Η «οδύσσεια» της Συλλογής Κωστάκη φαίνεται πως φθάνει στο τέλος της. Η «Ιθάκη» της αχνοφαίνεται στον ορίζοντα. Τα έργα της ρωσικής εικαστικής πρωτοπορίας που περιλαμβάνονται στη Συλλογή θα βρουν σύντομα φιλόξενη στέγη στο νεοσύστατο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, στο αναπαλαιωμένο βιομηχανικό συγκρότημα της Υφανέτ στη Θεσσαλονίκη.


Οι διαπραγματεύσεις του υπουργείου Πολιτισμού με τους ιδιοκτήτες της Συλλογής προχωρούν κανονικά και ο υπουργός κ. Ευάγγελος Βενιζέλος πιστεύει ότι η τελική συμφωνία δεν θα αργήσει να επιτευχθεί. Η Συλλογή πάντως δεν αποκλείεται να φθάσει στη Θεσσαλονίκη προτού καν συντελεσθεί η αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος. Και αυτό θα γίνει δυνατό με την πρόταση του υπουργείου για τη μεταφορά της Συλλογής ­ από την Κολονία στη Θεσσαλονίκη ­ και τη σταδιακή αξιοποίησή της με την οργάνωση θεματικών εκθέσεων στους χώρους του νέου Μουσείου.


Το 1977 ο συλλέκτης Γιώργος Κωστάκης αναχωρούσε από τη Μόσχα αφήνοντας πίσω του το 80% περίπου της συλλογής του: 300 έργα ζωγραφικής, πολυάριθμες κατασκευές, χιλιάδες σχέδια και άλλο σημαντικό αρχειακό υλικό γύρω από το κίνημα της ρωσικής «αβάν γκαρντ» των πρώτων δεκαετιών του αιώνα· ένα κίνημα που έφθασε στην κορύφωσή του αμέσως μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση και έσβησε με την επικράτηση του σταλινισμού, κατά τη διάρκεια του οποίου άλλοι αναζήτησαν καταφύγιο στη Δύση, άλλοι «σιώπησαν» και άλλοι βρέθηκαν στη Σιβηρία ή μπροστά από τα εκτελεστικά αποσπάσματα.


Στις 4 Απριλίου 1990, ένα σχεδόν μήνα μετά τον θάνατο του Κωστάκη, πραγματοποιείται από τον οίκο Σόθμπι του Λονδίνου δημοπρασία 21 έργων που αποτελούν μέρος της Συλλογής που πήρε το 1977 το διαβατήριο εξόδου για τη Δύση, μεταξύ των οποίων υδατογραφίες και σχέδια του Αλεξάντρ Ρότσενκο, λάδια του Ιβάν Κλιούν κλπ. Η δημοπρασία σημειώνει μερική και μόνο επιτυχία, καθώς πωλούνται τα δέκα από τα 21 έργα που είχαν δημοπρατηθεί και επιπλέον οι τιμές που «πιάνουν» απέχουν αρκετά από τις τιμές που είχε υποδείξει ο ίδιος ο εκλιπών συλλέκτης. Η οικονομική εσοδεία εκείνης της δημοπρασίας αποφέρει 810.000 στερλίνες (κάπου 228 εκατ. δρχ. με βάση την τότε ισοτιμία λίρας – δραχμής) αλλά δεν είναι ικανή να αντιστρέψει το κλίμα που αρχίζει να διαμορφώνεται στους διεθνείς εικαστικούς κύκλους από τη «χαμηλή ζήτηση» των έργων.


Η δημοπρασία του 1990 ήταν και η τελευταία ­ τουλάχιστον δημόσια καταγεγραμμένη ­ πώληση μεμονωμένων έργων εκείνης της Συλλογής. Αλλωστε δεν θα μπορούσε να γίνει και διαφορετικά: η τελευταία επιθυμία του συλλέκτη ήταν μην πωληθεί κανένα έργο της Συλλογής του για τα επόμενα δέκα χρόνια από τον θάνατό του, δηλαδή ως το 2000. Η επιθυμία του εξασφάλιζε μεταξύ άλλων άνεση χρόνου στους διαχειριστές της κληρονομούμενης Συλλογής για την πώλησή της ως ενιαίου συνόλου σε μουσείο ή άλλο εικαστικό οργανισμό με δυνατότητες συντήρησης, αξιοποίησης και προβολής της. Διαχειριστές της δεν ήταν άλλοι από την κόρη του κυρία Αλίκη Κωστάκη και το trust υπό την επωνυμία Art Co. Ltd ­ με έδρα τις μακρινές Μπαχάμες ­, που είχε συστήσει ο ίδιος πριν από τον θάνατό του.


