Κρυφές κάμερες που καταγράφουν τις πιο ιδιωτικές στιγμές ανυποψίαστων προσώπων. Ροζ DVD που γίνονται αντικείμενο εκβιασμών και διαπραγματεύσεων. Κρυφά μικρόφωνα που καταγράφουν προσωπικές συνομιλίες, το περιεχόμενο των οποίων δημοσιεύεται σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης. Τον τελευταίο καιρό, όλο και πιο συχνά, γινόμαστε μάρτυρες φαινομένων που θυμίζουν «άλλες εποχές», όπου όλοι κατέγραφαν και κατέδιδαν όλους. Με την οποιαδήποτε έννοια προστασίας των προσωπικών δεδομένων να απαξιώνεται συνεχώς, η κυβέρνηση ανακοίνωσε την προηγούμενη εβδομάδα την πρόθεσή της να προχωρήσει σε νομοθετική ρύθμιση σύμφωνα με την οποία το αδίκημα της παραβίασης του απορρήτου τηλεφωνικών ή προφορικών συνδιαλέξεων και της ιδιωτικής ζωής τρίτων με κρυφές κάμερες θα αποτελεί κακούργημα και θα τιμωρείται με ποινές φυλάκισης που φθάνουν και τα 10 χρόνια.


Μπορούν οι πιο αυστηρές ποινές, τις οποίες εισηγείται η κυβέρνηση – κατόπιν βεβαίως εορτής -, να προστατεύσουν πιο αποτελεσματικά τους πολίτες ή είναι απλώς μια συγκυριακή κίνηση εντυπωσιασμού εκ μέρους της; Και το έλλειμμα τελικά βρίσκεται στη νομοθεσία ή στην αποτελεσματική εφαρμογή των νόμων;


* Αυστηρότερες ποινές


Ο υπουργός Δικαιοσύνης κ. Σ. Χατζηγάκης την περασμένη Τρίτη, μετά τη συνάντησή του στο Μέγαρο Μαξίμου με τον πρωθυπουργό κ. Κ. Καραμανλή, αναφερόμενος στη σχετική τροπολογία τόνισε: «Ηρθε η ώρα να θωρακιστούν τα ιδιωτικά δικαιώματα, η ιδιωτική ζωή, τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, ώστε παράνομο υλικό να μην αποτελεί αντικείμενο δικαστικής κρίσης».


Οπως εξήγησε ο κ. Χατζηγάκης, η χρήση υλικού που έχει αποκτηθεί παράνομα, με τη νέα τροπολογία θα τιμωρείται επίσης σε βαθμό κακουργήματος. Το σχετικό υλικό δεν θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ούτε καν από τα δικαστήρια ως αποδεικτικό μέσο, αφού καταργείται η διάταξη που επέτρεπε να χρησιμοποιηθεί ένα τέτοιο υλικό σε εξαιρετικές περιπτώσεις.


Παράλληλα ο κ. Χατζηγάκης με επιστολή του προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Γ. Σανιδά, με αφορμή – όπως είπε – δημοσιεύματα, άρθρα και σχόλια μεγάλης μερίδας των ΜΜΕ, διατύπωσε την παράκληση να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο με αυστηρότητα.


Η απόφαση για την τροποποίηση αυτή, και μάλιστα σε μια στιγμή κατά την οποία από ανάλογο υλικό θίγονται πρόσωπα που ανήκουν στο περιβάλλον του Πρωθυπουργού, κάνει πολλούς να ομιλούν για κίνηση εντυπωσιασμού της κυβέρνησης και για μια ευκαιριακή αυστηροποίηση της νομοθεσίας, η οποία γίνεται για επικοινωνιακούς λόγους.


Μπορεί ο κ. Χατζηγάκης να διαβεβαίωνε ότι η συγκεκριμένη τροπολογία δεν γίνεται με αφορμή την υπόθεση Ζαχόπουλου, αλλά δεν φαίνεται να έπειθε και πολλούς.


