Τα τέσσερα δισεκατομμύρια τηλεθεατές που υπολογίζουν οι ειδικοί συνιστούν μια «παράπλευρη διαφημιστική υπεραξία» Ακόμη και τα πιο επιφυλακτικά μέλη της ΔΟΕ ομολογούν ότι είχαν υποτιμήσει την ικανότητα των Ελλήνων


Με τους προβολείς της υφηλίου στραμμένους στην πρωτεύουσα της Ελλάδας ξεκίνησαν την Παρασκευή το βράδυ οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας αλλά, δυστυχώς, όχι με το δεξί. Από τη μια πλευρά, η τελετή έναρξης στο Ολυμπιακό Στάδιο αποδείχθηκε μια φαντασμαγορική αναδρομή στην ελληνική ιστορία η οποία μπόρεσε να παρουσιάσει μια κλασική ιστορική προσέγγιση μέσα από μια σύγχρονη αισθητική και ευρηματικά ερμηνευτικά και σκηνοθετικά μέσα. Ο ανυπόκριτος ενθουσιασμός του κόσμου μέσα και έξω από το στάδιο ήταν ο αδιάψευστος μάρτυρας της πρώτης επιτυχίας αυτής της μεγάλης γιορτής του αθλητισμού.


Από την άλλη πλευρά, όμως, η υπόθεση Κεντέρη – Θάνου ήλθε να ρίξει τη σκιά της στην πιο λαμπρή ημέρα του ελληνικού αθλητισμού και να επιβαρύνει την έναρξη των Αγώνων με ερωτήματα, υποψίες και αμφιβολίες. Ηλθε επίσης να μετριάσει τον ενθουσιασμό με τον οποίο οι έλληνες πολίτες αγκάλιασαν το μεγαλύτερο διεθνές γεγονός που έχει ποτέ φιλοξενήσει η χώρα τους. Οποια και αν είναι εφεξής η εξέλιξη των Αγώνων, όλοι μπορούν πλέον να υποθέσουν ότι ενώπιον της Ιστορίας οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας θα συνοδεύονται από αυτή τη δυσάρεστη υπόθεση των δύο αθλητών.


Ενθουσιασμός και συγκίνηση


Πόσο μάλλον που οι χειρισμοί οι οποίοι την περιέβαλλαν μπορούν να χαρακτηριστούν από ατυχείς έως κακόγουστοι. Καλώς ή κακώς, ηθελημένα ή αθέλητα, δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι ο κ. K. Κεντέρης και η κυρία Κατερίνα Θάνου προσπάθησαν να αποφύγουν τον αντι-ντόπινγκ έλεγχο της ΔΟΕ και ότι σε αυτή την προσπάθεια τους συνέδραμε ένα κύκλωμα αθλητικών, κοινωνικών, ιατρικών, ίσως και κυβερνητικών παραγόντων, στο όνομα μιας κακώς εννοουμένης «εθνικής σκοπιμότητας». H υπόθεση πήρε παράταση για τη Δευτέρα, όταν (εκτός απροόπτου) οι δύο πρωταθλητές θα προσέλθουν να δώσουν εξηγήσεις στην Πειθαρχική Επιτροπή της ΔΟΕ – εκτός και αν η Εθνική Ολυμπιακή Επιτροπή οδηγηθεί σε άλλες αποφάσεις.


Αυτή η εξέλιξη δεν εμπόδισε φυσικά την τελετή έναρξης των Αγώνων να ενθουσιάσει, να συγκινήσει, να εντυπωσιάσει και να σημειώσει ρεκόρ τηλεθέασης. Ρεκόρ ως ένα σημείο αναμενόμενο: σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ειδικών, περισσότεροι από τέσσερα δισεκατομμύρια τηλεθεατές σε όλον τον πλανήτη θα παρακολουθήσουν έστω και λίγο τους Ολυμπιακούς Αγώνες από την τηλεόραση. Το ενδιαφέρον αυτό δείχνει από μόνο του την παγκόσμια διάσταση του γεγονότος που διοργανώνει η Ελλάδα. H ίδια η τελετή ήταν ομολογουμένως αντάξια των περιστάσεων και, ανεξαρτήτως των εκτιμήσεων και των προτιμήσεων των ειδικών, άνοιξε με τον καλύτερο τρόπο δεκαεπτά ημέρες χαράς και γιορτής. Από χθες ξεκίνησε ουσιαστικά και το αθλητικό μέρος της διοργάνωσης με την ελπίδα ότι οι πραγματικοί πρωταγωνιστές των Αγώνων, οι αθλητές, θα προσφέρουν χαρές, ευγενή ανταγωνισμό, ρεκόρ και συγκινήσεις.


Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Οργανωτικής Επιτροπής, η διάθεση των εισιτηρίων κινήθηκε τελικά σε ικανοποιητικό επίπεδο και οι Αγώνες δεν κινδυνεύουν να διεξαχθούν μπροστά σε άδειες κερκίδες, όπως συνέβη ήδη με ορισμένους ποδοσφαιρικούς αγώνες του ολυμπιακού τουρνουά. Ως τώρα δεν έχουν σημειωθεί σοβαρές οργανωτικές δυσλειτουργίες, εκτός ίσως από το «μπλακάουτ» της EPT κατά τη μετάδοση του αγώνα μεταξύ Ελλάδας και Κορέας. Αυτό καθιστά τους υπευθύνους αισιόδοξους ότι η διοργάνωση θα κυλήσει ομαλά και χωρίς μείζονα προβλήματα.


Μια διοργάνωση της οποίας το κύριο χαρακτηριστικό ως τώρα είναι το μελάνι που χύθηκε για το αν θα είναι έτοιμη να ξεκινήσει. Τα αρνητικά δημοσιεύματα του διεθνούς και του ελληνικού Τύπου διαδέχονταν το ένα το άλλο, ενώ δεν ήταν λίγοι αυτοί που εκδήλωναν έντονο σκεπτικισμό για την ολοκλήρωση της οργανωτικής προσπάθειας. Σήμερα, ακόμη και τα πιο επιφυλακτικά μέλη της ΔΟΕ ομολογούν ότι είχαν υποτιμήσει την ικανότητα των Ελλήνων να αξιοποιούν στο έπακρον «την τελευταία στιγμή» και να είναι τελικώς έτοιμοι – όσο έτοιμος μπορεί να είναι κανείς «την τελευταία στιγμή».


H αλλαγή της Αθήνας


Το αποτέλεσμα είναι ότι η Αθήνα που υποδέχθηκε τους Ολυμπιακούς Αγώνες άλλαξε ριζικά σε σχέση με την πόλη που τους διεκδικούσε το 1997. Ολοι οι ξένοι επισκέπτες αλλά και οι ίδιοι της οι κάτοικοι είναι σε θέση να το παρατηρήσουν. Αυτή η «μείζων τομή» στον αστικό ιστό της πρωτεύουσας που ονειρεύονταν πολλοί φαίνεται ότι επιτεύχθηκε, παρ’ όλο που πολλοί θα την ήθελαν ίσως πιο βαθιά και πιο ριζική. Το βέβαιον είναι ότι έργα που δεν οφείλονται στους Ολυμπιακούς Αγώνες αλλά ολοκληρώθηκαν στη διάρκεια της προετοιμασίας τους (όπως το μετρό, το αεροδρόμιο, η Αττική οδός, η ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων, το τραμ, τα νέα γκαράζ, η διαμόρφωση της παραλίας κ.ά.) είναι ικανά να αλλάξουν τη ζωή των Αθηναίων.


Το δεύτερο σοβαρό ερώτημα που συνόδευσε τη διοργάνωση από τα πρώτα βήματά της, το ζήτημα της ασφαλείας, δεν θα απαντηθεί οριστικά παρά μετά το τέλος της. Στην ασφάλεια των Αγώνων η Αθήνα αφιέρωσε έναν προϋπολογισμό-ρεκόρ της τάξεως του 1,5 δισ. ευρώ. Ακόμη και ξένοι παράγοντες παραδέχονται ότι η Ελλάδα έκανε «ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατόν» στον τομέα της ασφαλείας, αλλά όλοι ευχόμαστε να μη χρειαστεί να αποδειχθεί. Γεγονός είναι πάντως ότι τα μέτρα ασφαλείας υπό τα οποία διεξάγονται οι Αγώνες ξεπερνούν κάθε προηγούμενο και, όσο κι αν είναι αναγκαία και αναπόφευκτα, δύσκολα παραπέμπουν σε αθλητική γιορτή.


