Ηταν μια δίκη διαφορετική. Αλλιώτικη. Και όχι μόνο γιατί στο εδώλιο βρισκόταν ένας τραγικός πατέρας, παιδοκτόνος του άρρωστου παιδιού του. Οχι μόνο γιατί ήταν μια δίκη χωρίς πολιτική αγωγή. Ηταν μια δίκη ουσιαστικά χωρίς δράστη! Ηταν μια δίκη μόνο με θύματα. Θύμα πρώτο ο Βαγγέλης, που ο ίδιος του ο πατέρας στα 27 του χρόνια έκοψε το νήμα της ζωής του με τον πιο φρικτό τρόπο. Θύματα τραγικά η μάνα και τα δύο της παιδιά. Ακόμη και στο πρόσωπο του Απόστολου Κοσμά οι ρόλοι του θύτη και του θύματος ήταν δυσδιάκριτοι.


Ηταν μια δίκη όπου κυριαρχούσε η ενοχή, ο πόνος, η αγάπη. Πολύς πόνος, πολλή αγάπη αλλά και συναισθήματα αποστροφής για ένα έγκλημα φρικαλέο και ανήκουστο. Μια πράξη που δεν χωράει ανθρώπου νους. Που γεννά φόβο, ερωτήματα, ταράζει, συγκλονίζει. Κεντρικό πρόσωπο του δράματος ο πατέρας. Μεσήλικος, υγιής, άνδρας γερός, πενηνταπεντάρης, με σπουδές καλές στη Γερμανία, μηχανικός το επάγγελμα, που ξέρει πέντε γλώσσες, που δούλεψε σκληρά και το χρήμα ήταν γι’ αυτόν φυσική συνέπεια. Τώρα βρίσκεται στο εδώλιο για έναν φόνο. Τον φόνο του ίδιου του παιδιού του, του παιδιού του που ήταν άρρωστο βαριά και επικίνδυνο.


Ηταν όμως το παιδί που εκείνος λάτρευε. Ηταν ο πρωτότοκος γιος του. Ηταν «το παιδάκι του». Δεν ήθελε να παραδεχθεί ότι είναι άρρωστο, πίστευε πως η αγάπη του, η μεγάλη του αφοσίωση θα το σώσει, θα το κάνει καλά. «Δεν ξέρετε, κυρία πρόεδρε, τι καλό που ήταν το παιδάκι μου» θα πει πολλές φορές. Τίποτε κακό για αυτό δεν βγαίνει από το στόμα του. Στις επίμονες ερωτήσεις του Δικαστηρίου να περιγράψει τον εφιάλτη που ζούσαν στο σπίτι τους δεν θέλει να σπιλώσει το άρρωστο παιδί του. Δεν λέει τίποτε ή απαντά γενικά και αόριστα. Και όσες φορές αναγκάζεται να πει κάτι, «με χτυπούσε και με απειλούσε συνέχεια», επανορθώνει. «Ηταν καλό το παιδάκι μου, είχε καλά συναισθήματα για όλους. Η αρρώστια του έφταιγε. Οταν ήταν καλά, ένα χαμόγελό του άξιζε για μένα όσο όλος ο κόσμος».


* Ανεξέλεγκτη επιθετικότητα


Ο Βαγγέλης λοιπόν ο οποίος στα 15 του για πρώτη φορά εμφάνισε την «τρέλα» ήταν ο «άγγελος» που έγινε «βασανιστής». Ηταν ένα παιδί ευφυέστατο που παρά τη βαριά κατάσταση της υγείας του προσπαθούσε και διατήρησε για καιρό «νησίδες λογικής» στο ταραγμένο του μυαλό, θα πει ο ψυχίατρός του. Η σχιζοφρένια παρανοϊκού τύπου όμως με ανεξέλεγκτη επιθετικότητα ήταν μια αρρώστια έξω από τα μέτρα του. Δεν μπορούσε να «τη φέρει βόλτα» ούτε ο ίδιος ούτε η οικογένειά του, που ζούσε με την ελπίδα ότι η αγάπη μπορεί να θεραπεύει, αλλά ούτε και ο γιατρός του που πάσχιζε χρόνια, επίκουρος καθηγητής της Νευρολογίας και της Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο κ. Παπαγεωργίου, ο οποίος στο τέλος με έμφαση γνωμάτευσε στους γονιούς: «αναγκαστική νοσηλεία» η μόνη λύση.


Τραγική η επιβεβαίωσή του από τα γεγονότα. Ο πατέρας όμως δεν άντεχε στην ιδέα του εγκλεισμού. «Του είχα υποσχεθεί του παιδιού μου ότι ποτέ ξανά (είχε νοσηλευθεί λίγο καιρό σε ψυχιατρική κλινική) δεν θα το έκλεινα σε ίδρυμα. Με είχε πιστέψει το αγόρι μου γιατί με αγαπούσε πολύ» θα πει «ήταν η αδυναμία μου». Και η μάνα «με την καρδιά της σκισμένη στα δύο» με πόνο βαθύ και κλάμα βουβό θα πει: «Δεν θέλαμε να το βάλουμε σε δημόσιο ψυχιατρείο. Εκεί που το ένα παιδί βιάζει το άλλο. Αγάπη τού δίναμε ελπίζοντας. Αγάπη και υπομονή». «Πλάνη» θα αποφανθεί ο εισαγγελέας και «μοιραίο λάθος» θα επισημάνουν οι ειδικοί.


