Τ ο παραλιακό μέτωπο του Σαρωνικού είχε τη μορφή εξοχής ως τις αρχές του 1960. Ηταν ο αυτοκινητόδρομος Αθηνών- Σουνίου που οδήγησε στο πρώτο εκσυγχρονιστικό λίφτινγκ την παράκτια ζώνη κατά τη δεκαετία 1961-1971. Τότε έγιναν οι κλειστές και οργανωμένες παραλίες του ΕΟΤ, τότε και ο Δήμος Γλυφάδας διαμόρφωσε τμήματα της βραχώδους ακτής σε φιλικές πλαζ. Την ίδια εποχή δρομολογήθηκαν οι παραχωρήσεις από το ελληνικό Δημόσιο στην ΑΞΕ Αστήρ, θυγατρική τότε της Εθνικής Τράπεζας, των 278 στρεμμάτων των Αστεριών Γλυφάδας, όπου διαμορφώθηκαν κυρίως μπανγκαλόους. Στο μικρό Καβούρι φυτρώνει ο όγκος του ξενοδοχείου «Αστέρας», κλείνει η πανάκριβη πλαζ του Αστέρα και ταυτόχρονα αρχίζει να κατοικείται συστηματικά η παράκτια ζώνη. Η Γλυφάδα, που το ΄61 είχε 12.361 κατοίκους, έφτασε να ξεπερνά το ΄71 τους 23.000 κατοίκους. Και ο Αλιμος όμως στην απογραφή του 1961 καταγραφόταν με 13.000 κατοίκους ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 1970 είχε υπερδιπλάσιους (27.000) και σήμερα σχεδόν 50.000 κατοίκους.

Η παραλιακή ζώνη μπαίνει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος την ίδια ώρα που η αντιπαροχή για την ανοικοδόμηση της πρωτεύουσας γίνεται «όραμα». Είναι χαρακτηριστικό ότι το καλοκαίρι του ΄60 παρευρίσκεται στα εγκαίνια της πλαζ Βουλιαγμένης ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, στο πλαίσιο της πολιτικής τουριστικής αξιοποίησης του παραλιακού μετώπου. Ακόμη και πιο απόμακρες παραλιακές περιοχές γίνονται περίζηλες από όσους βλέπουν μακριά ή έχουν μυριστεί «ψαχνό». Ηδη με τη χάραξη και την κατασκευή του παραλιακού δρόμου για το Σούνιο, ακόμη και η Ανάβυσσος αποκτά ειδικό ενδιαφέρον. Ιδού τι ανέφερε ο κ. Θ. Δαλάκογλου στα πρακτικά της Ζ΄ Επιστημονικής Συνάντησης Νοτιοανατολικής Αττικής, Κορωπί, 1995: «Τα πιο άχρηστα χωράφια τα παραθαλάσσια έγιναν περιζήτητα.Οι ξύπνιοι πάλι,που είχαν τις πληροφορίες τους προτού γίνει ο δρόμος,είχαν αγοράσει για ένα κομμάτι ψωμί όλα τα κτήματα πάνω στο κύμα.Αργότερα εφευρέθηκε η πώληση μικρών αγροτεμαχίων με τη μέθοδο της κατάτμησης. (…)Η δικτατορία για να συμπληρώσει το σκηνικό επέτρεψε να χτίζονται λυόμενα σε αυτά τα μικρά οικόπεδα.Και έτσι από το 1960 ως το 1975 γέμισαν ορισμένες περιοχές λυόμενα και αυθαίρετα,με μικρούς αδιέξοδους δρόμους, χωρίς δίκτυα κοινής ωφελείας.Λάκκα,Μαύρο Λιθάρι, Θυμάρι,Καταφύγι καιΟλυμπος έγιναν παραθεριστικοί οικισμοί λύνοντας με αυτοδικία το πρόβλημα των διακοπών των πολιτών που το αδιάφορο ελληνικό κράτος δεν έλυσε.Την ίδια όμως εποχή πιο ευκατάστατοι πολίτες,οργανωμένοι σε συνεταιρισμούς,αγοράζουν γη,άλλοι δασική από το τσιφλίκι (ΑΤΕ,Σαρωνίδα) και άλλοι από ιδιώτες (Αγιος Νικόλας) και πολεοδομούν αυτές τις εκτάσεις εντάσσοντάς τες στο σχέδιο, με μεγάλους δρόμους,πλατείες,έργα υποδομής κτλ.Το κράτος και πάλι απόν,ούτε που νοιάζεται αν χτίζονται δάση και βουνά,με κίνδυνο να μας πνίξουν τα νερά, όπως και έγινε αργότερα.Και έρχεται η δεκαετία του 1980-1990. Χάρη σε μια ευνοϊκή διάταξηστη ζώνη γύρω από την παραλιακή λεωφόρο Βουλιαγμένης- Σουνίουείχαμε μια ξέφρενη οικιστική ανάπτυξη στην περιοχή Αναβύσσου». Αρχές δεκαετίας του ΄70 ξεκινούν τα μεγάλα τεχνικά έργα των επιχωματώσεων στον Φαληρικό όρμο και δημιουργούνται η μαρίνα του Φλοίσβου και η μαρίνα του Αλίμου. Η αστικοποίηση επεκτάθηκε με τη διάνοιξη της λεωφόρου Βουλιαγμένης. Το τσιμέντο μετά θαλασσινής αύρας γίνεται προσοδοφόρα επιχείρηση και τα ιδιωτικά κέρδη στήνουν χορό από τη ζήτηση και την προσφορά αλμύρας και γαλάζιου τοπίου- καλή ώρα όπως τώρα, με μεταολυμπιακούς όρους εμπορικής ανάπτυξης.

