Ο λεξιλάγνος



Desamor. Ισως μόνο η ισπανική αποτόλμησε να εγκαθιδρύσει γλωσσολογικά την έννοια του «εξανεμισθέντος έρωτος». Desamar, δηλαδή «ξε-αγαπώ», αφήνω την καρδιά μου ελεύθερη να «πνίξει» ­ με την ίδια αυταρέσκεια που κάποτε γονιμοποίησε ­ το ωάριο της ολικής παράδοσης σε Εκείνον, σε Εκείνην, σε όλους τους Εκείνους, στις μύριες Εκείνες. Ενας από τους αυτοσχεδιασμούς της μητρικής του γλώσσας που καλείται να αγκαλιάσει ο Χαβιέρ Μαρίας διότι, όπως διακηρύσσει μέσα από το βιβλίο του «Καρδιά τόσο άσπρη» (Βραβείο Κριτικών της Ισπανίας για το 1993, υποψήφιο την ίδια χρονιά για το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας), «είμαστε άοπλοι μπροστά στις λέξεις· τα αφτιά δεν έχουν βλέφαρα».


Και ο ρόλος του μυθιστοριογράφου είναι αυτός ακριβώς: να καταστήσει απαραίτητες, αναγκαίες όλες αυτές τις τυχαίες φαινομενικά δολοπλοκίες των λέξεων. Οπως ακριβώς συνέβη προ ετών με τον ίδιο ενώ καθόταν μπροστά στην αναμμένη τηλεόραση. Είχε ξαναδεί τον «Μάκβεθ» του Ορσον Γουέλς αλλά ήταν η πρώτη φορά που άκουσε με ανοιχτά τα βλέφαρα τη φράση της αιματοβαμμένης σαιξπηρικής Λαίδης: «Τα χέρια μου έχουν το χρώμα σου· μα ντρέπομαι να ‘χω μια καρδιά τόσο άσπρη». Δεν ήταν απλώς ένα τυχαίο πάτημα στο τηλεκοντρόλ που του χάρισε τον τίτλο του πλέον διάσημου βιβλίου του. Ηταν οι λέξεις «καρδιά» και «άσπρη» που ζήτησαν να αποκτήσουν τη δική τους οντότητα μέσα στις σελίδες του έργου του ­ μια ενδοφλέβια ένεση σε ένα μυθιστόρημα που η Ευρώπη θα αγκαλιάσει σαν ένα από τα πρωτοπόρα του ισπανικού νέου κύματος.



Λεξιλάγνος αλλ’ ουδόλως εραστής του λογιωτατισμού, ο Χαβιέρ Μαρίας επαναφέρει στη λογοτεχνική σκηνή ένα κομμάτι της που έμοιαζε να έχει ατροφήσει. Το απλό μυθιστόρημα ιδεών παραδίδει εκ νέου τη σκυτάλη στο σύγχρονο φιλοσοφικό μυθιστόρημα. Και, παρ’ ότι, όπως επισημαίνει ο Πιερ Λεπάπ στον γαλλικό «Monde», «ο χαρακτηρισμός μπορεί να φοβίζει και δικαίως γιατί φέρνει στον νου επίπονες αναζητήσεις στον γραπτό λόγο που καταλήγουν σε δυσνόητους συμβιβασμούς ανάμεσα στις απαιτήσεις της τέχνης και στη λογική των ιδεών», ο μαδριλένος συγγραφέας στέφεται καλλιτέχνης και όχι γενειοφόρος καθηγητής. «Το «Καρδιά τόσο άσπρη»», συνεχίζει ο γάλλος κριτικός, «βρίσκεται στους αντίποδες των επιτυχημένων μυθιστορημάτων της Πανεπιστημιακής Διεθνούς· ο Εκο, ο Λοντζ, ο Ferrucci, η Byatt πλάθουν τους λόγιους κριτικούς στοχασμούς τους μέσα στο πιο παραδοσιακό, και μάλιστα το πιο γερασμένο μυθιστορηματικό καλούπι».