* Ποικίλες οι αντιδράσεις


Οι κυβερνητικές εξαγγελίες προκάλεσαν, όπως ήταν αναμενόμενο, ποικίλες αντιδράσεις. Από τη μία πλευρά βρίσκονται όσοι θεωρούν ότι ορθά η κυβέρνηση σχεδιάζει την επιβολή πιο αυστηρών ποινών και από την άλλη όσοι υποστηρίζουν ότι αυτό που λείπει δεν είναι οι πιο αυστηρές ποινές, αλλά η πιο αποτελεσματική εφαρμογή των ήδη προβλεπομένων από τη νομοθεσία.


Ολοι πάντως συμφωνούν ότι πρέπει να υπάρχουν εξαιρέσεις που θα επιτρέπουν τη χρήση αυτού του υλικού σε σοβαρές περιπτώσεις, εφόσον με αυτό μπορεί να αποδειχθεί ένα κακούργημα ή, αντίθετα, η αθωότητα ενός κατηγορουμένου.



Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Παύλος Σούρλας, καθηγητής της Φιλοσοφίας του Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, «είμαι αντίθετος με την επιβολή αυστηρότερων ποινών, και όχι μόνο επειδή δεν θα είναι αποτελεσματικές. Ο χαρακτηρισμός «κακούργημα» δεν αντιστοιχεί στο βάρος του αδικήματος και ως εκ τούτου πρόκειται για μια νομοθετική ρύθμιση άδικη. Πρόκειται με λίγα λόγια για μια λανθασμένη νομοθέτηση, όχι μόνο για λόγους αναποτελεσματικότητας, αλλά και για λόγους αρχής».



Από την άλλη πλευρά ο κ. Μιχάλης Σταθόπουλος, πρώην υπουργός Δικαιοσύνης, θεωρεί ότι «οι κυβερνητικές προτάσεις για αυστηροποίηση των ποινών είναι προς θετική κατεύθυνση». Οπως αναφέρει ο κ. Σταθόπουλος, του κάνει εντύπωση το γεγονός ότι «από τον χώρο της Αριστεράς υπάρχουν έντονες αντιδράσεις για τις κάμερες στους δρόμους και στους δημόσιους χώρους, και ταυτόχρονα σιωπούν για τις κρυφές κάμερες και τις παράνομες καταγραφές».


Ο κ, Σταθόπουλος τονίζει επίσης ότι «η χρήση αυτών των μέσων είναι απαράδεκτο φαινόμενο και ασφαλώς πρέπει οι ποινές να γίνουν πιο αυστηρές», αλλά θεωρεί απαραίτητη την ύπαρξη εξαιρέσεων. «Η κατάργηση όλων των εξαιρέσεων είναι επίσης ακραία» αναφέρει χαρακτηριστικά.



Ο κ. Δ. Χαραλάμπης, πρώην αντιπρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, τονίζει ότι η αυστηροποίηση των ποινών δικαιώνει την ως τώρα πρακτική του Συμβουλίου, το οποίο έχει επιβάλει μεγάλα πρόστιμα σε περιπτώσεις κατά τις οποίες είχε γίνει χρήση αυτών των αθέμιτων μέσων από την τηλεόραση.


«Το ΕΣΡ θεώρησε, ορθότατα, ότι είναι αδιανόητο σε μια δημοκρατία να προσβάλλεται η ιδιωτική ζωή τόσο βάναυσα από τηλεοπτικές εκπομπές, όπως έχει συμβεί τόσες φορές, και μάλιστα μέχρι του σημείου που να δημιουργείται η εντύπωση (στο κοινό, στους νέους δημοσιογράφους, στους φοιτητές των Τμημάτων Επικοινωνίας) ότι πρόκειται για θεμιτά και ενδεδειγμένα μέσα της λεγόμενης ερευνητικής δημοσιογραφίας» αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Χαραλάμπης.


Ωστόσο, όπως επισημαίνει, η συγκυρία κατά την οποία προχωρεί σε αυτή την πρωτοβουλία το υπουργείο Δικαιοσύνης «οδηγεί στη σκέψη ότι οι λόγοι της ξαφνικής ευαισθητοποίησης για τη θωράκιση της προστασίας του ιδιωτικού βίου και των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων είμαι μάλλον συγκεκριμένοι».


