Η ΕΝΤΑΤΙΚΗ χρήση χημικών φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων ουσιαστικά άρχισε να εφαρμόζεται από τη δεκαετία του ’50. Τα πρόσκαιρα θετικά αποτελέσματα ­ αύξηση της απόδοσης των φυτών, έλεγχος των φυτοπαρασίτων ­ απομάκρυναν τις όποιες υπόνοιες για ρύπανση και πρόκληση διαταραχών στον ανθρώπινο οργανισμό και στο περιβάλλον και καθυστέρησαν τις έρευνες για την υπολειμματική δράση των φυτοφαρμάκων. Η πολιτική «όλα για την παραγωγή» έφερε την κατάχρηση, η λογική του μέτρου δεν επικράτησε και η πραγματοποίηση του οράματος μιας γεωργίας απαλλαγμένης από ασθένειες οδήγησε στην αλόγιστη χρήση φυτοφαρμάκων και στην υπερλίπανση. Με αποτέλεσμα τα τελευταία στοιχεία να δείχνουν ότι το ένα τέταρτο των φυτοφαρμάκων χρησιμοποιείται άσκοπα για την εξόντωση εντόμων που επηρεάζουν την εξωτερική εμφάνιση των προϊόντων και όχι τη γεύση ή την ποιότητά τους.


Η επανάσταση των φυτοφαρμάκων, η οποία υποσχόταν φθηνή αφθονία έφερε τελικά την ακριβή χημική εξάρτηση με σοβαρές επιπτώσεις στη φύση και στην υγεία μας. «Στην Ελλάδα οι πρώτες επιστημονικές προσεγγίσεις στο ζήτημα των φυτοφαρμάκων αφήνουν σαφείς ενδείξεις για ύπουλες και χρόνιες επιδράσεις. Σύμφωνα με το Κέντρο Δηλητηριάσεων κάθε χρόνο έχουμε περίπου 1.500 περιπτώσεις οξείας δηλητηρίασης από φυτοφάρμακα, κάποιες θανατηφόρες» λέει ο διευθυντής του ελληνικού γραφείου της Greenpeace κ. Στέλιος Ψωμάς, ο οποίος τα τελευταία επτά χρόνια ερευνά το θέμα της δράσης και των επιπτώσεων των φυτοφαρμάκων.


* Ποιοι κινδυνεύουν


Πέρα όμως από τις απλές καταγραφές αυτών των περιστατικών, οι επιδημιολογικές μελέτες όσον αφορά τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των παρασιτοκτόνων στην ανθρώπινη υγεία σπανίζουν. Μια από αυτές ­ η οποία πραγματοποιήθηκε από το Ιατρικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Κρήτης ­ επέλεξε για τους σκοπούς της έρευνας δύο πληθυσμούς: πενήντα αγροτικές οικογένειες από το Τυμπάκι (περιοχή όπου επί πολλά χρόνια γίνονται εντατικές καλλιέργειες σε θερμοκήπια) και κατοίκους των Ανωγείων (κτηνοτροφική περιοχή όπου δεν χρησιμοποιούνται φυτοφάρμακα). Η στατιστική μελέτη των θανάτων των 39 προηγούμενων χρόνων δεν υπέδειξε καμία σημαντική αλλαγή στους θανατηφόρους καρκίνους, μεταξύ των χρόνων που προηγήθηκαν και αυτών που ακολούθησαν την έναρξη των θερμοκηπιακών καλλιεργειών στο Τυμπάκι (το 1967). Στα παιδιά από το Τυμπάκι σημειώθηκαν περισσότερες περιπτώσεις βρογχοκήλης και διόγκωσης ήπατος. Η νευρολογική εξέταση υπέδειξε παθολογικό δείκτη όσον αφορά το κεντρικό νευρικό σύστημα των γυναικών και των παιδιών (όχι των ανδρών) του Τυμπακίου, ενώ υψηλότερα ήταν και τα επίπεδα της τρανσαμινάσης και της χοληνεστεράσης.


Τις επιπτώσεις στο γενετικό υλικό των αγροτών εξέτασε άλλη έρευνα που πραγματοποιήθηκε από το Τμήμα Γενικής Βιολογίας και Γενετικής της Ιατρικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ως υλικό μελέτης χρησιμοποιήθηκε αίμα από ψεκαστές φυτοφαρμάκων. Το πρώτο στάδιο της μελέτης αφορούσε αγρότες της Ανατολικής Θεσσαλονίκης και έδειξε μια στατιστικά σημαντική αύξηση των χρωμοσωμικών ατυπιών στο γενετικό υλικό των αγροτών σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου. Οι σημαντικότερες διαπιστώσεις προήλθαν όμως από το δεύτερο στάδιο της μελέτης, που ολοκληρώθηκε το 1994 και πραγματοποιήθηκε στη Δυτική Θεσσαλονίκη ­ μια αγροτική περιοχή που γειτνιάζει με τη βιομηχανική ζώνη της Ιωνίας. Εκεί οι χρωμοσωμικές ατυπίες στο γενετικό υλικό ήταν πολύ περισσότερες. Οι ερευνητές αποδίδουν τις επιπλέον γενετικές ανωμαλίες στη συνδυασμένη δράση φυτοφαρμάκων και βιομηχανικών ρύπων.