Η ασφάλεια, τα έργα και το κόστος Ο οικονομικός ισολογισμός των Αγώνων, τα έξοδα της διοργάνωσης και τα αναμενόμενα έσοδα


Τόσο τα ολυμπιακά έργα όσο και η ασφάλεια των Αγώνων θέτουν επί τάπητος το ζήτημα του κόστους της διοργάνωσης και των δυνατοτήτων που υπάρχουν για να αποσβεστεί το κόστος αυτό. Το μόνο σημείο στο οποίο φαίνεται ότι συμφωνούν όλοι όσοι ασχολούνται με τα οικονομικά των Αγώνων είναι πως ακόμη και σήμερα, δύο ημέρες μετά την έναρξη του διαγωνιστικού μέρους, το συνολικό κόστος τους δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Είναι βέβαιον όμως ότι έχει διαψεύσει και τους αρχικούς αλλά και τους ενδιάμεσους προϋπολογισμούς του.


Ξεκίνησε το 1997 με έναν μάλλον ανεδαφικό προσδιορισμό της τάξεως των 600 δισ. δρχ. (περίπου 1,8 δισ. ευρώ), ανέβηκε προς το τέλος των κυβερνήσεων ΠαΣοΚ στα 4,5 δισ. ευρώ και τώρα λέγεται ότι θα πλησιάσει (αν δεν ξεπεράσει) τα 6 δισ. ευρώ. Σε αυτά τα οικονομικά επίπεδα είναι πολύ δύσκολο να μιλήσει κανείς για οικονομική απόσβεση, είτε από τις χορηγίες είτε από την εμπορική εκμετάλλευση του σήματος των Αγώνων είτε από τα εισιτήρια είτε από τη μετα-ολυμπιακή αξιοποίηση των ολυμπιακών εγκαταστάσεων.


Θα ήταν σφάλμα όμως αν προσδιόριζε κανείς τα οφέλη των Ολυμπιακών Αγώνων μόνο σε εισπρακτικό επίπεδο. Αυτά τα τέσσερα δισεκατομμύρια τηλεθεατές που υπολογίζουν οι ειδικοί συνιστούν, π.χ., μια «παράπλευρη διαφημιστική υπεραξία» για τη χώρα την οποία κανένας δεν μπορεί αποτιμήσει εισπρακτικά.


Και εδώ εντοπίζεται ίσως το μεγαλύτερο όφελος της Ελλάδας από αυτή την ολυμπιακή περιπέτεια: είναι ένα πρωτοφανές στην ιστορία της «άνοιγμα στον κόσμο», μια μεγάλη ευκαιρία να τη μάθουν όσοι δεν την ξέρουν και να δείξει σε όσους τη γνωρίζουν πως δεν είναι μόνο μια χώρα με λαμπρό παρελθόν αλλά και με σοβαρό παρόν και με ελπιδοφόρο μέλλον. H σύγχρονη Ελλάδα φιλοξενεί το μεγαλύτερο γεγονός της ιστορίας της μετά την πιο παραγωγική οκταετία της ιστορίας της.


Υπ’ αυτή την έννοια (και παρά την ελαφρώς αρχαιολατρική απόχρωση της τελετής έναρξης) οι Ολυμπιακοί Αγώνες είναι το μεγάλο, συμβολικό ραντεβού της Ελλάδας με τη νεωτερικότητα και τον σύγχρονο κόσμο. Ισως να μην είναι τυχαίο ότι αυτή η εντυπωσιακή επισκόπηση της ελληνικής κλασικής ιστορίας που επιχείρησαν οι εμπνευστές της τελετής εξελίχθηκε κάτω από το υπέροχο στέγαστρο με το οποίο έντυσε το Ολυμπιακό Στάδιο ο Σαντιάγκο Καλατράβα.


Και ούτε ασφαλώς είναι τυχαίο ότι η διοργάνωση πολεμήθηκε από όλες τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που θέλουν να αποφύγουν «το άνοιγμα στον κόσμο» ή που προσπαθούν να ακυρώσουν κάθε βήμα εκσυγχρονισμού και προόδου. H παντελής απουσία της παραδοσιακής Αριστεράς όχι μόνο από την οργανωτική προσπάθεια αλλά (συμβολικά) και από την τελετή έναρξης είναι μάλλον ενδεικτική του ρόλου που αυτού του τύπου η Αριστερά επιφυλάσσει για τον εαυτό της στην αυριανή Ελλάδα.