ΠΑΡΙΣΙ, ΜΑΡΤΙΟΣ


Βλέποντας κάποιος τις γυναίκες που είχαν συγκεντρωθεί την Πέμπτη το απόγευμα στη μεγάλη αίθουσα του κτιρίου της UNESCO στο Παρίσι, θα μπορούσε εύκολα να συμπεράνει ότι ο χώρος των επιστημών γυναικοκρατείται. Εκατοντάδες γυναίκες – μέλη ακαδημιών, πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, ερευνητικών κέντρων, εκπρόσωποι της πολιτικής, επιχειρηματικής και κοινωνικής ζωής της γαλλικής πρωτεύουσας – παραβρέθηκαν στην απονομή των εφετινών βραβείων του προγράμματος «Για τις γυναίκες στην Επιστήμη» που τελεί υπό την αιγίδα της UNESCO και χρηματοδοτείται από τη L’ Oréal. Πρόκειται για ένα πρόγραμμα που επιβραβεύει με ένα μεγάλο χρηματικό ποσό κάθε χρόνο τις προσπάθειες πέντε γυναικών – μιας από κάθε ήπειρο – στον χώρο της έρευνας και των επιστημών. Παράλληλα, μέσω του προγράμματος αυτού, χορηγούνται κάθε χρόνο 15 υποτροφίες σε ισάριθμες γυναίκες που πραγματοποιούν έρευνα σε διδακτορικό επίπεδο. Με την κάλυψη μιας επιστημονικής επιτροπής που περιλαμβάνει μερικά από τα πιο γνωστά ονόματα στον χώρο των βιοεπιστημών, ο θεσμός «Για τις γυναίκες στην Επιστήμη» είναι πράγματι μια αξιέπαινη προσπάθεια για την προβολή και τη στήριξη του έργου γυναικών επιστημόνων από κάθε γωνιά του πλανήτη μας, οι οποίες εργάζονται συχνά υπό αντίξοες συνθήκες για να συνεισφέρουν με τον τρόπο τους στην έρευνα αιχμής. Ταυτόχρονα ο θεσμός αυτός μάς θυμίζει μια μεγάλη αλήθεια: ότι η εκπροσώπηση των γυναικών στην επιστήμη είναι ακόμη πολύ χαμηλή σε διεθνές επίπεδο και ότι οι γυναίκες χρειάζονται περισσότερα κίνητρα και μεγαλύτερη βοήθεια για να ξεπεράσουν τα εμπόδια που ορθώνονται μπροστά τους.


Για ποιο λόγο οι γυναίκες είναι λιγότερες από τους άνδρες στον χώρο των επιστημών; Εχετε σκεφτεί άραγε γιατί υπάρχουν λιγότερες ερευνήτριες Μοριακής Βιολογίας σε σχέση με τους άνδρες συναδέλφους τους, τη στιγμή που από τα αμερικανικά και τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια αποφοιτούν κάθε χρόνο περισσότερες γυναίκες από άνδρες;


Στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης μόνο οι τέσσερις στους δέκα αποφοίτους του κλάδου των θετικών επιστημών είναι γυναίκες. Στην Ιαπωνία το ποσοστό πέφτει στο 25% ενώ στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι ακόμη μικρότερο. Σύμφωνα με περυσινά στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αν και οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν το 40% των επιστημόνων που είναι κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος, εκπροσωπούν μόνο το 30% των ερευνητών σε δημόσια ιδρύματα και σε πανεπιστήμια και μόνο το 15% των ερευνητών που απασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα.


Εκθεση του Royal Institute που έγινε για λογαριασμό της βρετανικής κυβέρνησης αναφέρει ότι η χαμηλή εκπροσώπηση γυναικών σε ερευνητικά κέντρα και πανεπιστήμια αποτελεί ένα συνηθισμένο γεγονός σε όλες τις χώρες του κόσμου, ενώ λίγες είναι οι χώρες εκείνες που έχουν σπάσει το φράγμα μιας συμμετοχής μεγαλύτερης του 10%.


Σύμφωνα με μελέτη του Πανεπιστημίου Princeton στις Ηνωμένες Πολιτείες, το ποσοστό των γυναικών που είναι μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας των φυσικών επιστημών και της μηχανολογίας αυξήθηκε από 8,4% σε 13,9% κατά τη δεκαετία 1992-2002, ενώ ο αριθμός των γυναικών που κατέχουν έδρα σε αυτά τα τμήματα υπερδιπλασιάστηκε. Ωστόσο – και αυτό είναι το σημαντικότερο – μόνο σε δύο τμήματα του μεγάλου αυτού πανεπιστημίου η γυναικεία εκπροσώπηση ξεπερνά το 20%.