Η τρέλα όμως φοβίζει. Και ό,τι φοβόμαστε το αποφεύγουμε. Η οικογένεια Κοσμά δεν ήθελε (ακόμη και όταν η κατάσταση του Βαγγέλη είχε επιδεινωθεί) να παραδεχθεί την οδυνηρή πραγματικότητα. Να παραδεχθούν οι γονείς του ότι είχαν φέρει στον κόσμο ένα άρρωστο και επικίνδυνο παιδί. Πεισματικά πίστευαν ότι, «αν έπαιρνε τα φάρμακά του, όλα θα πήγαιναν καλά». Το «στίγμα» του ψυχασθενούς, του ανθρώπου με το μυαλό το ταραγμένο, δεν είχε αφήσει αλώβητους, έστω κι αν δεν το είχαν υποψιασθεί, ούτε δύο ανθρώπους μορφωμένους και οικονομικά ευκατάστατους, όπως οι γονείς του τραγικού Βαγγέλη.


Η φοβία όμως για την τρέλα, η αποστροφή για τον «σχιζοφρενή» καθόρισε και τη στάση της Αστυνομίας. Οσες φορές ο τραγικός πατέρας απευθύνθηκε, απελπισμένος πια, με τα χαρτιά της εντολής του εγκλεισμού στα χέρια στο Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής αντιμετωπίστηκε με δικαιολογίες «δεν μπορούμε εμείς να τον καταφέρουμε» και άλλα τέτοια «υπηρεσιακά». Ακόμη και το μεσημέρι του φόνου πήγε δύο φορές ο Απόστολος Κοσμάς στο Τμήμα εκλιπαρώντας για υλοποίηση του εγκλεισμού. Ηταν όμως άτυχος.


Νοοτροπίες που διαψεύδονται από τη ζωή, και μάλιστα τραγικά, και φόβοι που δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα, συγκυρίες μοιραίες και τραγικές μαζί οδήγησαν τελικά αυτόν τον πατέρα σε ένα έγκλημα ακατανόητο ακόμη και για τον ίδιο. Τον έφεραν πρόσωπο με πρόσωπο με την οδύνη και τη φρίκη. Με τον θάνατο του παιδιού του που λάτρευε, με τη δυστυχία της οικογένειάς του και τη δική του συμφορά. Η ζωή για αυτόν είναι μια απίστευτη τυραννία. «Θα είχα αυτοκτονήσει» θα πει «αλλά το μικρό μου το παιδί, ο Σταύρος μου, το κακόμοιρο μου είπε μια μέρα: Πατέρα, κοιμάμαι και ξυπνώ κάθε πρωί γιατί ξέρω ότι υπάρχεις»!


* Ειλικρινής απολογία


Ζει και θρηνεί. Θρηνεί τον γιο του που δεν ζει πια γιατί αυτός τον σκότωσε. Ζει και κάθε ώρα είναι γι’ αυτόν ώρα μαρτυρίου. «Δεν ξέρετε τι σκέπτομαι στη φυλακή». «Το συμβάν», όπως αποκαλεί στην απολογία του τον φόνο, δεν αντέχει ούτε να το θυμηθεί. Είναι ένας κατηγορούμενος που δεν μιλά. «Δεν μπορώ» λέει. Χωρίς να πει μια λέξη για ό,τι φρικτό και αποτρόπαιο έκανε και έζησε ουσιαστικά, απολογείται στη Δικαιοσύνη με έναν τρόπο συγκλονιστικό που δύσκολα περιγράφεται. Με έναν λυγμό! Με έναν λυγμό που δεν μπορεί να συγκριθεί με την πιο ειλικρινή απολογία. Λυγμό βαθύ που τον ταράζει σύγκορμο. Ο ίδιος είναι ένας λυγμός! Αυτός τον καθορίζει καθώς ακροατήριο και δικαστές άφωνοι ακούν τον βουβό πόνο, την οδύνη ενός ανθρώπου που οι ειδικοί καταθέτουν πως είναι απολύτως υγιής και όμως έκανε ένα τέτοιο έγκλημα!


Πώς; Συμβαίνει, λένε οι ειδικοί. Λέγεται «παροδική αποδόμηση του ψυχισμού». Μπορεί να συμβεί στον καθένα! Από έντονο στρες, έντονα συναισθήματα για λίγο (μία μέρα ως έναν μήνα) ο άνθρωπος «χάνει τα λογικά του» χωρίς να είναι τρελός. Δεν ελέγχεται από τη συνείδησή του. Δεν ξέρει τι κάνει! Αλλά επανέρχεται. Αυτό συνέβη στον πατέρα του Βαγγέλη. Παιχνίδια του μυαλού; Το μυαλό, αυτός ο μεγάλος άγνωστος! Ο Απόστολος Κοσμάς πέρασε λοιπόν το κατώφλι του ελέγχου και διάβηκε στην αντίπερα όχθη. Την όχθη του κακού. Διέψευσε την επιστήμη. Οι παιδοκτόνοι, συνήθως, λέγει ο καθηγητής κ. Αλ. Κατσαντώνης, είναι οι ψυχικά άρρωστοι που σκοτώνουν. Εδώ έγινε το αντίθετο. Ο υγιής πατέρας σκότωσε το άρρωστο παιδί του. Η παιδοκτονία, βαθιά ριζωμένη στη συλλογική συνείδηση της ανθρωπότητας, ο Κρόνος που τρώει τα παιδιά του, ο Αβραάμ που θυσιάζει, ο Αγαμέμνονας επίσης, δεν μπορεί, φαίνεται, να μας εξοικειώσει, να μας απαλύνει την εικόνα για ένα τέτοιο φονικό. Γι’ αυτό και η τιμωρία και η κύρωση. Τα 15 χρόνια, παρά τα ελαφρυντικά.