OI ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ



Από τις σημαντικότερες μορφές της Επανάστασης του 1821, ο Ανδρέας Μιαούλης πιθανώς γεννήθηκε στα Φύλλα Ευβοίας ή στην Υδρα. Ο ίδιος σε έγγραφό του από τους Μύλους του Ναυπλίου προς τη δημογεροντία της Ευβοίας στις 16 Ιουλίου 1829 γράφει: «Ευγνωμονώ διά την οποίαν δεικνύει προς εμέ διάθεσιν η ιδιαιτέρα μου αύτη πατρίς». Ωστόσο κατά την πιθανότερη εκδοχή ο Μιαούλης γεννήθηκε στην Υδρα, όπου ο πατέρας του, καταγόμενος από τα Φύλλα Ευβοίας, είχε εγκατασταθεί. Τον πατέρα του τον έλεγαν Δημήτριο Βώκο και ήταν έμπορος. Γιατί ο γιος του Ανδρέας μετονομάστηκε από Βώκος Μιαούλης είναι και αυτό ένα μυστήριο. H επικρατέστερη εκδοχή είναι ότι ο νεαρός Ανδρέας διάλεξε τη ναυτική σταδιοδρομία από τα 15 του χρόνια και πολύ γρήγορα απέκτησε το πρώτο δικό του πλοίο το οποίο ονόμασε «Μιαούλ» και το όνομα του πλοίου έγινε δικό του επίθετο. Αλλοι πάλι λένε ότι το «Μιαούλης» του το κόλλησαν παρατσούκλι οι άνδρες του πληρώματός του επειδή συνήθιζε να τους φωνάζει «μία ούλοι», δηλαδή «όλοι μαζί».


Ο Μιαούλης λοιπόν μεγάλωσε στην Υδρα. Ριψοκίνδυνος αλλά και ψύχραιμος από τα νιάτα του εκμεταλλεύθηκε τους ναπολεόντειους πολέμους και γρήγορα πλούτισε. Περίπου 30 χρόνων αγόρασε ένα μεγάλο πλοίο στη Βενετία και, όταν αυτό καταστράφηκε πέφτοντας πάνω σε ύφαλο, αγόρασε άλλο από τη Γένοβα και συνέχισε το εμπόριο στη Μεσόγειο. Λέγεται ότι κάποτε τον έπιασαν οι Αγγλοι επειδή προσπάθησε να μπει παράνομα στην Ισπανία ενώ ο αγγλικός στόλος είχε αποκλείσει τις ισπανικές ακτές. Ο ναύαρχος Νέλσων όμως θαυμάζοντας το θάρρος και την ειλικρίνειά του τον άφησε ελεύθερο. Το 1807 ο Μιαούλης, παίρνοντας προσωρινά στα χέρια του την τοπική εξουσία, έσωσε την Υδρα από εισβολή Αλβανών. Το 1811 πολέμησε μία ολόκληρη ημέρα κοντά στις ιταλικές ακτές με ένα γαλλικό πολεμικό πλοίο στο οποίο ήθελε να κάνει έλεγχο.


Μετά την πτώση του Ναπολέοντα ο Μιαούλης αποφάσισε ότι τα ταξίδια δεν ήταν πλέον συναρπαστικά, εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Υδρα και άρχισε να ασχολείται με το εμπόριο. Τα πλοία του ωστόσο συνέχισαν να ταξιδεύουν. Μάλιστα σε ένα από αυτά πλοίαρχος ήταν ο γιος του Δημήτριος.