Σε ένα άλλο μεγάλο εκπαιδευτικό ίδρυμα των Ηνωμένων Πολιτειών, στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (MIT), παρατηρούνται αδικίες και ανισότητες σε βάρος των γυναικών όσον αφορά τις απολαβές, τα διδακτικά καθήκοντα, τα κίνητρα, τα βραβεία και τις διακρίσεις. Αυτό προκύπτει από μελέτη που συντάχθηκε από το ίδιο το πανεπιστήμιο.


Προκειμένου να εξαλειφθεί αυτή η ανισορροπία καταβάλλονται διάφορες προσπάθειες σε διεθνές επίπεδο τόσο από την πλευρά των κυβερνήσεων και της βιομηχανίας, όσο και από την πλευρά των ίδιων των γυναικών. Πέρα από την επιβράβευση ατομικών προσπαθειών – όπως συμβαίνει με το πρόγραμμα «Για τις γυναίκες στην Επιστήμη» – πρέπει να ληφθούν μέτρα για την προσέλκυση περισσότερων γυναικών στις θετικές επιστήμες και για την παραμονή τους εκεί.


Πολλές γυναίκες συναντούν δυσκολίες όταν πρέπει να διακόψουν μια ερευνητική καριέρα για να κάνουν παιδιά. Οταν επιστρέφουν στο εργαστήριο ή στην ακαδημαϊκή κοινότητα ύστερα από μερικούς μήνες ή μερικά χρόνια διαπιστώνουν ότι έχουν μείνει πίσω σε σχέση με τους άνδρες συναδέλφους τους. Χρειάζεται λοιπόν πρόνοια για τις γυναίκες αυτές, αλλά αυτή είναι η μία πτυχή του προβλήματος.


H άλλη – και ίσως η σημαντικότερη – είναι η πεπαλαιωμένη αντίληψη ότι οι θετικές επιστήμες είναι για τους άνδρες. Μια αντίληψη που έχει αρχίσει να ξεπερνιέται, αλλά υπάρχει ακόμη σε πολλές κοινωνίες – και δεν αναφερόμαστε μόνο στις δυτικές – και στο εκπαιδευτικό σύστημα χωρών του αναπτυσσόμενου κόσμου, που δημιουργεί προκαθορισμένους ρόλους στους μαθητές και στις μαθήτριες των σχολείων από τις μικρές κιόλας τάξεις.


Το πρόγραμμα «Για τις γυναίκες στην Επιστήμη» είναι το αποτέλεσμα της συνεργασίας ενός διεθνούς οργανισμού όπως η UNESCO, η οποία από την ίδρυσή της το 1945 προωθεί την εκπαίδευση, τις επιστήμες και τον πολιτισμό στο πλαίσιο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, και της L’ Oréal, της πιο μεγάλης εταιρείας καλλυντικών παγκοσμίως που ασχολείται και αυτή με τον τρόπο της με τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής όλων των γυναικών του κόσμου.


Το πρόγραμμα ξεκίνησε το 1998 και κάθε χρόνο βραβεύει πέντε γυναίκες επιστήμονες που έχουν διακριθεί για το έργο τους. Βραβεύεται μία γυναίκα από κάθε γεωγραφική περιοχή του πλανήτη μας: Ευρώπη, Ασία, Αφρική, Βόρεια Αμερική, Λατινική Αμερική. Οπως μας εξηγεί ο καθηγητής Κριστιάν ντε Ντυβ (βραβείο Νομπέλ Ιατρικής 1974), ο οποίος είναι επικεφαλής του προγράμματος, «διαθέτοντας ένα βραβείο για κάθε ήπειρο έχουμε τη δυνατότητα να βραβεύουμε γυναίκες που εργάζονται σε εξαιρετικά ποικίλες συνθήκες εργασίας». Το βραβείο συνοδεύεται από χρηματικό έπαθλο 100.000 δολαρίων για κάθε μία από τις τιμηθείσες κάθε χρονιά.


H δεύτερη πλευρά του προγράμματος αφορά τη χορήγηση 15 υποτροφιών κάθε χρόνο. Από κάθε γεωγραφική περιοχή επιλέγονται τρεις υπότροφοι και λαμβάνουν 20.000 δολάρια η κάθε μία για να συνεχίσουν το ερευνητικό έργο τους.