Είκοσι χρόνια μετά την αναγκαστική «διάσπαση» της Συλλογής ­ το μεγαλύτερο και το πιο αστραφτερό μέρος της παρέμεινε ως «αντίτιμο ελεύθερης εξόδου» στη μοσχοβίτικη Πινακοθήκη Τετριάκοφ ­ ο υπουργός Πολιτισμού κ. Ευάγγελος Βενιζέλος ανακοινώνει δημόσια την επιτυχή κατάληξη της πρώτης φάσης των διαβουλεύσεων για την απόκτηση της Συλλογής Κωστάκη, που κράτησαν αρκετούς μήνες και παρέμειναν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Η ανακοίνωση της κατ’ αρχήν συμφωνίας γίνεται δύο ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα και ο κ. Βενιζέλος επισημαίνει ότι οι διαπραγματεύσεις θα συνεχισθούν προκειμένου να οριστικοποιηθεί το τίμημα και να οργανωθεί η εξεύρεση των αναγκαίων κεφαλαίων.


Μετά την κατ’ αρχήν συμφωνία των δύο πλευρών προβάλλουν ­ και παραμένουν ανοικτά ­ δύο κρίσιμα ζητήματα: Σε ποιο βαθμό η σημερινή σύνθεση του «δυτικού» μέρους της Συλλογής, που βρίσκεται στην ιδιοκτησία τού trust και προσωπικά της κυρίας Αλίκης Κωστάκη, έχει εκείνη την καλλιτεχνική αξία που καθιστά αναγκαία και απαραίτητη την αγορά της ως ενιαίου συνόλου; Ποια είναι ­ και κυρίως με βάση ποια κριτήρια αποτίμησης και αξιολόγησης ορίζεται ­ η οικονομική αξία της; «Δεν κάνουμε εμπορική διαπραγμάτευση» Γιατί πρέπει να πάει στη Θεσσαλονίκη


Οι αποτιμήσεις των αρκετών δεκάδων εκατομμυρίων δολαρίων για την αξία της Συλλογής Κωστάκη που πέφτουν σαν βροχή στη διεθνή αγορά δεν φαίνεται να αποτελούν τροχοπέδη για τον ερχομό ενός από τα πιο αντιπροσωπευτικά σύνολα της ρωσικής εικαστικής πρωτοπορίας στη χώρα μας. Αν και ο ομιλητικότατος σε άλλες περιπτώσεις ένοικος του πέμπτου ορόφου στο κατάφορτο από ιστορικές μνήμες κτήριο της οδού Μπουμπουλίνας ­ ο υπουργός Πολιτισμού κ. Ευάγγελος Βενιζέλος ­ φροντίζει να κρατά επιμελώς το στόμα του κλειστό για τις προθέσεις του. Ετσι επιλέγει, αντί άλλης απαντήσεως, να δηλώσει ότι «σε κάθε περίπτωση η διαπραγμάτευση που γίνεται με τους ιδιοκτήτες της Συλλογής και το υπουργείο Πολιτισμού δεν είναι μια εμπορικού χαρακτήρα διαπραγμάτευση».