Γεννηθείς εν έτει 1951 στην καρδιά της Καστίλλης και του καθεστώτος του Φράνκο, ο Χαβιέρ Μαρίας απέβαλε εγκαίρως τα κληρονομηθέντα εθνοπατριωτικά σύνδρομα της Ιβηρικής. Τα δύο πρώτα μυθιστορήματά του («Los Dominios del lobo» το 1971 και «Traversia del horizonte» το 1972) γυρνούν μια μια τις σελίδες της Ιστορίας και βάζουν κατά μέρος τις εμμονές των «πατέρων». Ο νεαρός Μαρίας, προστατευόμενος του Χουάν Μπενέτ που τον έχει από νωρίς ξεχωρίσει ως έναν από τους εκλεκτούς φερέλπιδες της γενιάς του, θα αναζητήσει αλλού τα μυθιστοριογραφικά τονωτικά του. Ανάμεσά τους ο αμερικανικός κινηματογράφος ­ με ιδιαίτερη έμφαση στις ατασθαλίες του Τζον Γουέιν ­ και η βρετανική λογοτεχνία του 18ου και του 19ου αιώνα.


Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η μετάφραση, μια εγγενής προέκταση της συστηματικοποιημένης λεξιλαγνείας του, θα βρεθεί τα πρώτα αυτά χρόνια στο επίκεντρο της δραστηριότητάς του ­ αλλά και, αργότερα, ο βασικός ήρωάς του στο «Καρδιά τόσο άσπρη» αναλαμβάνει χρέη διερμηνέα καμπίνας σε μια διάσκεψη κορυφής με πρωταγωνιστές δύο ηγέτες (πιθανότατα τους Γκονζάλεθ και Θάτσερ). Το 1979 κερδίζει το Εθνικό Βραβείο Μετάφρασης για την απόδοση στα ισπανικά του «Τρίστραμ Σάντι» του Λόρενς Στερν, ενώ ποτέ δεν θα πάψει να διεισδύει στους δανεικούς κόσμους των Κόνραντ και Γέιτς ­ οι ξένες λέξεις αποτελούν κατ’ αυτόν το καταλληλότερο διεγερτικό για έναν εν δυνάμει συγγραφέα.


Η Μαδρίτη θα τον κρατήσει αρκετό καιρό μακριά. Εχοντας ολοκληρώσει τις σπουδές του στην αγγλική γλωσσολογία θα διδάξει στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και στις ΗΠΑ, ενώ παράλληλα θα συνεχίσει να φιλοτεχνεί δοκίμια, άρθρα και σύντομες βιογραφίες για τον διεθνή Τύπο. Ακολουθούν τα μυθιστορήματα «El monarca del tiempo», «El siglo», «El hombre sentimental» (Βραβείο Μυθιστορήματος Herralde 1986), «Todas las almas» (Βραβείο Ciudad de Barcelona 1989). Οι κριτικοί έχουν αρχίσει να υποκύπτουν σε ένα φιλοσοφικό μυθιστόρημα που δεν φοβάται να «παίξει» με το θρίλερ και το φιλμ νουάρ (ακόμη και ο όνομα του Χίτσκοκ θα διανθίσει τους πλείστους ­ είναι η αλήθεια ­ διθυράμβους που συνοδεύουν το όνομά του), τη φάρσα, την ειρωνεία και το δράμα.