Από την έναρξη του προγράμματος ως σήμερα έχουν βραβευθεί 91 γυναίκες επιστήμονες από 45 διαφορετικές χώρες. Κάθε χρόνο χίλια μέλη της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας προτείνουν τις υποψήφιες από κάθε περιοχή και η κριτική επιτροπή που αποτελείται από καθηγητές πανεπιστημίου επιλέγει τις νικήτριες. Στην εφετινή επιτροπή κρίσεως, εκτός από τον πρόεδρό της καθηγητή Ντε Ντυβ, μετέχει ως αντιπρόεδρος ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Rockfeller στις Ηνωμένες Πολιτείες Γκύντερ Μπλόμπελ (Νομπέλ Ιατρικής, 1999), η καθηγήτρια του Yale Τζόαν Αργκετσίνγκερ-Στάιτς, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Γάνδης Μαρκ βαν Μόνταγκιου, πρωτοπόρος στη βιοτεχνολογία των φυτών, η καθηγήτρια Πασκάλ Κοσάρ, επικεφαλής της Μονάδας Βακτηριδιακής – Κυτταρικής Αλληλεπίδρασης στο Ινστιτούτο Pasteur του Παρισιού και πολλοί άλλοι διακεκριμένοι επιστήμονες. H επιλογή των υποτρόφων γίνεται από ειδική επιτροπή, πρόεδρος της οποίας ήταν εφέτος η καθηγήτρια Φρανσουάζ Ντιτερλέν, ομότιμη διευθύντρια του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών της Γαλλίας (CNRS), μέσα από τις αιτήσεις που υποβάλλονται στην UNESCO.


ΕΥΡΩΠΗ Ινστιτούτο Pasteur, Παρίσι



H κυρία Πετί βραβεύεται για την αποσαφήνιση των γενετικών ανωμαλιών στην κληρονομική κώφωση και σε άλλες δυσλειτουργίες των αισθητηρίων οργάνων. Είναι γνωστή διεθνώς για τη συμβολή της στην κατανόηση της γενετικής βάσης των δυσλειτουργιών των αισθητηρίων οργάνων. Εχει αναλύσει τις μοριακές βάσεις πολλών εξελικτικών και λειτουργικών διαδικασιών του κοχλία, του αισθητήριου οργάνου της ακοής, και αναγνώρισε τα γονίδια που εμπλέκονται στην αισθητηριακή δυσλειτουργία της κώφωσης. Χάρη στο έργο της γνωρίζουμε ότι στο 80% των περιπτώσεων η εκ γενετής κώφωση έχει γενετική προέλευση. H κυρία Πετί αναγνώρισε επίσης τα γονίδια που ευθύνονται για το σύνδρομο του Kallman, τη μοναδική κληρονομική ασθένεια του ανθρώπου που προκαλεί την απώλεια της όσφρησης. H κυρία Πετί είναι επικεφαλής της μονάδας Αισθητηριακών Ελλειμμάτων στο Ινστιτούτο Pasteur και κατέχει την έδρα Γενετικής και Κυτταρικής Φυσιολογίας στο Κολέγιο της Γαλλίας (College de France). Είναι μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας Επιστημών.


ΒΟΡΕΙΑ AMEPIKH Φιλίπα Μάρακ Ιατρικό Ινστιτούτο Howard Hughes, Ντένβερ, Κολοράντο


H κυρία Μάρακ βραβεύεται για την αποκρυπτογράφηση της λειτουργίας των λεμφοκυττάρων T στην ανοσία και για την ανακάλυψη των υπεραντιγόνων. Είναι διεθνώς γνωστή για τις μελέτες της στα κύτταρα T που βοηθούν τον οργανισμό να αμύνεται στις ασθένειες αλλά την ίδια στιγμή μπορούν να προκαλέσουν βλάβες με την ενεργοποίηση αυτοάνοσων νοσημάτων, όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα, την απόρριψη μοσχευμάτων ή την πρόκληση αλλεργιών. Μαζί με τον σύζυγό της, ανοσολόγο Τζον Κάπλερ, βρήκαν τον τρόπο με τον οποίο τα κύτταρα T αντιλαμβάνονται ότι ο οργανισμός έχει δεχθεί επίθεση, ενώ οι έρευνές της στα κύτταρα μνήμης, που επιβιώνουν μετά τη μόλυνση και γίνονται τμήμα της ασπίδας που εμποδίζει τον οργανισμό να μολυνθεί ξανά, συνέβαλαν στην εξέλιξη πιο δραστικών εμβολίων. Είναι επίσης γνωστή για την ανακάλυψη των υπεραντιγόνων – δηλαδή τοξινών που παράγονται από μικροοργανισμούς, όπως ο σταφυλόκοκκος, που διεγείρουν μεγάλο αριθμό κυττάρων T, προκαλώντας έντονα συμπτώματα, όπως τροφικές δηλητηριάσεις ή τοξικό σοκ. H κυρία Μάρακ είναι αυτή την εποχή πρόεδρος της Διεθνούς Ενωσης Ανοσολογικών Εταιρειών.