Σε αυτό το πλαίσιο ο υπουργός Πολιτισμού κ. Βενιζέλος φαίνεται να ακολουθεί την τακτική τής «βήμα προς βήμα» προσέγγισης των δύο πλευρών, προκειμένου να αποκατασταθεί ένα κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης που θα διευκολύνει τις διαδικασίες στην κρίσιμη φάση των οικονομικών διαπραγματεύσεων. Ενα από αυτά τα βήματα υπηρετεί και η πρότασή του για τη μεταφορά της Συλλογής από την Κολονία στη Θεσσαλονίκη και τη σταδιακή αξιοποίησή της μέσω θεματικών εκθέσεων που θα οργανωθούν από το νεοσύστατο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, το οποίο θα στεγασθεί στο αναπαλαιωμένο βιομηχανικό κτίριο της Υφανέτ. Η πρόταση αυτή έγινε στον ίδιο τον διαχειριστή του trust κ. Νόρμαν Νιουμπάουερ, που συναντήθηκε στην Αθήνα το απόγευμα της περασμένης Πέμπτης με τον γενικό γραμματέα του υπουργείου κ. Ευγένιο Γιαννακόπουλο.


Ο υπουργός Πολιτισμού μιλώντας προς «Το Βήμα» αποκαλύπτει επιπλέον την ύπαρξη μιας ιδιαίτερης δέσμης προτάσεων που αποσκοπούν στην ανάδειξη και προβολή ορισμένων σημαντικών πτυχών της όλης υπόθεσης που δεν σχετίζονται άμεσα με το ύψος του οικονομικού τιμήματος. Ορισμένες από αυτές, στον βαθμό που θα γίνουν αποδεκτές από την άλλη πλευρά και θα τεθούν σε εφαρμογή, θα μπορέσουν να λειτουργήσουν ως το απαραίτητο αντιστάθμισμα στα δυσθεώρητα για την ελληνική πραγματικότητα ­ και την αντοχή του δημόσιου ταμείου ­ ύψη των οικονομικών αποτιμήσεων.


Για παράδειγμα, το υπουργείο Πολιτισμού έχει εκφράσει την πρόθεση να δώσει το όνομα του ιδρυτή της Συλλογής Γιώργου Κωστάκη στο νεοσύστατο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Θεσσαλονίκης και να ορίσει ισόβιο μέλος του διοικητικού συμβουλίου του την κυρία Αλίκη Κωστάκη στον βαθμό που ένα μέρος της Συλλογής μεταβιβασθεί με τη μορφή δωρεάς προς τον νεοσύστατο οργανισμό. Επιπλέον ο υπουργός Πολιτισμού θεωρεί ότι η πρόσφατη ρύθμιση που έγινε με τον νόμο 2557/1997 και δίνει τη δυνατότητα της καταβολής του φόρου μεταβίβασης, κληρονομιάς, δωρεών, γονικών παροχών κλπ. σε είδος, σε περιπτώσεις που αφορούν έργα τέχνης, θα μπορούσε να διευκολύνει στον μέγιστο βαθμό τις διαπραγματεύσεις για την επίτευξη της χρυσής τομής. Ο κ. Βενιζέλος θα ενθαρρύνει στην όλη προσπάθεια τη συμμετοχή και τη συνδρομή χορηγών.


«Πρώτιστη επιθυμία μας είναι να τιμήσουμε τη μνήμη του Γιώργου Κωστάκη και τη Συλλογή ως τέτοια και να διαφυλάξουμε και το όνομα και τη λειτουργία της» δηλώνει ο κ. Βενιζέλος και θεωρεί ότι αυτό αποτελεί κοινή επιθυμία όλων των ενδιαφερόμενων πλευρών. «Η πρωτοβουλία μας άλλωστε βασίζεται και στην επιθυμία της κυρίας Αλίκης Κωστάκη ­ και θέλω να πιστεύω και του trust ­ για να βρεθεί η Συλλογή στη χώρα καταγωγής του πατέρα της και επιπλέον να αντιμετωπισθεί όχι με τον επιχειρηματικό τρόπο που θα την αντιμετώπιζε ένας ιδιωτικός φορέας αλλά με προβεβλημένο το συναισθηματικό στοιχείο».


Ο υπουργός Πολιτισμού επιμένει σε κάθε περίπτωση να τονίζει ότι η διαπραγμάτευση δεν έχει και δεν μπορεί να έχει «καθαρά εμπορικό χαρακτήρα», όπως θα είχε η αγοραπωλησία έργων τέχνης μεταξύ συλλεκτών στη διεθνή αγορά. «Μην ξεχνάμε ότι το υπουργείο Πολιτισμού κινείται μέσα στο ασφυκτικό πλαίσιο ενός γλίσχρου προϋπολογισμού, γεγονός για το οποίο είμαστε αναγκασμένοι να μιλάμε για μια σταδιακή προσέγγιση και για αντισταθμιστικά οφέλη».


