Ο μύθος της γκαζόζας Γεράνι καλλιεργήθηκε στα χωριά του Νομού Χανίων από τα τέλη της δεκαετίας του 1920, όταν το εν λόγω αναψυκτικό ήταν «είδος πολυτελείας» και ένα μπουκάλι σερβιριζόταν στα… τέσσερα

Τ ο μικρό μέγεθος μιας επιχείρησης και οι σχέσεις εμπιστοσύνης που αυτή έχει δημιουργήσει σε βάθος χρόνου με τους πελάτες της, στο περιορισμένο τοπικό επίπεδο που λειτουργεί, μπορεί τελικώς να λειτουργήσει ως αποφασιστικό «πλέγμα προστασίας», σε μια περίοδο κατά την οποία οι αλλαγές στη συγκεκριμένη αγορά δεν είναι απλώς ραγδαίες, αλλά κατακλυσμιαίες. Και φυσικά καταστροφικές για πολλές μικρές τοπικές επιχειρήσεις. Η περίπτωση της χανιώτικης εταιρείας παραγωγής και εμφιαλώσεως αναψυκτικών Γεράνι ΑΕ είναι ίσως από τις πιο χαρακτηριστικές. Κατόρθωσε να επιβιώσει από τη λαίλαπα της δεκαετίας του 1980 που προκλήθηκε στην ελληνική αγορά των αναψυκτικών, με τη ραγδαία ανάπτυξη των πολυεθνικών ομίλων, «οχυρωμένη» στην τοπική αγορά των Χανίων και διαθέτοντας φήμη που σε αρκετές περιπτώσεις άγγιζε τα όρια του μύθου, ανατροφοδοτούμενη από τις εντυπώσεις αρκετών παρελθόντων δεκαετιών. Και ήταν αυτή όμως στην οποία οφείλει όχι απλώς την επιβίωσή της, αλλά και την ανάπτυξή της εν τέλει.

Ο μύθος της γκαζόζας Γεράνι καλλιεργήθηκε στα χωριά του Νομού Χανίων από τα τέλη της δεκαετίας του 1920, όταν το εν λόγω αναψυκτικό ήταν «είδος πολυτελείας» και ένα μπουκάλι σερβιριζόταν στα… τέσσερα, η διανομή γινόταν με ένα γαϊδουράκι και το εργαστήριο ήταν πίσω από ένα καφενείο. Ολα αυτά ξεκίνησαν το 1928, «πριν από 80 χρόνια- διηγείται ο κ. Σοφοκλής Αναγνωστάκης όταν ο παππούς μου, συνονόματός μου, επέστρεψε από τις ΗΠΑ έπειτα από 25 χρόνια μετανάστευσης».

Μετανάστης στην Αμερική
Ο Σοφοκλής Αναγνωστάκης μετανάστευσε στις ΗΠΑ το 1903, «βρέθηκε στο Σαν Φρανσίσκο την εποχή που η Coca-Cola κέρδιζε μαζικά τους αμερικανούς καταναλωτές. Επέστρεψε στα Χανιά περί το 1926 και δύο χρόνια αργότερα, το 1928, σε πρωτόγονες συνθήκες, άρχισε να παράγει γκαζόζα. Στην πίσω αυλή του οικογενειακού καφενείου, στο Γεράνι της επαρχίας Κυδωνίας, με το μπρίκι έμπαινε σε ένα ένα μπουκάλι ο χυμός μαζί με νερό και ζάχαρη και με μια χειροκίνητη αρχικά και ποδοκίνητη στη συνέχεια αντλία γινόταν η γέμιση της φιάλης με ανθρακούχο, άρχισε να παράγει γκαζόζα για να την πουλάει στους πελάτες του και λίγο αργότερα να τη διακινεί με τον γάιδαρο στα γύρω χωριά. Τότε η γκαζόζα ήταν κάτι σαν γιατρικό» λέει ο εγγονός του και σημερινός διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας. Ετσι άρχισε σιγά σιγά να δημιουργείται η φήμη «του γερανιού». Στην Κατοχή σταμάτησαν όλα. Οι Γερμανοί επιτάξανε το σπίτι του Σοφοκλή Αναγνωστάκη και το έκαναν αρχηγείο της περιοχής. Και ο Σ. Αναγνωστάκης μετοίκησε σε ένα γειτονικό χωριό, το Ποκλεμάρχι. Μετά την Κατοχή ο Σοφοκλής μαζί με τον γιο του Μανώλη Αναγνωστάκη αρχίζουν από εκεί που σταμάτησαν.

Λειτουργεί ξανά το καφενείο και αρχίζει και πάλι η παραγωγή γκαζόζας, στο ίδιο σημείο όπως και παλιά, στο πίσω μέρος της αυλής και με το ίδιο μεταφορικό μέσο, τον γάιδαρο. Οπως λέει «η διανομή τους γινόταν από τον ίδιο με το γαϊδουράκι στα γειτονικά χωριά, πολλές φορές τη νύχτα. Δεν υπήρχαν αρκετά μπουκάλια για να παραχθούν νέα αναψυκτικά και έτσι πολλές φορές αναγκαζόταν να περιμένει να καταναλωθούν αυτά που βρίσκονταν σε ένα σημείο- πελάτη για να πάρει τα άδεια κιβώτια με τα μπουκάλια και να μπορέσει να φτιάξει τα επόμενα».

