Εχουμε καμιά φορά την εντύπωση ότι ορισμένα θέματα είναι τόσο γνωστά ώστε να μην υπάρχει ανάγκη να ασχοληθεί κανείς μαζί τους. Ωσπου ανακαλύπτουμε την άγνοιά μας: αφορμή για το σημερινό άρθρο υπήρξε το γεγονός ότι στον γυναικοκρατούμενο μικρόκοσμο του γραφείου μας ο καθένας είχε τη δική του άποψη για τα της μαστογραφίας! Πότε πρέπει μια γυναίκα να κάνει την πρώτη μαστογραφία; Μπορεί να την αντικαταστήσει με υπέρηχο; Ετέθη όντως εν αμφιβόλω η αξία της μαστογραφίας σε σχέση με την πρόληψη θανάτων από καρκίνο του μαστού; Προσφέρουν άραγε περισσότερα η σύγχρονη τεχνολογία και οι νέες διαγνωστικές τεχνικές; Απαντήσεις σε αυτά και άλλα ερωτήματα αναζητήσαμε στη βιβλιογραφία και στους επιστήμονες που ασχολούνται με το θέμα.


Κλασική μαστογραφία


H μαστογραφία, η χρήση δηλαδή ακτίνων X για την απεικόνιση του μαστού, υπήρξε για δεκαετίες η μόνη μέθοδος για την ανίχνευση όγκων και την έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου του μαστού. Στις αρχές του 2000 όμως ένα άρθρο σουηδών επιστημόνων στη βρετανική επιθεώρηση «The Lancet» (τεύχος 8ης Ιανουαρίου) αμφισβήτησε την αξία της τεχνικής αυτής στην πρόληψη θανάτων από τη νόσο, προκαλώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις: ακολούθησαν άλλα άρθρα που επανεξέταζαν τα ίδια δεδομένα (και κατέληγαν σε διαφορετικό συμπέρασμα!), αλλά και μελέτες που εξέταζαν επί μέρους θέματα σχετικά με τη μαστογραφία. Κατάληξη; Να εκτιμηθεί η αξία της τεχνικής με τα υπέρ και τα κατά τα οποία πρέπει να συνεκτιμώνται σε κάθε περίπτωση.


Ο ομότιμος καθηγητής Μαστολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης κ. Νικόλαος Παπανικολάου είναι κατηγορηματικός ως προς την αξία της μαστογραφίας: «H μαστογραφία υπήρξε και παραμένει το κατ’ εξοχήν εργαλείο ελέγχου των γυναικών για καρκίνο του μαστού! Εφαρμόζεται για πολλά χρόνια διεθνώς και είναι οικεία στους γιατρούς. Πρέπει βεβαίως να γίνεται από έμπειρο ακτινολόγο και να τηρούνται όλες οι προδιαγραφές». Εξίσου κατηγορηματικός είναι και ο Δρ Κωνσταντίνος Κουφόπουλος, Ειδικός Ακτινοδιαγνωστής, ο οποίος επισημαίνει ότι «η κακοήθεια του μαστού είναι ο συχνότερος γυναικείος καρκίνος και η πρώτη αιτία θανάτου γυναικών ηλικίας από 35 ως 55 ετών». H μαστογραφία θα μπορούσε να βοηθήσει να ανατραπούν τα παραπάνω θλιβερά δεδομένα, ωστόσο προς το παρόν η ελληνική πραγματικότητα είναι μάλλον ζοφερή. Οπως εξηγεί ο Δρ Κουφόπουλος, «είναι χαρακτηριστικό ότι στις ΗΠΑ το 50% των μαστογραφιών που γίνονται κάθε χρόνο εντοπίζει καρκίνους σε υποκλινική φάση, δηλαδή σε πολύ πρώιμο στάδιο. Αν και στη χώρα μας, όπως πιθανώς γνωρίζετε, δεν υπάρχει αρχείο νεοπλασιών και κατά συνέπεια δεν διαθέτουμε καλά στατιστικά δεδομένα, το αντίστοιχο ποσοστό εκτιμάται μόλις στο 5%! Αρκεί να σας πω ότι εντοπίζονται περιστατικά με προχωρημένο καρκίνο του μαστού στην πρώτη μαστογραφία που κάνει μια γυναίκα».