Με τη γνώση αυτού του αναγκαστικά αυστηρού πλαισίου που θέτει η δημοσιονομική πραγματικότητα, ο υπουργός Πολιτισμού είναι διατεθειμένος να ενθαρρύνει τη συμμετοχή και τη συνδρομή χορηγών ­ ιδιωτών και θεσμικών ­ στην προσπάθεια απόκτησης της Συλλογής Κωστάκη. Οι δυνατότητες μιας τέτοιας συμμετοχής, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του, υπάρχουν με την προϋπόθεση ότι η όλη διαδικασία εξεύρεσης των απαιτούμενων χορηγικών κεφαλαίων θα γίνεται με οργανωμένο και απολύτως διάφανο τρόπο.


«Σας θυμίζω ότι με τον νόμο 2557 έχουμε και τη διαφορετική ρύθμιση φορολόγησης των χορηγιών. Τώρα πια η περιβόητη αυτοτελής φορολόγηση των χορηγιών σε ποσοστό 20% αποδίδει οφέλη στο ίδιο το υπουργείο Πολιτισμού, καθώς το υπουργείο Οικονομικών αποδίδει αυτά τα ποσά σε ειδικό λογαριασμό του υπουργείου Πολιτισμού για πολιτιστικές δράσεις» και προσθέτει: «Βασική μου επιλογή, όπως έχω εξηγήσει και στον ΟΜΕΠΟ και σε όλους τους χορηγούς με τους οποίους έχω έρθει σε επαφή ­ χορηγούς θεσμικούς ή μη, του ιδιωτικού και του ευρύτερου δημόσιου τομέα ­, είναι ότι εμείς ενθαρρύνουμε τη δράση τους, τη συμπληρωματική τους δράση, και θα θέλαμε αυτή να στραφεί προς την κατεύθυνση των μεγάλων προτεραιοτήτων του υπουργείου Πολιτισμού. Αρα η συμμετοχή χορηγικού κεφαλαίου σε μια διαδικασία απόκτησης, για παράδειγμα, της Συλλογής Κωστάκη θα ήταν απολύτως ευπρόσδεκτη αλλά με τρόπο απολύτως διαφανή, οργανωμένο και ψύχραιμο».


Αλλά πώς φθάσαμε στην πρωτοβουλία του υπουργείου Πολιτισμού; Ποιος ήταν ο σπινθήρας που άναψε τη φλόγα του ενδιαφέροντος και ποια τα κριτήρια βάσει των οποίων οργανώθηκε και προχώρησε η πρωτοβουλία για την απόκτηση της Συλλογής; Ο κ. Βενιζέλος θεωρεί ότι, «από τη στιγμή που η Συλλογή Κωστάκη εκτέθηκε στην Ελλάδα και κυκλοφόρησε ο γνωστός πολύ σημαντικός για την εικαστική βιβλιογραφία κατάλογος (με επιμέλεια της κυρίας Αννα Καφέτση), το θέμα της απόκτησης του δυτικού μέρους της Συλλογής ήταν ένα θέμα ανοικτό για το υπουργείο Πολιτισμού».


Οπως επισημαίνει ο υπουργός Πολιτισμού: «Δύο στοιχεία που αναζωπύρωσαν το ενδιαφέρον είναι, πρώτον, η πολύ μεγάλη δημοσιότητα που προκλήθηκε από την προβολή στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης 1996 ενός ντοκυμαντέρ που είχε ετοιμασθεί για τη Συλλογή Κωστάκη και, δεύτερον, η ειλημμένη και εφαρμοστέα τελικά απόφασή μου να συσταθούν ως οργανισμοί, ως νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, τα δύο Κρατικά Μουσεία Σύγχρονης Τέχνης, το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στην Αθήνα (με φιλοδοξία εγκατάστασης στο κτίριο της παλαιάς ζυθοποιίας Φιξ στη λεωφόρο Συγγρού) και το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Θεσσαλονίκη, που θα στεγασθεί στο κτίριο της παλαιάς βιομηχανίας Υφανέτ».