Τα μπαζώματα μεγάλης κλίμακας στην παραλία του Μοσχάτου την περίοδο της χούντας αποτέλεσαν πλήγμα για το παράκτιο περιβάλλον της περιοχής καθώς δημιούργησαν έναν όγκο που απέκοπτε τη φυσική διέξοδο των κατοίκων προς τη θάλασσα. Μάλιστα τότε σχεδίαζαν την κατασκευή τεσσάρων μεγάλων ξενοδοχείων τα οποία η μεταπολίτευση σταμάτησε. Δημιουργήθηκε όμως η υπερυψωμένη λεωφόρος, η οποία ολοκλήρωσε την αποκοπή της πόλης από τη θάλασσα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ο Δήμος Μοσχάτου κατασκεύασε δύο γήπεδα ποδοσφαίρου με χόρτο και δύο γήπεδα μπάσκετ και με δίοδο πρόσβασης στην παραλία μέσω της οδού Αθανασίου Διάκου. Τα 240 στρέμματα της παραλιακής ζώνης του Μοσχάτου είναι σήμερα η τελευταία μεγάλη ελεύθερη έκταση στο ευρύτερο μέτωπο του Φαληρικού όρμου που εξασφαλίζει πρόσβαση στη θάλασσα. Αλλες όμως οι βουλές της κυβέρνησης της ΝΔ και της αναπτυξιακής πολιτικής που ευαγγελίζεται μέσω της εταιρείας Ολυμπιακά Ακίνητα ΑΕ.

Οσο για την πάλαι ποτέ πιο κοντινή παραλία από το κέντρο της Αθήνας, εκείνη της Καλλιθέας, σε τίποτε δεν θυμίζει τη γραφική εικόνα, σαν καρτ ποστάλ, με τις καλοκαιρινές βουτιές και τα ταβερνάκια κατά τις δεκαετίες του ΄50 και του ΄60. Η κατασκευή της παραλιακής λεωφόρου που ακολούθησε τα επί χούντας μπαζώματα την απομόνωσε. Αργότερα νέα μπαζώματα, ολυμπιακά αυτή τη φορά, για τις εγκαταστάσεις των Αγώνων του 2004 άφησαν πίσω τους μόνο υποσχέσεις- χωρίς την υλοποίησή τους – για μετατόπιση της παραλιακής λεωφόρου και κατασκευή αντιπλημμυρικού καναλιού. Στο Παλαιό Φάληρο η ανέγερση «μεγαθηρίων» στην παραλία και οι μεταολυμπιακές χρήσεις εξαφανίζουν και την ελεύθερη πρόσβαση στην ακτή και την ανάπτυξη πράσινης ανάσας κοντά στη μαρίνα, ενώ «πνίγουν» και τα αρχαιολογικά ευρήματα του φαληρικού λιμένα.

Ολη η ζώνη της παραλίας του Ελληνικού στα τέλη της δεκαετίας του ΄50 μεταβιβάζεται από την Κοινότητα Ελληνικού στο υπουργείο Οικονομικών με σκοπό την ανάπτυξη δραστηριοτήτων μαζικού αθλητισμού. Τον Φεβρουάριο του ΄59 το υπουργείο Οικονομικών παραχωρεί τη χρήση της παραλιακής ζώνης Ελληνικού στη Γραμματεία Αθλητισμού και τρεις μήνες μετά ιδρύεται το Εθνικό Αθλητικό Κέντρο Νεότητας Αγίου Κοσμά, το οποίο αναλαμβάνει τη διαχείριση της παραλίας. Εξήντα πέντε χρόνια μετά έρχονται τα πάνω κάτω για το παραλιακό μέτωπο με το νομοσχέδιο του 2005 που αφορά τη χρήση των ολυμπιακών εγκαταστάσεων και τις σχεδιαζόμενες παρεμβάσεις που τις συνοδεύουν για τη μεταολυμπιακή περίοδο. Η παραλιακή ζώνη από το τέλος Αλίμου ως την αρχή της Γλυφάδας παραδίδεται στην… άγρια ανάπτυξη. Το τμήμα της παραλίας Ελληνικού προς τη Γλυφάδα, έκτασης 430 στρεμμάτων, παραχωρείται στα Ολυμπιακά Ακίνητα ΑΕ, που το προωθούν προς εκμίσθωση σε επενδυτικό όμιλο για αξιοποίηση. Το υπόλοιπο τμήμα (άλλα 430 στρέμματα) το διαχειρίζεται το ΕΑΚΝ Αγίου Κοσμά που, αντί να προωθεί τον μαζικό αθλητισμό, έχει κάνει συμβόλαια στην παραλία με επιχειρηματίες της νυχτερινής διασκέδασης και τα κάγκελα που ύψωσαν στις ακτές…