Στην ευρύτερη περιοχή της Καβάλας και της Ξάνθης, σε έρευνα που πραγματοποίησε το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, ανιχνεύθηκαν σε όλα τα δείγματα μητρικού γάλακτος συγκεντρώσεις οργανοχλωριωμένων ενώσεων (φυτοφαρμάκων). Το DDE (μεταβολίτης του φυτοφαρμάκου DDT) ήταν τουλάχιστον δύο ως και 12 φορές πάνω από το όριο στο 93% των δειγμάτων. Τα φυτοφάρμακα lindane, dieldrin και b-HCH ξεπερνούσαν τα όρια κατά 29%, 21% και 14% αντίστοιχα. Αν και οι περισσότερες από τις παραπάνω ουσίες έχουν απαγορευθεί στην Ελλάδα, εδώ και πολλά χρόνια, ακόμη ανιχνεύονται και μάλιστα σε πολύ υψηλές συγκεντρώσεις. Να σημειωθεί πως επειδή σε καμία χώρα δεν έχουν θεσπιστεί ανώτατα επιτρεπτά όρια για το μητρικό γάλα, η σύγκριση δίνεται με τα όρια που ισχύουν στη Γερμανία για το αγελαδινό γάλα.


Σύμφωνα με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, υπολογίζεται ότι ετησίως, οι άμεσες δηλητηριάσεις από φυτοφάρμακα κυμαίνονται από 1 ως 3 εκατομμύρια. Οι αριθμοί αυτοί αντιπροσωπεύουν μόνο τις περιπτώσεις που έχουν καταγράφει, δηλαδή αφορούν επεισόδια οξείας δηλητηρίασης που έχουν νοσηλευθεί. Τα τρία τέταρτα των θυμάτων που επιβιώνουν ταλαιπωρούνται στην υπόλοιπη ζωή τους από χρόνια προβλήματα υγείας, όπως δερματίτιδες, νευρικές διαταραχές και στη χειρότερη των περιπτώσεων καρκίνο. Λόγω της δηλητηρίασης από φυτοφάρμακα χιλιάδες άνθρωποι (από 20.000 ως 220.000) χάνουν όμως τη μάχη με τον θάνατο. Από αυτούς, το 99% κατοικεί στις αναπτυσσόμενες χώρες. Οι πληθυσμιακές ομάδες που κατά κύριο λόγο υφίστανται τέτοιου είδους επιπτώσεις είναι οι άμεσα εργαζόμενοι στη γεωργία και τα μέλη των οικογενειών τους και οι εργάτες στη βιομηχανία παραγωγής και συσκευασίας φυτοφαρμάκων.


Το τίμημα από τα φυτοφάρμακα είναι βαρύ και για το περιβάλλον. Κάθε χρόνο στις ΗΠΑ, ένα και μόνο φυτοφάρμακο, το carbofuran ­ που χρησιμοποιείται κυρίως στις καλλιέργειες καλαμποκιού ­ ευθύνεται για τον θάνατο 1 – 2 εκατομμυρίων πουλιών τα οποία μπερδεύουν τους κόκκους του βιοκτόνου με την τροφή τους. Το 1991, στη Λουιζιάνα, η απόπλυση φυτοφαρμάκων από τις φυτείες ζαχαροκάλαμου εκτιμάται ότι θανάτωσε 750.000 ψάρια σε παρακείμενους αποδέκτες. Το ίδιο ανησυχητική είναι και η κατάσταση στα αλιεύματα των ελληνικών θαλασσών. Οι συγκεντρώσεις οργανοχλωριωμένων σε μύδια και ψάρια που αλιεύθηκαν στην περιοχή του Αιγαίου εγκυμονούν μακροπρόθεσμα κινδύνους.