Από τη στιγμή που υπάρχει η υποδομή ­ για παράδειγμα το κτίριο της Υφανέτ ­ χρειαζόταν και καλλιτεχνικό υλικό για να δώσει υπόσταση στο «κέλυφος» ενός νεοσύστατου μουσείου. Αυτό πιστεύει ο υπουργός Πολιτισμού και επισημαίνει: «Εχουμε λοιπόν ανάγκη από καλλιτεχνικό υλικό και από καλλιτεχνική ταυτότητα και για τους δύο αυτούς μεγάλους μουσειακούς οργανισμούς που είναι αναγκαίοι για τη χώρα μας και για μεγάλα πολεοδομικά συγκροτήματα του μεγέθους της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Επιπλέον όλοι οι εικαστικοί καλλιτέχνες, όλοι οι θεωρητικοί και οι ιστορικοί της τέχνης, όλοι οι άνθρωποι που έχουν έρθει σε επαφή μαζί μου για ζητήματα των εικαστικών τεχνών μού έθεταν σταθερά και επίμονα το θέμα της Συλλογής Κωστάκη. Το επιχείρημά τους, που αποδέχομαι, ήταν ότι η Συλλογή αυτή πρέπει να αποκτηθεί από το ελληνικό Δημόσιο ακριβώς γιατί έχει έναν ενιαίο και συστηματικό χαρακτήρα που μας επιτρέπει να μπούμε σε μια διεθνή αγορά ανταλλαγής έργων, εκθέσεων και συλλογών έτσι ώστε να διευκολύνουμε τη διαρκή τροφοδοσία των μεγάλων εικαστικών μας οργανισμών, οι οποίοι δεν θα έχουν τη δυνατότητα απλώς να εκθέτουν τη Συλλογή Κωστάκη αλλά θα μπορούν να μπαίνουν σε μια πολύ σοβαρή διαπραγμάτευση ανταλλαγών εκθέσεων με πυρήνα αυτήν τη Συλλογή».


Ο υπουργός Πολιτισμού κ. Βενιζέλος αποσαφηνίζει με τις απαντήσεις και δύο σημαντικά ζητήματα: το πρώτο αφορά τις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν σε όλη τη διάρκεια των αρχικών διαβουλεύσεων και το δεύτερο έχει να κάνει με τη σημερινή σύνθεση του «δυτικού» μέρους της Συλλογής.


* Ως προς τις διαδικασίες ο κ. Βενιζέλος τονίζει τα εξής: «Για να προχωρήσουμε έπρεπε να ελέγξουμε κατ’ αρχάς το ίδιο το αντικείμενο και τους συνομιλητές μας. Και αυτό γιατί η Συλλογή Κωστάκη απαρτίζεται από δύο απολύτως διακριτά τμήματα ως προς την κυριότητα των έργων. Κατά ένα μέρος ανήκει στην κυρία Αλίκη Κωστάκη, κόρη του διάσημου συλλέκτη, και το άλλο μέρος σε ένα καταπίστευμα (trust). Ηδη έχουμε υπογράψει μια κοινή δήλωση προθέσεων, μια option, με την κυρία Κωστάκη και με το trust, οι εκπρόσωποι του οποίου είχαν την καλοσύνη να μας αποστείλουν όλα τα νομιμοποιητικά έγγραφα τα οποία και στη συνέχεια ελέγχθηκαν από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους».


* Ως προς τη σύνθεση της Συλλογής ο κ. Βενιζέλος επισημαίνει τα εξής: «Το «σώμα» της Συλλογής βρίσκεται αποθηκευμένο στην Κολονία και ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού κ. Ευγένιος Γιαννακόπουλος μαζί με τη διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης καθηγήτρια κυρία Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα προ έτους επισκέφθηκαν την Κολονία και έκαναν τη σχετική αυτοψία επί των έργων. Είναι γεγονός ­ και αυτό το αποδέχονται όλοι ­ ότι έχουν πωληθεί μεμονωμένα πολύ σημαντικά έργα της Συλλογής. Αρα, όπως είναι φυσικό, όλα αυτά επηρεάζουν την οικονομική αξία της Συλλογής και αυτό είναι κάτι που το λαμβάνουμε πολύ σοβαρά υπόψη. Μιλάμε λοιπόν για έναν πολύ συγκεκριμένο κατάλογο έργων που είναι αποθηκευμένα στην Κολονία και για τα οποία έχουμε διενεργήσει την αυτοψία».