Επίσης τονίζει ότι η απόλυτη απαγόρευση της χρήσης των προϊόντων αυτών των αθέμιτων μέσων ενώπιον του Δικαστηρίου είναι προβληματική. «Δεν μπορεί να μην υπάρχει εξαίρεση, αν πρόκειται για το μόνο μέσο εξακρίβωσης εγκλημάτων ή, κυρίως, απόδειξης αθωότητας» λέει ο κ. Χαραλάμπης. «Ειδικά ως προς την απονομή δικαιοσύνης, η εμπειρία διδάσκει ότι η συμβολή δρακόντειων νόμων στον εκδημοκρατισμό του δικαίου είναι τουλάχιστον αμφίβολη και συνήθως πρόκειται για μια πολιτική επικοινωνιακή και όχι ουσιαστική» καταλήγει.


ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ Η τρομοκρατία της κλειδαρότρυπας


Αναφερόμενη στο πώς μπορεί να επηρεάσει μια κοινωνία η «τρομοκρατία» της κρυφής κάμερας η κυρία Φωτεινή Τσαλίκογλου, καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, τονίζει πως «όταν η κρυφή κάμερα γίνεται πολιτισμικό αγαθό και επικεντρώνεται στις ιδιωτικές στιγμές δημοσίων προσώπων, υποχωρεί μέχρι τελικής πτώσεως ο πολιτισμός».


Η κυρία Τσαλίκογλου κάνει λόγο για τις άγριες και πρωτόγονες σκέψεις που υποδαυλίζουν στο μυαλό των τηλεθεατών ιστορίες με ροζ αποκαλύψεις, κρυφές κάμερες και κρυμμένα μικρόφωνα. «Ενας σκοτεινός εαυτός αναδύεται. «Φιλήσυχοι» πολίτες μεταμορφώνονται σε αιμοβόρους και χαιρέκακους θεατές της αλλότριας διαπόμπευσης. Οσο πιο δημόσιο το πρόσωπο τόσο εντείνεται η ηδονή. «Θα πάρω το αίμα μου πίσω» είναι σαν να λέει το φιλεθέαμον κοινό. Ευτελίζοντας το πρόσωπο της εξουσίας παίρνει το μερίδιο που του αναλογεί σε μια εξουσία που δεν είχε ποτέ» παρατηρεί.


Οπως εξηγεί η κυρία Τσαλίκογλου, με τη διείσδυση της κρυφής κάμερας στο άβατο των δημοσίων προσώπων όλα τα δημόσια πρόσωπα καθίστανται εξ ορισμού δυνάμει ύποπτα. «Σε μια τέτοια συγκυρία ό,τι και να κάνει η γυναίκα του Καίσαρα δεν μπορεί να πείσει πως είναι τίμια. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο μπορεί ανέξοδα να είναι ανέντιμη. Στο συλλογικό φαντασιακό όλοι εμφανίζονται ως ύποπτοι» αναφέρει χαρακτηριστικά και τονίζει ότι μια τέτοια καταχρηστική γενίκευση δεν υπονομεύει μόνο την αξιοπιστία των θεσμών, αλλά και την ίδια την έννοια της αξιοπιστίας. «Μια τέτοια μορφή πάταξης και αποκάλυψης της διαφθοράς εν τέλει νομιμοποιεί και διευκολύνει την κατίσχυσή της. Στην τελική, θα λέγαμε ότι μια τέτοια ζωή δεν είναι ακριβώς αυτό που ονειρευόμασταν».


Πάντως όσον αφορά τις κυβερνητικές εξαγγελίες η κυρία Τσαλίκογλου αναφέρει ότι διατηρεί τις επιφυλάξεις της για το κατά πόσον η συγκυριακή αυστηροποίηση θα επιτύχει κάτι. «Η ενδεχόμενη αλλαγή του νόμου, η αυστηροποίηση των ποινών και κυρίως η κατάργηση των εξαιρέσεων κρίνω ότι θα είναι αναποτελεσματική, αν όχι παραπλανητική και βλαβερή» καταλήγει.