H πολεμική πείρα που απέκτησε ο Μιαούλης στα νιάτα του μαζί με το απαράμιλλο θάρρος του αλλά και τη θρυλική ψυχραιμία του τον καθιέρωσαν ως αναμφισβήτητο αρχηγό του ελληνικού στόλου κατά την Επανάσταση. Οταν στις 28 Μαρτίου 1821 ο Αντώνης Οικονόμου ξεσήκωσε τον λαό της Υδρας υπέρ της Επανάστασης και έπεισε τους προκρίτους του νησιού να συνεισφέρουν στα έξοδα, στο σχετικό έγγραφο (31 Μαρτίου 1821) το οποίο υπέγραψαν οι πρόκριτοι υποσχόμενοι «την δύναμιν και την έξοδον» της εκστρατείας εναντίον των Τούρκων υπήρχε και η υπογραφή ενός Αντωνίου Δημητρίου, τον οποίο οι ιστορικοί ταυτίζουν με τον Ανδρέα Μιαούλη.


Στην αρχή του Αγώνα ναύαρχος των Υδραίων ορίστηκε ο Ιάκωβος Τομπάζης αλλά μέσα σε μερικούς μήνες ο Μιαούλης αναγνωρίστηκε ως ο πραγματικός ηγέτης και στα τέλη του 1821 υπογράφει «Ναύαρχος του Ελληνικού Στόλου», ενώ τον Απρίλιο του 1822 είναι πλέον ο «Αρχιναύαρχος των Υδραίων».


Τα ανδραγαθήματα του Μιαούλη στη διάρκεια της Επανάστασης είναι πολλά και η συνεισφορά του ανεκτίμητη. Το κύρος του ανάμεσα στους έλληνες ναυτικούς, η σπάνια τόλμη του αλλά και η ψυχραιμία του στις δύσκολες περιστάσεις, η ατσαλένια θέλησή του και η μεγάλη θαλασσινή πείρα του τον έκαναν σεβαστό σε όλους τους πλοιάρχους, οι οποίοι του αναγνώριζαν σιωπηρά το δικαίωμα να αρχηγεύει. Για να μη δημιουργούνται ωστόσο αντιζηλίες ανάμεσα στα τρία ναυτικά νησιά, την Υδρα, τις Σπέτσες και τα Ψαρά, ο Μιαούλης δεν ορίστηκε ποτέ επισήμως αρχιναύαρχος του ελληνικού στόλου, παρ’ όλο που ουσιαστικά κανένας δεν του αμφισβητούσε αυτόν τον τίτλο.


Από πατριωτισμό ο Μιαούλης δέχθηκε την απόφαση της Γ’ Εθνικής Συνέλευσης να αναθέσει στις 27 Μαρτίου 1827 την αρχηγία των ελληνικών ναυτικών δυνάμεων στον άγγλο λόρδο Τόμας Κόχραν πιστεύοντας ότι, αν το συμφέρον της πατρίδας ήταν να τα έχει καλά με τους Αγγλους, αυτός δεν είχε αντίρρηση να παραμείνει απλός πλοίαρχος, όπως και το έκανε ως την άφιξη του Καποδίστρια.


Στην αρχή οι σχέσεις του Μιαούλη με τον Κυβερνήτη ήταν πολύ καλές. Ο Καποδίστριας ανέθεσε στον Μιαούλη την αρχηγία του Στόλου του Αιγαίου και τον Κανάρη τον έκανε αρχηγό των πυρπολικών. Τον Αύγουστο του 1829 μάλιστα ο Μιαούλης διορίστηκε από τον Καποδίστρια μέλος της Γερουσίας. Ωστόσο ο 60χρονος πλέον πρώην πρόκριτος της Υδρας διαφώνησε με την πολιτική που ασκούσε ο Κυβερνήτης για τους πλοιοκτήτες της Υδρας, οι οποίοι απαιτούσαν προνομιακή μεταχείριση σε αντάλλαγμα για τις θυσίες τους κατά τη διάρκεια του Αγώνα. Ετσι ο Μιαούλης έγινε φανατικός αντικαποδιστριακός, στάση που τήρησε και μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια.


Με τον Οθωνα ο Μιαούλης τα πήγε καλύτερα. Ο πρώτος βασιλιάς της Ελλάδας τον διόρισε Αρχηγό του Ναυτικού Διευθυντηρίου με τον βαθμό του ναυάρχου και το 1834 σύμβουλο της επικρατείας και Γενικό Επιθεωρητή του Στόλου.