H μοναδικότητα της μαστογραφίας ως μέσου προληπτικού ελέγχου μεγάλων ομάδων γυναικών επισημαίνεται σε πληθώρα βιβλιογραφικών αναφορών αλλά και οδηγιών που δίνονται από τις υγειονομικές αρχές διαφόρων χωρών. Στα υπέρ της συγκαταλέγεται η δυνατότητα ανίχνευσης μικρών όγκων που δεν έχουν ακόμη μεταφερθεί στους λεμφαδένες, πράγμα που με τη σειρά του έχει ως επακόλουθο χειρουργικές επεμβάσεις μικρότερης έκτασης και λιγότερο τοξικές θεραπείες. Στα κατά της μαστογραφίας συγκαταλέγονται τα ψευδώς θετικά αποτελέσματα και το γεγονός ότι συχνά οδηγούν σε μη αναγκαίες βιοψίες. Παρ’ όλα αυτά, όλοι συμφωνούν ότι η μαστογραφία αποτελεί μια μοναδική ασπίδα προστασίας εναντίον του καρκίνου του μαστού ειδικά όταν γίνεται από καλά εκπαιδευμένο επιστήμονα. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι η μελέτη που έγινε αφορμή να αμφισβητηθεί η μαστογραφία εξέτασε δεδομένα των δεκαετιών ’80 και ’90. Από τότε έχει υπάρξει θεαματική βελτίωση στις δυνατότητες της κλασικής μαστογραφίας, ενώ έχουν αναπτυχθεί και άλλες τεχνικές. Ετσι σήμερα οι γιατροί μπορούν να επιλέξουν την κατάλληλη τεχνική για το κατάλληλο άτομο. Από την κλασική και την ψηφιακή μαστογραφία ως τον υπέρηχο και την τομογραφία, οι γιατροί έχουν στη διάθεσή τους όπλα ικανά να προστατεύσουν όλες εκείνες που κάνουν το πρώτο βήμα αυτοπροστασίας, την ετήσια προληπτική εξέταση!


Ψηφιακή μαστογραφία


H ψηφιακή μαστογραφία αποτελεί τη «φυσική» εξέλιξη της κλασικής αναλογικής μαστογραφίας. Πρακτικά, για την εξεταζόμενη δεν υπάρχει καμία διαφορά. Υπάρχει ωστόσο διαφορά των τεχνικών που εφαρμόζονται για την λήψη της εικόνας: στην ψηφιακή μαστογραφία το φιλμ των ακτίνων X αντικαθίσταται από ανιχνευτές στερεάς φάσης, οι οποίοι μετατρέπουν τις ακτίνες X σε ηλεκτρικά σήματα. Τα σήματα αυτά παράγουν την εικόνα του μαστού η οποία εμφανίζεται στην οθόνη ενός υπολογιστή. Τα πλεονεκτήματα της ψηφιακής μαστογραφίας εξήγησε ο Δρ Κουφόπουλος: «H ψηφιακή μαστογραφία προσφέρει μεγαλύτερη διακριτική ικανότητα (πράγμα που ελαχιστοποιεί την πιθανότητα λάθους διάγνωσης) και παρέχει στους γιατρούς δυνατότητες που δεν παρείχε η αναλογική, όπως η μεγέθυνση των ύποπτων περιοχών και η αλλαγή του κοντράστ (για να καταστούν ευκρινέστερα τα πιθανά προβληματικά σημεία). Τέλος, η χρήση υπολογιστή επιτρέπει την αποθήκευση των δεδομένων όλων των μαστογραφιών κάθε γυναίκας και την ανάκλησή τους για συγκριτικές μελέτες».