Με την «Καρδιά τόσο άσπρη» η Ευρώπη είναι πλέον δική του. Μέσα σε δύο εβδομάδες το βιβλίο θα πουλήσει στη Γερμανία 100.000 αντίτυπα, με τη Γαλλία και τη Βρετανία να ακολουθούν ασθμαίνοντας στα ίχνη του απολωλότος Ισπανού. Ο Marcel Reich – Ranicky, θρυλικός γκουρού της γερμανικής λογοτεχνίας, καταποντίζει το τελευταίο μυθιστόρημα του Γκύντερ Γκρας για να αποφανθεί ότι «δεν υπάρχει τίποτε στη σύγχρονη λογοτεχνία που να μπορεί να συγκριθεί με το έργο του Χαβιέρ Μαρίας… ίσως μόνο ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες». Το γερμανικό «Der Spiegel» αφιερώνει διά στόματος Χέλμουτ Καράσεκ τρεις σελίδες στον συγγραφέα της «Καρδιάς», ενώ ο Ζίγκριντ Λέφλερ της «Suddeutsche Zeitung» του Μονάχου μιλάει για «ένα μυθιστόρημα ανατρεπτικό μοντέρνο, κοσμοπολίτικο, με μια ματιά σύγχρονη στην Ισπανία του σήμερα».


Το 1996 ο Μαρίας επανέρχεται με το «Αύριο στη μάχη να με σκεφτείς» και καθιερώνεται πλέον ως το «χαϊδεμένο παιδί» της ισπανικής λογοτεχνίας. Και εδώ (όπως και στο «Καρδιά τόσο άσπρη», με μια νιόπαντρη να αυτοπυροβολείται μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου) οι εναρκτήριες σελίδες είναι γεμάτες πορφυρές κηλίδες. Αυτή τη φορά ο ήρωας Βίκτωρ Φρανθές, ένας συγγραφέας και σεναριογράφος της τηλεόρασης, δέχεται μια πρόσκληση για δείπνο από μια παντρεμένη γυναίκα, η οποία αφήνει την τελευταία της πνοή στη διάρκεια του ερωτικού παιχνιδιού. Και πάλι ο Μαρίας αφήνει το περιτύλιγμα μιας ζοφερής μυθοπλασίας να τον παρασύρει σε ένα ολοκαίνουργο παιχνίδισμα κόσμων ­ και φυσικά λέξεων ­ με φόντο τη νυχτερινή Μαδρίτη και έναν μεταμοντέρνο Δον Κιχώτη ψυχών και αναμνήσεων: «Και πόσο λίγα είναι αυτά που μένουν τελικά από κάθε άτομο μέσα στον άχρηστο χρόνο σαν το ολισθηρό χιόνι, για πόσο λίγα υπάρχει απόδειξη, και από αυτά τα λίγα που μένουν πόσα αποσιωπούνται, και από αυτά που δεν αποσιωπώνται μόνο ένα ελάχιστο μέρος μένει μετά στη μνήμη και για λίγο καιρό: ενόσω οδεύουμε αργά προς την εξάλειψή μας μόνο και μόνο για να περάσουμε στην πλάτη ή στην πίσω πλευρά αυτού του χρόνου, όπου δεν μπορεί πια κανείς να συνεχίσει να σκέφτεται ούτε να αποχαιρετά».


Ο ίδιος εξομολογείται σε πρόσφατη συνέντευξή του στην «El Pais» ότι τον έχει φοβίσει η υποδοχή της Γηραιάς Ηπείρου. Περιγράφει μάλιστα ένα παράξενο τηλεφώνημα που του έκαναν άγνωστοι βιβλιοφάγοι: «Σήκωσα το ακουστικό και μου είπαν στα αγγλικά ότι μου τηλεφωνούσαν από ένα εστιατόριο. Με ρώτησαν αν μιλάω γερμανικά και όταν απάντησα αρνητικά πήραν το ακουστικό κάποιοι άλλοι οι οποίοι δήλωσαν ότι θέλουν να με δουν, να με χαιρετήσουν, να με τραβήξουν φωτογραφίες. Τρελοί για τα σίδερα». Ισως γιατί ο λεξιλάγνος της Ισπανίας δεν μπορεί ακόμη να αντιληφθεί ότι δύο βιβλία στη λίστα με τα μπεστ σέλερ της Ενωμένης Ευρώπης συνεπάγονται αυτοσχέδια φαν κλαμπ. Ισως πάλι γιατί προτιμά την desamor.