ΑΦΡΙΚΗ Τζένιφερ Τόμσον Καθηγήτρια Μοριακής Βιολογίας, Πανεπιστήμιο του Κέιπ Τάουν, Νότια Αφρική


H κυρία Τόμσον ασχολείται με τα γενετικά τροποποιημένα φυτά, με στόχο τη βελτίωση της αγροτικής παραγωγικότητας και την ποιότητα της τροφής στις μαστιζόμενες από την πείνα χώρες. Ενα καλαμπόκι ανθεκτικό στις προσβολές από παράσιτα και νόσους είναι ο στόχος της ερευνητικής ομάδας της κυρίας Τόμσον, η οποία έχει αναπτύξει μια πειραματική ποικιλία ενός γενετικά μεταλλαγμένου καλαμποκιού, το οπoίο είναι ανθεκτικό στον ιό Maize Streak. Ο ιός αυτός καταστρέφει σε ορισμένες περιοχές της Αφρικής τα καλαμπόκια, που αποτελούν βασική τροφή ανθρώπων και ζώων. Τελευταία η κυρία Τόμσον εργάζεται σε ένα πρόγραμμα για τη δημιουργία γενετικά τροποποιημένων δημητριακών, ανθεκτικών στην ξηρασία και στην υψηλή περιεκτικότητα του νερού σε αλάτι. Τα ανθεκτικά γονίδια προέρχονται από το φυτό xerophyta viscosa, το οποίο ευδοκιμεί στη Νότια Αφρική. H κυρία Τόμσον πιστεύει ότι η «κατασκευή» ποικιλιών ανθεκτικών στην ξηρασία θα βοηθήσει στην επίλυση του επισιτιστικού προβλήματος στην Αφρική.


ΑΣΙΑ Νάνσι Ιπ Καθηγήτρια Μοριακής Νευροβιολογίας, Πανεπιστήμιο Επιστημών και Τεχνολογιών, Χονγκ Κονγκ


H κυρία Ιπ βραβεύεται για τις ανακαλύψεις της στον μοριακό έλεγχο της ανάπτυξης, της διαφοροποίησης και του σχηματισμού της σύναψης στο νευρικό σύστημα. Εχει αναγνωρίσει ορισμένους νέους νευροτροφικούς παράγοντες και έχει καταδείξει τον τρόπο με τον οποίον οι τελευταίοι ενεργοποιούν συγκεκριμένα μόρια-υποδοχείς στα νευρικά κύτταρα και επηρεάζουν τη διαφοροποίηση και τη διατήρηση των νευροτροφικών παραγόντων κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης του εγκεφάλου. Οι μελέτες της οδήγησαν στην αναγνώριση των νευροτροφικών παραγόντων ως πιθανών μέσων για τη θεραπεία νευροεκφυλιστικών ανωμαλιών, όπως η νόσος του Αλτσχάιμερ και η νόσος του Πάρκινσον. H έρευνά της έχει συμβάλει στην καλύτερη κατανόηση του σχηματισμού σύναψης, δηλαδή του σημείου επικοινωνίας των νευρικών κυττάρων. H έρευνά της για την αναγνώριση νέων μορίων που παίζουν ρόλο στους νευρομυϊκούς συνδέσμους ενδέχεται να δώσει σημαντικές πληροφορίες για τη θεραπεία νευρομυϊκών ανωμαλιών.


ΛΑΤΙΝΙΚΗ AMEPIKH Λουσία Μεντόνσα Πρεβιάτο Ινστιτούτο Βιοφυσικής, Ομοσπονδιακό Πανεπιστήμιο Ρίου Ιανέιρου, Βραζιλία


Το επιστημονικό έργο της κυρίας Μεντόνσα Πρεβιάτο επικεντρώνεται στη μελέτη της κυτταρικής επιφάνειας του πρωτοζωικού παρασίτου trypanosoma cruzi, το οποίο ευθύνεται για τη νόσο του Chagas στους ανθρώπους. H νόσος αυτή είναι ενδημική στη Λατινική Αμερική και έχει προσβάλει 16-18 εκατομμύρια ανθρώπους. Στους ανθρώπους μεταδίδεται μέσω εντόμων που τρέφονται με αίμα και στη χρόνια μορφή της προκαλεί ανεπανόρθωτες βλάβες στην καρδιά και στο πεπτικό σύστημα. Εμβόλιο δεν υπάρχει και τα υπάρχοντα φάρμακα προκαλούν σοβαρές παρενέργειες. H κυρία Μεντόνσα Πρεβιάτο ασχολείται με τη γλυκοβιολογία – τη μελέτη των πολύπλοκων σακχάρων που ενώνονται με άλλα μόρια, όπως οι πρωτεΐνες. Το έργο της επικεντρώνεται στον τρόπο με τον οποίον αλληλεπιδρά το εν λόγω παράσιτο με την επιφάνεια του κυττάρου που προσβάλλει και στόχος της είναι να εμποδίσει το παράσιτο να διασπάσει το κύτταρο και να εισχωρήσει στην κυκλοφορία του αίματος.