Η Συλλογή λοιπόν οδεύει προς τον ελληνικό Βορρά. Αλλά με ποια κριτήρια έγινε η επιλογή της Θεσσαλονίκης; Ο κ. Βενιζέλος δίνει τη δική του απάντηση και απομένει να κριθεί στην πράξη η αποτελεσματικότητα αυτής της επιλογής: «Ηδη έχω πει ότι το κλίμα, η ατμόσφαιρα, η υπολανθάνουσα διάθεση της Θεσσαλονίκης την φέρνει πιο κοντά στα βαλκανικά ή στα κεντροευρωπαϊκά δεδομένα και ίσως είναι προσφορότερη λύση για την εγκατάσταση της Συλλογής. Κατ’ αρχάς με την αποθήκευση των έργων στη Θεσσαλονίκη και τη σταδιακή έκθεση τμήματος της Συλλογής των έργων της έως ότου ολοκληρωθούν οι διαδικασίες συγκρότησης των νέων Μουσείων». Χίλια αντικείμενα σε δύο «κομμάτια»





Η
Συλλογή Κωστάκη, υπό τη σημερινή μορφή της, περιλαμβάνει γύρω στα 1.000 αντικείμενα ­ πίνακες μικρών και μεγάλων διαστάσεων, μεταξύ των οποίων διακρίνονται λάδια και γκουάς του Ιβάν Κλιούν, λάδια και ακουαρέλες της Λιουμόμπ Ποπόβα, λάδια ­ αλλά και σχέδια ­ του Αλεξάντρ Ρότσενκο, μια αρκετά ολοκληρωμένη σειρά σχεδίων του Ιβάν Πούνι και άφθονο αρχειακό υλικό ντοκουμέντων, από περιοδικά του κινήματος της ρωσικής αβάν γκαρντ, αφίσες και λιθογραφίες ως προσχέδια για μεγάλες κατασκευές μνημείων και θεατρικές σκηνογραφίες, ζωγραφισμένα με το χέρι του Βασίλι Καντίνσκι, πορσελάνινα φλιτζανάκια του καφέ και γράμματα του Μαρκ Σαγκάλ, σταλμένα από τη Δύση στον ίδιο τον Κωστάκη.


Ιδιοκτήτες του «δυτικού» τμήματος της Συλλογής είναι αφενός η κόρη του συλλέκτη κυρία Αλίκη Κωστάκη (κατέχει γύρω στα 300 περίπου αντικείμενα) και αφετέρου το trust με την επωνυμία Art Co. Και τα δύο μέρη αυτής της Συλλογής τα τελευταία χρόνια βρίσκονται αποθηκευμένα στην Κολονία της Γερμανίας, όπου έγινε και η απαραίτητη αυτοψία από τον γενικό γραμματέα του υπουργείου Πολιτισμού κ. Ευγένιο Γιαννακόπουλο και τη διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης, καθηγήτρια κυρία Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα. Οι δύο αυτοί εξουσιοδοτημένοι εκπρόσωποι του υπουργείου Πολιτισμού είχαν την ευκαιρία να διαπιστώσουν ιδίοις όμμασι το περιεχόμενο και την κατάσταση της Συλλογής πριν από ένα περίπου χρόνο.