Την υπεροχή της ψηφιακής μαστογραφίας ειδικά για την εξέταση νέων γυναικών με πυκνούς μαστούς κατέδειξε μελέτη ερευνητών του Πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνας. Υποστηριζόμενοι από το Εθνικό Ινστιτούτο για τον Καρκίνο (National Cancer Institute) της χώρας τους, οι αμερικανοί επιστήμονες συμπεριέλαβαν στη μελέτη τους 49.528 υγιείς γυναίκες. Οι εθελόντριες υποβλήθηκαν τόσο στην κλασική όσο και στην ψηφιακή μαστογραφία την ίδια ημέρα, ενώ κλήθηκαν να απαντήσουν σε σειρά ερωτήσεων σχετικών με την υγεία τους. Δύο διαφορετικοί έμπειροι ακτινολόγοι αξιολόγησαν τα ευρήματα των μαστογραφιών κάθε γυναίκας. Οι διαπιστώσεις των αμερικανών ειδικών περιγράφονται σε άρθρο τους στη δικτυακή έκδοση της ιατρικής επιθεώρησης «New England Journal of Medicine» στις 16 Σεπτεμβρίου του 2005. Σύμφωνα με τα συνολικά αποτελέσματα της μελέτης, και οι δύο τεχνικές απεδείχθησαν εφάμιλλες σε ό,τι αφορά τη διαγνωστική ακρίβεια. Σε γενικές δε γραμμές απεκάλυπταν όγκους που ήταν σε παρόμοιο στάδιο. Οταν όμως τα αποτελέσματα ομαδοποιήθηκαν, διαπιστώθηκε ότι η ψηφιακή μαστογραφία ήταν καλύτερη για τη διάγνωση της παρουσίας όγκων σε τρεις κατηγορίες γυναικών: σε εκείνες που ήταν νεότερες από 50 ετών, σε εκείνες που διέθεταν πυκνούς μαστούς και σε προεμμηνοπαυσικές ή σε γυναίκες που μόλις έμπαιναν στην εμμηνόπαυση.


Το πρακτικό συμπέρασμα της παραπάνω μελέτης είναι ότι, ενώ οι εμμηνοπαυσικές γυναίκες άνω των 50 ετών με μη πυκνούς μαστούς θα μπορούσαν ίσως να περιοριστούν στην κλασική μαστογραφία, οι νεότερες γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας με πυκνούς μαστούς θα είχε νόημα να εξετάζονται με τη βοήθεια της ψηφιακής μαστογραφίας. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η ψηφιοποιημένη απεικόνιση των αποτελεσμάτων δεν είναι ταυτόσημη με την ψηφιακή μαστογραφία! Καλό θα ήταν να γίνονται διευκρινιστικές ερωτήσεις για να διαπιστώνεται αν ο ίδιος ο μαστογράφος, και όχι η απεικόνιση των αποτελεσμάτων, είναι αναλογικός ή ψηφιακός.


Ο υπέρηχος


H κεφαλή που χρησιμοποιείται στην εξέταση με υπερήχους είναι ταυτόχρονα πομπός και δέκτης: αποστέλλει ηχητικά κύματα υψηλής συχνότητας και από την αντανάκλασή τους δημιουργεί την εικόνα του μαστού στην οθόνη ενός υπολογιστή. Ο υπέρηχος χρησιμοποιείται συμπληρωματικά στη διάγνωση: αν ένας όγκος εντοπιστεί με τη μαστογραφία ή την ψηλάφηση του μαστού, ο υπέρηχος είναι το κατάλληλο μέσο για να διαπιστωθεί αν αυτός είναι συμπαγής (πιθανότατα καλόηθες ινωαδένωμα ή καρκινικός όγκος) ή γεμάτος υγρό (καλοήθης κύστη). Οπως εξηγεί ο Δρ Κουφόπουλος, «ο υπέρηχος δεν μπορεί να αντικαταστήσει την μαστογραφία. Αποτελεί όμως ένα άριστο συμπληρωματικό εργαλείο διάγνωσης, ειδικά τα τελευταία χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων η τεχνολογία των υπερήχων βελτιώθηκε σημαντικά. Ετσι, ο υπέρηχος αποτελεί εξαιρετικό εργαλείο για τον έλεγχο του εσωτερικού τοιχώματος των κύστεων. Αντιθέτως, υστερεί στην ανίχνευση βλαβών, όπως η διαταραχή της αρχιτεκτονικής του μαστού, ή στη διερεύνηση του χαρακτήρα των αποτετανώσεων».