Παραλία… by night
Η παραλία έδωσε την πιο in στέγη στο τζουκ μποξ του τέλους της δεκαετίας του ΄50. Ηταν το περίφημο «Silver Ηouse» στη Γλυφάδα που έφερε τη νεολαία της εποχής στην παραλία για να χορέψει, να πιει βερμούτ ή τζιν φις και να φάει καν τοστ. Το αντίπαλον δέος ήταν επί της παραλιακής στη Βούλα, το «Queen Αnne», όπου έγινε θρύλος παίζοντας πιάνο και τραγουδώντας ο Τζίνο Ρένο. Λίγο αργότερα η χειμερινή «Αθηναία» της οδού Πανεπιστημίου- στο υπόγειό της μαζευόταν η high society της Αθήνας- μετακόμισε με πιο μεγάλο ηλικιακό φάσμα στο καλοκαιρινό ομώνυμο μαγαζί στον χώρο του Ιπποδρόμου- εκεί έκανε θραύση ο Τόνι Πινέλι. Η οικιστική και εμπορική αναβάθμιση των παραλιακών δήμων είχε ανοίξει φαρδύ πλατύ τον δρόμο για τη νυχτερινή διασκέδαση δίπλα στη θάλασσα. Αρχές ΄60 εμφανίζεται το νάιτ κλαμπ «Οn the rocks», το «Ακρωτήρι» στη χερσόνησο του Αγίου Κοσμά, δημιουργούν φανατικούς θαμώνες τα «Αστέρια» με τη λάιβ μουσική, για να ακολουθήσει η έκρηξη με τα μπουζούκια επί χούντας. Από τη δεκαετία του ΄70 που απενοχοποιούνται τα μπουζούκια η παραλία γίνεται σήμα κατατεθέν για κέντρα διασκέδασης πολυτελείας με λαϊκή μουσική, τα οποία έκτοτε συνδέθηκαν με τη νυχτερινή Αθήνα: «Νεράιδα», «Δειλινά», «Φαντασία». Τα πιάτα να σπάνε, τα τέλια να παίζουν αλλά όχι δυνατά μετά τις 12, όπως σημείωνε σχετική εγκύκλιος για την ένταση της μουσικής στα νυχτερινά κέντρα μετά τις 12 τη νύχτα. Η σχέση του καθεστώτος με τους επιχειρηματίες των κέντρων όμως έδινε ατού στους πιο φίλα προσκείμενους. Οπως είχε θυμίσει σε κείμενο του στο «Βήμα» (20.11.2005) ο δημοσιογράφος και πρώην ευρωβουλευτής κ. Ι. Μαρίνος για το κέντρο «Νεράιδα», ο Παττακός είχε εκδώσει ειδική εγκύκλιο που ανέφερε ότι «επιτρέπεται η μετάδοση μουσικής με πλήρη ένταση των μεγαφώνων μέχρι της 2ας πρωινής, από της 2ας μέχρι της 3ης πρωινής με πλήρη ένταση αλλά με τα μεγάφωνα εστραμμένα προς τη θάλασσα(!) και από της 3ης μέχρι πρωίας σε χαμηλή έντασι»! Η τραγουδίστρια Λένα Παμέλα στην οποία ανήκε η «Νεράιδα» ήταν φίλη της συζύγου του δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλου, Δέσποινας. Εκτοτε, με εναλλαγές μουσικών στυλ, επικράτησαν από σκυλάδικα και ντίσκο τη δεκαετία του ΄80 και ελληνάδικα τη δεκαετία του ΄90 ως κλαμπ, καφετέριες και εστιατόρια με μουσική.

Η παραλία όσο νυχτώνει δείχνει το σκληρό πρόσωπό της. Εκείνο που την ημέρα δεν μπορεί να φανεί. Η μαφία που ελέγχει τις νυχτερινές δουλειές της παραλίας ουσιαστικά ελέγχει ακόμη και τα νυχτερινά κέντρα μέσω της «προστασίας» που απαιτεί από τους ιδιοκτήτες τους. Αποτέλεσμα της μαφιόζικης κυριαρχίας είναι η διαρκής άνθηση του εμπορίου ναρκωτικών κατά μήκος της παραλίας. Η ακτή άλλωστε παραμένει το μοναδικό κομμάτι της νύχτας που οι έλληνες μαφιόζοι έχουν καταφέρει να κρατήσουν. Στην υπόλοιπη Αττική τα ηνία έχει αναλάβει η ρωσική μαφία. Στην προστασία των μαγαζιών της παραλίας έχουν ανδρωθεί ορισμένοι από τους γνωστότερους ποινικούς κρατουμένους των ελληνικών φυλακών.