Η εκτίμησή τους, που αφορούσε αποκλειστικά την καλλιτεχνική αξία των έργων, ήταν ότι παρά τα «τραύματά» της ­ διάσπαση του 1977, πωλήσεις μεμονωμένων σημαντικών έργων ­ η εναπομείνασα Συλλογή θα αποτελούσε μια αξιόλογη προίκα για ένα νεοσύστατο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη χώρα μας. Προφανώς η αντιμετώπιση τόσο του υπουργείου Πολιτισμού όσο και των θεωρητικών και ιστορικών της τέχνης θα ήταν πολύ διαφορετική αν στη χώρα μας υπήρχαν και λειτουργούσαν, εδώ και μερικές δεκαετίες, μουσεία σύγχρονης τέχνης. Σήμερα η πρωτοβουλία του υπουργείου Πολιτισμού για την απόκτηση της Συλλογής στηρίζεται στην ανάγκη να υπάρξει εκείνος ο πυρήνας έργων τέχνης που θα λειτουργήσει ως καταλύτης εξελίξεων στον χώρο των εικαστικών τεχνών και θα βάλει τη χώρα μας στον διεθνή χάρτη. Η Συλλογή Κωστάκη, παρά τα τραύματά της, διατηρεί το διεθνές κύρος της και εκπληρώνει τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις για να λειτουργήσει ως πυρήνας ανάπτυξης των συλλογών ενός μουσείου. Εξάλλου, με βάση αυτές τις εκτιμήσεις, προχώρησαν οι διαβουλεύσεις των δύο πλευρών και στη συνέχεια προέκυψε η επίσημη εκδήλωση ενδιαφέροντος από το ελληνικό Δημόσιο. Στο διάστημα του ενός έτους που μεσολάβησε από την επίσκεψη – αυτοψία στην Κολονία, το υπουργείο Πολιτισμού άφησε κατά μέρος τις οικονομικές διεκδικήσεις των ιδιοκτητών επιλέγοντας, όπως φαίνεται, να δώσει έμφαση σε πτυχές της υπόθεσης που δεν συνδέονταν άμεσα με το τίμημα απόκτησης της Συλλογής αλλά αφορούσαν την υποδομή για την εγκατάσταση και αξιοποίηση της Συλλογής, την επίλυση φορολογικών και άλλων νομικών ζητημάτων, την απόδοση τιμής στον ιδρυτή και στους κληρονόμους του κλπ.


Η στρατηγική αυτή ακολουθήθηκε σκόπιμα καθώς όλοι οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνώριζαν τα μεγέθη των διαφόρων αποτιμήσεων. Για παράδειγμα, η μοσχοβίτικη κρατική Πινακοθήκη Τετριάκοφ έχει αποτιμήσει την αξία της Συλλογής που βρίσκεται στην Κολονία σε 62 εκατομμύρια δολάρια και είχε, όπως λέγεται, εκφράσει τη διαμαρτυρία της όταν το 1996 το υπουργείο Πολιτισμού είχε προτείνει ως ενδεικτική τιμή διαπραγματεύσεων τα 25 εκατομμύρια δολάρια (σε σημερινές τιμές λίγο πάνω από τα 7 δισ. δρχ.). Το ίδιο το trust, από την άλλη, έχει στη διάθεσή του μια έκθεση ειδικών εκτιμητών για 52 εκατομμύρια δολάρια (γύρω στα 14 δισ. δρχ. περίπου).


Αλλά οι αποτιμήσεις δεν λένε πάντοτε όλη την αλήθεια. Για παράδειγμα, η προσέγγιση της αξίας μιας συλλογής που πωλείται ως ενιαίο σύνολο είναι πολύ διαφορετική από την αξία που προκύπτει από τον συνυπολογισμό των επί μέρους αξιών των έργων της συλλογής, όπως αυτές διαμορφώνονται στο διεθνές χρηματιστήριο της τέχνης. Και αυτό γιατί οι εκτιμήσεις των επί μέρους αξιών ­ η τιμή ενός μεμονωμένου πίνακα της Ποπόβα ή του Κλιούν ­ δεν θα μπορούσαν ενδεχομένως να δικαιολογηθούν σε περίπτωση μιας μαζικής εκποίησης μεγάλου μέρους μιας πανάκριβης συλλογής. Αλλωστε οι οικονομικές αποτιμήσεις που γίνονται στη διεθνή αγορά αρκετές φορές παρακάμπτουν το γεγονός ότι μπορεί μια μεγάλη και ενιαία συλλογή να μην μπορεί να βρει αγοραστή, με αποτέλεσμα να περιορίζονται οι εναλλακτικές λύσεις.