Ο Μιαούλης πέθανε από φυματίωση στις 11 Ιουνίου 1835. H ταφή του έγινε στον Πειραιά, κοντά στον τάφο του Θεμιστοκλή, στη δεξιά ακτή του λιμανιού που ονομάστηκε Ακτή Μιαούλη.


ΜΑΧΜΟΥΤ B’ (1785-1839)



Δευτερότοκος γιος του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ A’, ο Μαχμούτ B’ διαδέχθηκε τον αδελφό του Μουσταφά Δ’ όταν αυτός εκθρονίστηκε από το κίνημα των Γενιτσάρων το 1808. H βασιλεία του συνέπεσε με μία από τις κρισιμότερες περιόδους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια της πολύχρονης διακυβέρνησής του ο Μαχμούτ B’ βρέθηκε αντιμέτωπος όχι μόνο με εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα των υποδούλων λαών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά και με πάμπολλα εσωτερικά προβλήματα. Παράλληλα οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, και κυρίως η Ρωσία, έδειχναν ολοένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για το λεγόμενο Ανατολικό Ζήτημα, δηλαδή το μέλλον της παρακμάζουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την κατάσταση που θα τη διαδεχόταν. Παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, ο Μαχμούτ φαίνεται ότι υπήρξε, σύμφωνα με τους βιογράφους του, άνθρωπος με ισχυρή προσωπικότητα, συνετός, επιδέξιος διπλωμάτης, μεταρρυθμιστής πολιτικός και προστάτης των γραμμάτων και των τεχνών.


Ωστόσο για την Ελλάδα ο Μαχμούτ B’ υπήρξε ο σουλτάνος που αντιμετώπισε τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της διαπράττοντας φοβερές βιαιότητες και αδικαιολόγητες φρικαλεότητες, όπως η σφαγή της Χίου, το ολοκαύτωμα των Ψαρών και τα χωρίς λόγο αντίποινα στη Σμύρνη και στο Φανάρι. H Ελληνική Επανάσταση υπήρξε η αρχή της διάλυσης της κραταιάς αυτοκρατορίας. Ο Μαχμούτ πάλεψε απεγνωσμένα εναντίον των εξεγερμένων Ελλήνων και ως την τελευταία στιγμή δεν ήθελε να αποδεχθεί την πραγματικότητα. H ήττα του όμως στον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1828-29 τον ανάγκασε να υπογράψει τη Συνθήκη της Αδριανούπολης (1829) και να δεχθεί επιτέλους την ύπαρξη του ελληνικού κράτους.


H αγωνία του σουλτάνου να καταστείλει την ελληνική εθνεγερσία ήταν τόσο μεγάλη ώστε, όταν αποδεκάτισε τους γενιτσάρους του για να εκσυγχρονίσει το κράτος του και κατάλαβε ότι οι στρατιωτικές του δυνάμεις δεν του επαρκούσαν, αποτάθηκε στον υποτελή του Μωχάμετ Αλη της Αιγύπτου, ο οποίος λίγα χρόνια αργότερα διεκδίκησε και αυτός την ανεξαρτησία της χώρας του από την Υψηλή Πύλη και όχι μόνο. Ο γιος του Ιμπραήμ, προελαύνοντας, κατέκτησε τη Συρία, μεγάλο μέρος της Μικράς Ασίας και θα κυρίευε και την ίδια την Κωνσταντινούπολη αν ο Μαχμούτ δεν ταπεινωνόταν ζητώντας βοήθεια από την πρώην εχθρά του Ρωσία. Ορισμένοι βιογράφοι του θεωρούν την πράξη του αυτή «μεγάλο διπλωματικό ελιγμό». Στην πραγματικότητα ο Μαχμούτ το 1832 γλίτωσε μεν τον θρόνο του αλλά επέτρεψε στους Ρώσους να γίνουν ρυθμιστές των εξελίξεων στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τα στενά των Δαρδανελίων.