* Παράνομο εμπόριο


Ο αριθμός των εμπορικών σκευασμάτων γεωργικών φαρμάκων που κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά υπολογίζεται σε περίπου 2.000. Από αυτά τα σκευάσματα μόνο ένας πολύ μικρός αριθμός παρασκευάζεται στη χώρα μας και σε κάθε περίπτωση από εισαγόμενες πρώτες ύλες. «Στα επίσημα στοιχεία που δίνει το υπουργείο Γεωργίας για τις ετήσιες εισαγωγές φυτοφαρμάκων δεν συμπεριλαμβάνονται τα φυτοφάρμακα που σύμφωνα με δήλωση των εισαγωγέων τους εισάγονται με αποκλειστικό σκοπό την εκ νέου εξαγωγή τους σε τρίτες χώρες ούτε και το θειάφι, για το οποίο έχουμε μια μέση ετήσια κατανάλωση 24.000 τόνων για την περίοδο 1984-89» σημειώνει ο κ. Ψωμάς και ως παράδειγμα παραθέτει τα στοιχεία για το 1989: «Το 1989 εισήχθησαν 26.486 τόνοι φυτοφαρμάκων. Εκτός από αυτές τις ποσότητες περίπου άλλοι 1.600 τόνοι δραστικών ουσιών εισήχθησαν για να επανεξαχθούν κυρίως σε αναπτυσσόμενα κράτη και χώρες του Τρίτου Κόσμου». Το εγχώριο νομικό καθεστώς επιτρέπει την εισαγωγή παρασιτοκτόνων των οποίων η διακίνηση και η χρήση είναι απαγορευμένες στην Ελλάδα, υπό τον όρο ότι ο εισαγωγέας τους θα δηλώσει ότι πρόκειται να επανεξαχθούν. «Από αυτό το παράθυρο ενδεχομένως να διακινούνται στην ελληνική αγορά και να χρησιμοποιούνται από έλληνες παραγωγούς απαγορευμένα φυτοφάρμακα παρακάμπτοντας την ελληνική νομοθεσία. Το παράνομο εμπόριο φυτοφαρμάκων αποτελεί μια πραγματικότητα για την Ελλδα και σύμφωνα με καταγγελίες μπορεί κανείς να προμηθευθεί απαγορευμένα φυτοφάρμακα (π.χ. aldrin) ακόμη και σε κεντρικά σημεία της Αθήνας». Επιπλέον η ελληνική νομοθεσία επιτρέπει την παρασκευή κοκτέιλ από τυποποιημένα φυτοφάρμακα. Ετσι χρησιμοποιείται και ένας απροσδιόριστος αριθμός προϊόντων αγνώστων ως προς τις τοξικές και περιβαλλοντικές ιδιότητές τους.


ΤΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ φυτοφάρμακα εξαιτίας της αντοχής τους έχουν την τάση να μεταφέρονται με τον άνεμο, το νερό και τη σκόνη σε μεγάλες αποστάσεις. Ιχνη φυτοφαρμάκων (π.χ. DDT) έχουν βρεθεί στις φώκιες και στους πιγκουίνους της Ανταρκτικής, παρ’ ότι είχαν χρησιμοποιηθεί χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Η αντοχή και η μη διαλυτότητα πολλών τέτοιων ενώσεων συνεπάγεται ­ με το ξέπλυμα των χωραφιών από τα νερά της βροχής ­ τη ρύπανση των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων. Η χρήση φυτοφαρμάκων έχει ως αποτέλεσμα και την ανάπτυξη της βιοτοξικότητας των εδαφών η οποία εμποδίζει την εναλλαγή των καλλιεργειών για πολλά χρόνια, ενώ οδηγεί στην επιβάρυνση των γεωργικών προϊόντων με υπολείμματα φυτοφαρμάκων. Τα αδιάλυτα στο νερό φυτοφάρμακα είναι σε μεγάλο βαθμό λιποδιαλυτά και σε συνδυασμό με τη σταθερότητά τους συσσωρεύονται στους λιπώδεις ιστούς των ζωντανών οργανισμών, οι οποίοι στη συνέχεια καταναλώνονται από τους θηρευτές τους. Ετσι η ρύπανση ανεβαίνει στην τροφική αλυσίδα και φθάνει στην κορυφή, δηλαδή στον άνθρωπο.


Η πιο ανησυχητική επίδραση των αυξημένων συγκεντρώσεων των σταθερών και λιποδιαλυτών βιοκτόνων ουσιών είναι η μίμηση των θηλυκών ορμονών και η σοβαρή διαταραχή της γενετικής διαδικασίας. Οι ουσίες αυτές μπορεί να προκαλέσουν διαταραχές στην αναπαραγωγική διαδικασία, προβλήματα γονιμότητας στα θηλυκά, να οδηγήσουν στην εκθήλυνση και απώλεια αρσενικών χαρακτηριστικών, να πλήξουν το ανοσοποιητικό σύστημα, να προκαλέσουν βλάβες στο νευρικό σύστημα, στο συκώτι και σε άλλα όργανα. Σύμφωνα μάλιστα με εκτιμήσεις της Υπηρεσίας Προστασίας του Περιβάλλοντος των ΗΠΑ (ΕΡΑ) η χρόνια κατανάλωση γεωργικών προϊόντων επιβαρημένων με υπολείμματα φυτοφαρμάκων μπορεί να επιφέρει αύξηση των καρκινογενέσεων ως και 1%. Οι ενώσεις αυτές έχουν συσχετιστεί και με επεισόδια μαζικών θανάτων θαλάσσιων θηλαστικών (δελφίνια της Μεσογείου) και πουλιών (λεπτοραμφόκεπτοι στην Ιρλανδική Θάλασσα, το 1969), εξαφανίσεις ειδών (π.χ. της φάλαινας όρκας από τις ακτές της Πολιτείας Ουάσιγκτον, των δελφινιών από την ολλανδική θάλασσα Wadden κ.ά.).