Τα Ξύλινα Σπαθιά κάνουν τα πλήθη να παραληρούν με το «Λιωμένο παγωτό» ενώ οι Make Believe εμφανίζονται σποραδικά στο MTV. Δύο διαφορετικές όψεις του ελληνικού ροκ στο τέλος της χιλιετίας. Ο στίχος και η πιθανή παγκοσμιότητα του βαλκανικού μηνύματος ξανά στην επικαιρότητα. Και ενώ οι συζητήσεις μαίνονται σχετικά με το μέλλον της εγχώριας σκηνής, ένα βιβλίο έρχεται να θυμίσει το παρελθόν του είδους. Το «Ραντεβού στο Κύτταρο» παρουσιάζει την ελληνική ποπ και ροκ μέσα από τη δισκογραφία. Πρόκειται για το πρώτο μέρος μιας καταγραφής που αναφέρεται στην περίοδο 1965-1982. Θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί «μαρτυρία» λόγω του ύφους και της «οικειότητας» του συγγραφέα με τα πρόσωπα. Πλην όμως η ηλικία του δεν επιτρέπει τέτοιες παρανοήσεις αφού γεννήθηκε τη χρονιά όπου κυκλοφορούσε το πρώτο LP του Γιώργου Ρωμανού.


Από την πρώτη κιόλας σελίδα ο Φώντας Τρούσας, αρχισυντάκτης του περιοδικού «Jazz και Τζαζ», δείχνει τις προθέσεις του. Δεν είναι διατεθειμένος να παρασυρθεί από τον ενθουσιασμό του ακροατή που θεωρεί αριστούργημα οτιδήποτε φέρει ελληνική υπογραφή.


Αντιμετωπίζει το ροκ ως ένα «μικρό» κομμάτι της ελληνικής μουσικής, όχι μόνο λόγω του αριθμού των δίσκων αλλά κυρίως λόγω της «μικρής» παρέμβασής τους στο πολιτιστικό γίγνεσθαι. Φιλοδοξία του δεν ήταν να συντάξει εγκυκλοπαίδεια, λεξικό ή δισκογραφικό οδηγό (που έχουν κυκλοφορήσει στην αγορά από άλλους εκδότες). Ετσι δεν παρατίθεται ευρετήριο ονομάτων που θα έκανε το βιβλίο χρηστικό. Μέσα σε αυτό το πνεύμα επισημαίνεται στην εισαγωγή ότι το βιβλίο έχει «ελλείψεις στα δισκογραφικά στοιχεία ή ακόμη και στα ονόματα». Η πληρότητα όμως έρχεται σε δεύτερη μοίρα σε ένα έργο που επιχειρεί να αναπλάσει την εποχή και να ερμηνεύσει τη μουσική παραγωγή ως κοινωνικό φαινόμενο.


Η πρώτη ελληνική ροκ γενιά γαλουχήθηκε με τους ήχους της μπάντας του 6ου Στόλου και κυρίως από τον ραδιοφωνικό σταθμό της στρατιωτικής βάσης στο Ελληνικό. Ο Φώντας Τρούσας σχολιάζει ότι σε αυτήν την πρώιμη περίοδο τα χαρακτηριστικά της «μοντέρνας» μουσικής ήταν η απουσία ιδεολογικού κινήτρου και ένας μεσοαστικός σνομπισμός. Επισημαίνει επίσης εύστοχα ότι το είδος δεν αναπτύχθηκε στα πλαίσια μιας πολιτικής και κοινωνικής αντι-κουλτούρας. Παρ’ όλα αυτά, οι Charms, οι Greeks και οι Olympians ήταν ό,τι έπρεπε για τα πάρτι με την ξένοιαστη θεματολογία του τύπου «όταν πηγαίναμε μαζί σχολείο…». Το βιβλίο αναπτύσσεται με μια αφήγηση όχι γραμμική, με αναφορές που παραπέμπουν συχνά σε επόμενα κεφάλαια ή συνδέουν με τα προηγούμενα.


Στη δεκαετία του ’70 και υπό το καθεστώς των συνταγματαρχών αρχίζουν να διαφαίνονται «ψήγματα αλλαγών», με τους Θανάση Γκαϊφύλια, Διονύση Σαββόπουλο και Δημήτρη Πουλικάκο να προβληματίζονται σχετικά με την ταυτότητα του ελληνικού ροκ. «Επρεπε να επινοηθούν καινούργιες φόρμες που να καλύπτουν τόσο τις εγγενείς αδυναμίες της ελληνικής γλώσσας να ταιριάξει τους συγκοπτόμενους ρυθμούς της εισαγόμενης ροκ και κυρίως να αντανακλούν ένα όχι ευκαιριακό ψάξιμο στις μουσικές που χρόνια μας περιτριγύριζαν: δημοτικό, ρεμπέτικο, λαϊκό τραγούδι». Τον χειμώνα του 1971 ανοίγει το κλαμπ «Κύτταρο» φιλοξενώντας την πρώτη βραδιά ονόματα όπως οι Εξαδάκτυλος και Socrates Drank the Conium. Χρονιά σημαδιακή κατά τον συγγραφέα αφού η ροκ σκηνή ολοκλήρωσε εκεί την προσφορά της. «Βεβαίως δίσκοι εξακολουθούσαν να κυκλοφορούν, αποκομμένοι όμως από εκείνα τα στοιχεία που θα έκαναν πιο καθοριστική την παρουσία τους».


Από το 1973 το ελληνικό ροκ απομονώνεται από το φοιτητικό κίνημα που ήθελε να πατάξει οτιδήποτε φιλοαμερικανικό (δηλαδή αγγλόφωνο). Παρ’ όλα αυτά, κυκλοφορούν εκείνη την περίοδο άλμπουμ θεωρούμενα κλασικά για την εγχώρια παραγωγή όπως το «Μεταφοραί, εκδρομαί Ο Μήτσος» του Δημήτρη Πουλικάκου. Αργότερα σχηματίζονται γκρουπ που στιγμάτισαν συναισθηματικά τους έλληνες ροκάδες των επόμενων γενεών (ιδέ Σπυριδούλα). Οι μουσικοί του είδους έζησαν αυτό που ονομάζεται «κοινωνικός αποκλεισμός» αφού τα έντυπα δεν τους έδιναν σημασία και οι δισκογραφικές εταιρείες ήταν φειδωλές στις ηχογραφήσεις. Ισως έτσι δικαιολογείται η υστερική λατρεία δίσκων όπως το «Φλου», που κατάφερε να τυπωθεί σε βινύλιο…


Το τοπίο αλλάζει από το 1980, με κύριο χαρακτηριστικό τη «rock-οποίηση» και τον «εξηλεκτρισμό» του ήχου. Τα ονόματα αυξάνονται, τα όρια των ρευμάτων είναι πλέον ασαφή και η συγγραφή του δεύτερου τόμου της μελέτης του Φώντα Τρούσα ιδιαίτερα επίπονη. Να αναμένουμε ότι το δεύτερο μέρος θα έχει τίτλο «Ραντεβού στο Ρόδον»;