Παρά τις πολλές ήττες του, ο Μαχμούτ B’ επονομάστηκε παραδόξως «Γαζής», δηλαδή «Νικητής». H ελληνική ιστοριογραφία περιγράφει, και όχι άδικα, τον Μαχμούτ ως αιμοδιψή και αδίστακτο σουλτάνο. Αντιθέτως, οι τούρκοι αλλά και οι ευρωπαίοι βιογράφοι του τον παρουσιάζουν ως έναν από τους ικανότερους σουλτάνους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ο οποίος έθεσε τις βάσεις του σύγχρονου τουρκικού κράτους. Του αναγνωρίζουν σημαντικό μεταρρυθμιστικό έργο. Οι πολλές στρατιωτικές ήττες του και τα επιτυχημένα απελευθερωτικά κινήματα έπεισαν τον Μαχμούτ να εφαρμόσει δραστικές μεταρρυθμίσεις στον στρατό του. Προσέλαβε γερμανούς εκπαιδευτές και άρχισε να στέλνει νέους αξιωματικούς στην Ευρώπη για μετεκπαίδευση. Επίσης ο Μαχμούτ εισήγαγε ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση, περιόρισε τη δύναμη του ιερατείου και ίδρυσε την πρώτη ιατρική σχολή, καθώς και σύγχρονα σχολεία εγκαινιάζοντας την υποχρεωτική πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Εξάλλου προσπάθησε να εξευρωπαΐσει όσο γινόταν περισσότερο την κοινωνική ζωή του οθωμανικού κράτους καταργώντας πολλούς αναχρονιστικούς θεσμούς.


MEXMET ΠΑΣΑΣ (Καρά Μεχμέτ Τοπτσή-μπασής)


Τούρκος στρατιωτικός, αρχιναύαρχος του οθωμανικού στόλου κατά την Επανάσταση του 1821. Καταγόταν από την Αντιόχεια και ανήκε στη φυλή των Νουσεϊρή. Κατά τους πρώτους μήνες της Επανάστασης του 21 ο Μεχμέτ πασάς, όντας αρχηγός του Πυροβολικού, διακρίθηκε επειδή χάρη στα μέτρα που είχε λάβει σώθηκαν το αρχηγείο και οι βιομηχανίες όπλων της Κωνσταντινούπολης από δήθεν σχεδιαζόμενη επίθεση ελλήνων επαναστατών. H ανταμοιβή του γι’ αυτή την τόσο ηρωική πράξη του ήταν να τον κάνει ο σουλτάνος καπουδάν πασά, δηλαδή αρχιναύαρχο του στόλου, στη θέση του Καρά Αλή, ο οποίος είχε ανατιναχθεί μαζί με τη ναυαρχίδα του από τον Κανάρη στη Χίο στις 7 Ιουνίου 1822. Με τον καινούργιο του τίτλο ο Μεχμέτ πασάς τον Ιούλιο του 1822 οδήγησε τον τουρκικό στόλο προς τη Βόρεια Πελοπόννησο, όπου χωρίς επιτυχία προσπάθησε να καταλάβει το Βασιλάδι. Στη συνέχεια προσπάθησε να ανεφοδιάσει το Ναύπλιο αφού προηγουμένως θα κατέστρεφε τις Σπέτσες. Αλλά στο στενό μεταξύ Πελοποννήσου και Σπετσών τον περίμενε ο Μιαούλης με τον ελληνικό στόλο. Αποθαρρημένος ο Μεχμέτ πασάς από τις αποτυχίες του μάζεψε τα πλοία του και τα οδήγησε πάλι στα Δαρδανέλια. Δυσαρεστημένος ο σουλτάνος τού αφαίρεσε τον τίτλο του αρχιναυάρχου και τον διόρισε διοικητή της Λήμνου και μετά της Αγκυρας, όπου και πέθανε.