Λίγο αργότερα, και αφού οι… δουλειές μεγάλωσαν, ο γάιδαρος αντικαταστάθηκε από μια σούστα και μόλις το 1955 η οικοτεχνία του Μανώλη Αναγνωστάκη απέκτησε φορτηγό για τη διανομή των αναψυκτικών της. Και στα μέσα της δεκαετίας του 1960 ο χώρος παραγωγής αλλάζει και από το καφενείο στο Γεράνι μεταφέρεται στην περιοχή του Αγίου Λουκά, στην άκρη της πόλης των Χανίων, σε νέες ιδιόκτητες εγκαταστάσεις 245 τ.μ. και η παραγωγική δραστηριότητα της οικογένειας Αναγνωστάκη περνά από την οικοτεχνική στη βιοτεχνική της μορφή.

Αλλάζει το τοπίο της αγοράς
Η αγορά των προϊόντων της εκτείνεται σε μεγάλο μέρος του νομού και φυσικά δεν λείπει ο ανταγωνισμός. Εκείνη την εποχή λειτουργούν τουλάχιστον άλλες δέκα βιοτεχνίες αναψυκτικών στον Νομό Χανίων, από τις οποίες οι 4 ως 5 βρίσκονται μέσα στην πόλη. Κάτι αντίστοιχο εξάλλου συμβαίνει σε ολόκληρη την ελληνική αγορά, υπάρχουν εκατοντάδες μικρές μονάδες παραγωγής και εμφιάλωσης αναψυκτικών. Ενα τοπίο που δύο δεκαετίες αργότερα θα αλλάξει δραματικά.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 η Coca-Cola αρχίζει να κερδίζει έδαφος στην αγορά των αναψυκτικών και η ανάπτυξή της τρέχει με εντυπωσιακούς ρυθμούς. Την ίδια περίοδο οι μικρές τοπικές βιοτεχνίες αναψυκτικών αρχίζουν να χάνουν έδαφος- μια απελπισμένη προσπάθεια εταιρειών της Αττικής που μεταφέρθηκε και σε άλλες περιοχές ήταν η παραγωγή ενός προϊόντος τύπου Cola, του Μπυράλ, που τελικώς δεν ευοδώθηκε- προκειμένου να αντιμετωπίσουν την επέλαση της Coca-Cola. Η περίπτωση των Χανίων είναι χαρακτηριστική. Από τις άλλοτε περισσότερες από δέκα βιοτεχνίες που υπήρχαν στον νομό, δεν επιβιώνουν περισσότερες από δύο. Τα προϊόντα των πολυεθνικών ομίλων είναι πλέον must και τα παραδοσιακά προϊόντα είναι πλέον «παρακατιανά» που «τα πίνουν μόνον οι χωριάτες». Μέσα σε αυτό το περιβάλλον η εταιρεία της οικογένειας Αναγνωστάκη κατορθώνει με πολλούς κόπους και τεράστιες προσπάθειες να αναπτυχθεί.

Αντίδραση στις πολυεθνικές
Και ενώ για τις εκατοντάδες τοπικές βιοτεχνίες παραγωγής και εμφιαλώσεως αναψυκτικών η δεκαετία του 1980 είναι τραγική- η μία μετά την άλλη κλείνουν και τα διεθνή brand name «σαρώνουν» την αγορά- η Γεράνι ΑΕ μεγαλώνει. Μάλιστα το 1984 μεταφέρει τις εγκαταστάσεις της για μία ακόμη φορά έξω από τα Χανιά προς το λιμάνι της Σούδας και το νέο εργοστάσιο έχει εμβαδόν 3.800 τ.μ. Στις νέες εγκαταστάσεις υπάρχει πλέον αρκετός χώρος κατάλληλα διαμορφωμένος και άριστος, νέος μηχανολογικός εξοπλισμός.

Μετά τον αρχικό χρόνο προσαρμογής, όλα μοιάζουν πλέον πιο εύκολα και σε τίποτα οι συνθήκες δεν θυμίζουν τα εμπόδια που έπρεπε να ξεπεραστούν για να έρθουν τα πράγματα στο επίπεδο αυτό. Το δίκτυο της εταιρείας αναβαθμίζεται (τοποθέτηση ψυγείων, εκπτώσεις, μεγαλύτερη γκάμα προϊόντων) και το 1987 η εταιρεία μετατρέπεται σε ανώνυμη.

Ενα από τα πιο σημαντικά σημεία διακίνησης είναι παραδοσιακά τα πλοία της ΑΝΕΚ και τα τελευταία χρόνια κατόρθωσε να τοποθετήσει τα προϊόντα της στις μεγάλες αλυσίδες σουπερμάρκετ στην περιοχή της Αττικής. Το δίκτυό της παρ΄ όλα αυτά παραμένει ακόμη περιορισμένο, αφού το 70% των πωλήσεών της το πραγματοποιεί στην περιοχή του Νομού Χανίων- περίπου 300.000 κιβώτια- και μόλις που έχει παρουσία στον γειτονικό νομό Ρεθύμνου τα τελευταία τρία χρόνια, ενώ απουσιάζει από τους άλλους δύο νομούς της Κρήτης.

Και φυσικά οι πωλήσεις της εξαρτώνται και από την τουριστική κίνηση στο νησί. Οπως λέει ο κ. Σ. Αναγνωστάκης «το 2008 είναι μια κακή χρονιά, αφού είναι εμφανής η μείωση της τουριστικής κίνησης». Η ετήσια παραγωγή της ανέρχεται στα 450.000

κιβώτια, ενώ οι πωλήσεις στα 3,45 εκατ. ευρώ- «σε 11 χρόνια διπλασιάστηκαν οι πωλήσεις μας»- και τα καθαρά κέρδη της στα 68.000 ευρώ – «είχαμε και 260.000 ευρώ αποσβέσεις» λέει ο κ. Αναγνωστάκης, συμπληρώνοντας ωστόσο ότι «περιουσία μας είναι η φήμη που έχουν τα προϊόντα μας».