημονικό πεδίο να είναι καλό ή κακό;

Όχι! Το μοναδικό χρέος της επιστήμης είναι να διερευνά χρησιμοποιώντας την παρατήρηση και το πείραμα και να επαληθεύει ή να διαψεύδει τις υποθέσεις της, χωρίς να λαμβάνει υπ-όψιν κοινωνικές, πολιτικές, θρησκευτικές απόψεις. Μπορεί να είναι έως τραγικό το γεγονός ότι πολλές φορές τα επιστημονικά δεδομένα δεν συνάδουν με τις δικές μας πεποιθήσεις. Αλλά έτσι είναι! Η Γη θα συνέχιζε να γυρίζει ακόμη και αν όλοι διαφωνούσαμε με αυτό!

Η ελευθερία της οποίας πρέπει να χαίρει η επιστημονική διερεύνηση όμως δεν πρέπει να επεκτείνεται στις εφαρμογές των επιστημονικών καρπών. Εδώ, είναι απαραίτητη η κοινωνική συναίνεση (πράγμα που καθιστά επίσης απαραίτητη την εκπαίδευση των πολιτών σε επιστημονικά θέματα, αλλά αυτό είναι ένα άλλο τεράστιο θέμα…).

Ο Γουότσον δεν φαίνεται να έχει καμμιά ψευδαίσθηση σχετικά με τις δυσχέρειες που μπορεί να γεννήσει η επιστήμη του: «Η ιδέα του γενετικού ντετερμινισμού είναι έμφυτα ανησυχητική για την ανθρώπινη ψυχή, καθώς μας αρέσει να πιστεύουμε ότι έχουμε τον έλεγχο της μοίρας μας. Κανένας δεν αισθάνεται άνετα στη σκέψη ότι, ως ανθρώπινα όντα, όλοι διαθέτουμε ένα ή περισσότερα «κακά» γονίδια τα οποία θα μπορούσαν να μειώσουν την δυνατότητά μας να απολαύσουμε πλήρως τις ζωές μας. Και δεν αντλούμε απαραιτήτως ευχαρίστηση από την προοπτική ότι κάποια μέρα η γενετική θεραπεία θα επιτρέψει στους επιστήμονες να εμπλουτίσουν το γενετικό υλικό των απογόνων μας. Αντιθέτως, υπάρχει αληθινή ανησυχία σχετικά με το αν τα παιδιά μας ή οι κυβερνήσεις τους αποφασίζουν ποιά γονίδια είναι καλά γι αυτά» σημειώνει στις σελίδες 196 και 197 του κεφαλαίου Γονίδια και Πολιτική (Genes and Politics) στο βιβλίο του «A passion for DNA. Genes, Genomes and Society», Εκδόσεις Cold Spring Harbor Laboratory Press, 2000.

Όσο για το αν ο «πατέρας» της διπλής έλικας του DNA είναι ρατσιστής, η απάντηση βρίσκεται στη συνέχεια του ίδιου κειμένου: «Η γενετική ως επιστημονικό πεδίο θα πρέπει να πασχίζει να βρίσκεται στην υπηρεσία των ανθρώπων και όχι των κυβερνήσεων. Θα πρέπει να εργάζεται για την άμβλυνση των γενετικών ανισοτήτων που προκύπτουν από τις τυχαίες μεταλλάξεις που δημιουργούν τις γενετικές ασθένειες. Ποτέ ξανά δεν θα πρέπει οι γενετιστές να θεωρηθούν υπηρέτες πολιτικών και κοινωνικών αφεντικών που έχουν ανάγκη υποτιθέμενες αποδείξεις γενετικών ανισοτήτων για να δικαιολογήσουν τις μεροληπτικές κοινωνικές πολιτικές τους».