Μαγνητική τομογραφία


H μαγνητική τομογραφία (για την ακρίβεια, τομογραφία μαγνητικού συντονισμού) αξιοποιεί μαγνητικά πεδία για τη δημιουργία εικόνων τών προς εξέταση οργάνων και έχει αποδειχθεί πολύτιμο διαγνωστικό εργαλείο σε πληθώρα περιπτώσεων. Αν και το κόστος της την καθιστά μάλλον απρόσιτη για τον προληπτικό έλεγχο του γενικού πληθυσμού, η μαγνητική τομογραφία χρησιμοποιείται σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις για τη διάγνωση του καρκίνου του μαστού. Ετσι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη διαλεύκανση της ταυτότητας ενός όγκου που ανιχνεύθηκε με ψηλάφηση αλλά δεν είναι ορατός με μαστογραφία ή υπέρηχο ή στον έλεγχο νέων γυναικών (με πυκνούς μαστούς) των οποίων το οικογενειακό ιστορικό δικαιολογεί ενδελεχή εξέταση.



* Ο καρκίνος του μαστού είναι ο συχνότερος καρκίνος μεταξύ των γυναικών.


* Αποτελεί την πρώτη αιτία θανάτου γυναικών ηλικίας από 35 ως 55 ετών.


* H αιτιολογία της νόσου παραμένει άγνωστη.


* Στους παράγοντες κινδύνου συγκαταλέγονται η κληρονομικότητα, η πρώιμη εμμηναρχή, η παχυσαρκία και ο τρόπος ζωής, όπως η μεγάλη κατανάλωση οινοπνευματωδών και το κάπνισμα.


* Το 85% των γυναικών που εμφανίζουν καρκίνο του μαστού δεν έχουν οικογενειακό ιστορικό για τη νόσο.


* Μόνο το 10%-15% των περιστατικών καρκίνου του μαστού αποδίδεται σε κληρονομικούς παράγοντες.


* Αλλαγές (μεταλλάξεις) στα γονίδια BRCA1, BRCA2 και ορισμένα άλλα (όπως το p53 και το προσφάτως ανακαλυφθέν BARD1, το οποίο αφορά ειδικά τον πληθυσμό της Ευρώπης) αυξάνουν την πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου του μαστού.


* Οι γενετικές εξετάσεις μπορούν να καταδείξουν την ύπαρξη αυτών των μεταλλάξεων. Τα αποτελέσματα αυτών των εξετάσεων πρέπει να ερμηνεύονται από ειδικούς επιστήμονες καθώς εκφράζουν ποσοστό κινδύνου και όχι βεβαιότητα εμφάνισης της νόσου.


* H παρουσία των παραπάνω μεταλλάξεων δεν είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη για την ανάπτυξη της νόσου (δεν αναπτύσσουν καρκίνο του μαστού όλες οι γυναίκες που φέρουν τις συγκεκριμένες μεταλλάξεις).


* Αντιστοίχως, η απουσία των μεταλλάξεων δεν σημαίνει ότι μια γυναίκα είναι θωρακισμένη απέναντι στη νόσο (η πλειονότητα των περιστατικών δεν οφείλεται σε κληρονομικότητα: 8 στις 10 γυναίκες με καρκίνο του μαστού δεν είχαν οικογενειακό ιστορικό για τη νόσο).


* H αυτοεξέταση και η μαστογραφία είναι οι καλύτεροι τρόποι πρώιμης διάγνωσης του καρκίνου του μαστού.