Κρυφές κάμερες και Δικαιοσύνη



Κοινή είναι η άποψη ότι η χρήση κρυφής κάμερας και οι τηλεφωνικές υποκλοπές αποτελούν κατάφωρη παραβίαση των προσωπικών δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής. Από την άλλη όμως πιθανόν να παίξουν καταλυτικό ρόλο στην αποκάλυψη μιας εγκληματικής δραστηριότητας ή αντίθετα στην απόδειξη της αθωότητας ενός κατηγορουμένου.


Το άρθρο 9 του Συντάγματος αναγορεύει ως απαραβίαστη την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου. Στο προεδρικό διάταγμα 77/2003 ορίζεται ότι δεν επιτρέπεται να καταγράφονται, να απεικονίζονται και να δημοσιοποιούνται ιδιωτικές στιγμές ή συνομιλίες πολιτών χωρίς την άδειά τους και ότι δεν επιτρέπεται η μετάδοση εικόνων οι οποίες έχουν ληφθεί χωρίς προειδοποίηση.


Παρ’ όλα αυτά ο Αρειος Πάγος σε δύο αποφάσεις του είχε δεχθεί τη χρήση κρυφής κάμερας. Η μία αφορούσε την υπόθεση με την υπεξαίρεση χρημάτων από το παγκάρι της Αγίας Παρασκευής Τεμπών και η άλλη την υπόθεση ενός υπαλλήλου που έκλεβε το κατάστημα στο οποίο εργαζόταν. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις ο Αρειος Πάγος έκρινε ότι η απαγόρευση της καταγραφής με κρυφή κάμερα ισχύει για εκδηλώσεις της προσωπικής ζωής που είναι ιδιωτικές, αλλά μπορεί να γίνει δεκτή για δραστηριότητες που πραγματοποιούνται κατά την εκτέλεση καθηκόντων και οι οποίες υπόκεινται σε δημόσιο έλεγχο και κριτική.


Σε μιαν άλλη απόφαση τα ελληνικά δικαστήρια έκριναν ότι η βιντεοσκόπηση από δημοσιογράφο και η προβολή ταινίας από τηλεοπτικό σταθμό, χωρίς τη συναίνεση του ενδιαφερομένου, σχετίζονται με τη γενικότερη συμπεριφορά τούτου (επρόκειτο για τη γνωστή υπόθεση χρήσης ηλεκτρονικών παράνομων παιγνίων από τον βουλευτή Αχαΐας κ. Αλ. Χρυσανθακόπουλο) και ήταν επιτρεπτές.


Πάντως σε μια σημαντική απόφασή του, με αφορμή την κύρωση που είχε επιβληθεί σε δημοσιογράφο για τη δημοσιοποίηση κασέτας με ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα τραγουδιστή, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι η ελευθερία της έκφρασης και διάδοσης των στοχασμών, όπως είναι η ελευθερία του πληροφορείν και του πληροφορείσθαι, δεν περιλαμβάνει και την ελευθερία διάδοσης πληροφοριών, που ανάγονται στην προστατευόμενη απαραβίαστη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής των προσώπων, στον πυρήνα της οποίας ανήκει η ερωτική τους ζωή.


Με λίγα λόγια μπορεί οι νόμοι να απαγορεύουν την παραβίαση του απορρήτου, αλλά τα ελληνικά δικαστήρια αναγνωρίζουν ότι υπάρχουν εξαιρέσεις στις οποίες μπορεί να γίνει δεκτή η χρήση της. Οι κυβερνητικές εξαγγελίες για πλήρη απαγόρευση, πιο αυστηρές ποινές και απαγόρευση της χρήσης του υλικού καταγραφής ως αποδεικτικού στοιχείου στα δικαστήρια αντιμετωπίζονται από πολλούς με σκεπτικισμό, κυρίως αφού προέρχονται από μια κυβέρνηση που τόσο καιρό δεν έκανε και πολλά πράγματα για να προστατέψει τους πολίτες από την παραβίαση και τη δημοσιοποίηση των προσωπικών δεδομένων τους.