* H πρώτη μαστογραφία αναφοράς πρέπει να γίνεται στα 35 έτη.


* Στη συνέχεια, ανά διετία ως το τεσσαρακοστό έτος.


* Από το τεσσαρακοστό έτος και εντεύθεν, η εξέταση πρέπει να επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο.


* Ο καλύτερος χρόνος για την πραγματοποίηση της μαστογραφίας είναι 2-3 ημέρες μετά το πέρας της εμμήνου ρύσεως.


* H ψηφιακή μαστογραφία, η οποία παρέχει μεγαλύτερη διακριτική ικανότητα, ενδείκνυται για νέες γυναίκες με πυκνούς μαστούς.


* Οι υπέρηχοι δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να αντικαταστήσουν τη μαστογραφία γιατί είναι διαγνωστικά φτωχοί σε περιπτώσεις κακοήθειας. Αποτελούν ωστόσο πολύτιμο συμπληρωματικό εργαλείο για τη διαλεύκανση αμφίσημων αποτελεσμάτων της μαστογραφίας.


* H αιματολογική εξέταση για καρκινικούς δείκτες δεν είναι επαρκής για την πρώιμη διάγνωση του καρκίνου του μαστού: όταν οι καρκινικοί δείκτες είναι ανιχνεύσιμοι στο αίμα, ο συγκεκριμένος καρκίνος βρίσκεται ήδη σε προχωρημένο στάδιο.


H σταθερή αξία της αυτοεξέτασης


Κατά τον καθηγητή κ. Νικόλαο Παπανικολάου, η αυτοεξέταση είναι εξίσου σημαντική με τη μαστογραφία. Υπερτερεί δε σε σχέση με την ψηλάφηση από τον γιατρό, καθώς κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει καλύτερα το σώμα μας από εμάς τις ίδιες. Ετσι μπορούμε να διαπιστώσουμε ευκολότερα και την παραμικρή μεταβολή. Ο έλληνας γιατρός εξηγεί πώς πρέπει να γίνεται η αυτοεξέταση: «Καλό είναι η αυτοεξέταση να γίνεται μία-δύο ημέρες μετά το πέρας της εμμήνου ρύσεως. (Το ίδιο εξάλλου ισχύει και για τη μαστογραφία.) Προκειμένου να εξεταστεί ένας μαστός φέρουμε το αντίστοιχο χέρι στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Με το άλλο χέρι, ψηλαφούμε κυκλικά τον μαστό αρχίζοντας από πάνω και κινούμενοι με τη φορά των δεικτών του ρολογιού. Αν χωρίζαμε τον μαστό σε τέσσερα τμήματα (φανταστείτε δύο νοητούς άξονες που τέμνονται στο κέντρο της θηλής), μεγάλη σημασία θα πρέπει να δοθεί στο άνω εξωτερικό τεταρτημόριο. Εχει διαπιστωθεί ότι το 45% των όγκων που εντοπίζονται εκεί με την αυτοεξέταση αποδεικνύονται καρκινικοί, ενώ τα ποσοστά είναι πολύ μικρότερα για τα άλλα τεταρτημόρια. Ειδικότερα, μόνο το 15% των όγκων του άνω εσωτερικού τεταρτημορίου αποδεικνύονται καρκινικοί, το 10% του κάτω εξωτερικού και μόλις το 5% του κάτω εσωτερικού. Περιττό να πούμε ότι, εφόσον διαπιστωθούν αλλαγές κατά την αυτοεξέταση, θα πρέπει να αναφερθούν αμέσως στον γιατρό. Τέλος, κατά την αυτοεξέταση δεν θα πρέπει να παραλείπεται και η σύνθλιψη της θηλής ώστε να διαπιστωθεί αν υπάρχουν εκκρίματα. Τα εκκρίματα θα πρέπει πάντοτε να αναφέρονται καθώς είναι ύποπτα, αν όχι για κακοήθεια ίσως για ορμονικές διαταραχές που καλό θα ήταν να αντιμετωπίζονται».