Παρά την αυστηρά «παραδοσιακή» μουσική του εκπαίδευση και την ανάλογη εμφάνισή του, που παρέπεμπε έντονα σε «τακτοποιημένο» δημόσιο υπάλληλο, η μουσική του Ρίχαρντ Στράους κυριολεκτικά ταρακούνησε τον κόσμο. Αν όντως – όπως έχει κατά καιρούς διατυπωθεί – ο σκοπός της τέχνης είναι να διχάσει, τότε αναντίρρητα υπήρξε ο άνθρωπος που τον δικαίωσε όσο λίγοι. Τα «εικονοκλαστικά» συμφωνικά έργα του πυροδότησαν ανεξάντλητες αντιπαραθέσεις ανάμεσα στους κύκλους των επαϊόντων, τη στιγμή που οι όπερές του με τα τολμηρά θέματά τους ξεσήκωσαν πραγματικές θύελλες διαμαρτυριών.


Γεννήθηκε στο Μόναχο τον Ιούνιο του 1864. Ο πατέρας του Φραντς ήταν ένας άνθρωπος ταγμένος στην τέχνη: ο πιο περιζήτητος ερμηνευτής κόρνου στη Γερμανία, επιλεγμένος από τον ίδιο τον Ρίχαρντ Βάγκνερ για πολλές παγκόσμιες πρεμιέρες έργων του. Ο Ρίχαρντ σπούδασε μουσική και εγκαινίασε την καριέρα του με τον πλέον «προβλέψιμο» τρόπο: με τη σύνθεση και την παρουσίαση κάποιων συμβατικών συμφωνικών έργων καθώς και με μια σειρά ρεσιτάλ πιάνου στο Βερολίνο. Εκανε ένα επιτυχημένο «πέρασμα» από το πόντιουμ, συνέχισε ωστόσο το δημιουργικό του έργο στρεφόμενος σε πιο τολμηρούς μουσικούς δρόμους.


Το 1889 η παρουσίαση του έργου του «Δον Χουάν» άφησε το κοινό άναυδο: την επόμενη στιγμή οι μισοί επευφημούσαν ενώ οι άλλοι μισοί σφύριζαν αποδοκιμαστικά. «Τώρα καταλαβαίνω ότι έχω βρει τον δρόμο επάνω στον οποίο θέλω να βαδίσω με τη σταθερή πεποίθηση ότι ουδέποτε υπήρξε πραγματικός καλλιτέχνης που δεν αμφισβητήθηκε από την πλειονότητα των συγχρόνων του» δήλωνε ο ίδιος.


Το 1905 με την όπερά του «Σαλώμη» ο Στράους πέρασε στην ιστορία ως ο συνθέτης του πιο σκανδαλώδους σκηνικού θεάματος της γενιάς του. Η παρακμή και ο παθιασμένος ερωτισμός που απέπνεε ξένισαν την αστική κοινωνία της εποχής. Το έργο ανέβηκε στη Μητροπολιτική Οπερα της Νέας Υόρκης τη μία βραδιά για να κατεβεί την επομένη κατόπιν οργισμένης αντίδρασης του κοινού. Στην παγκόσμια πρεμιέρα της Δρέσδης η πρώτη ερμηνεύτρια του ρόλου αντιτάχθηκε στον περίφημο «Χορό των επτά πέπλων» αναφωνώντας: «Δεν πρόκειται να το κάνω. Είμαι μια αξιοπρεπής γυναίκα».


Η επόμενη όπερά του, η «Ηλέκτρα», όχι μόνο αναζωπύρωσε το κλίμα έντασης αλλά δημιούργησε νέες «ζώνες πυρός». Μετά, τόσο ξαφνικά όσο άρχισε, η φάση της εικονοκλαστικής δημιουργίας του Στράους τελείωσε. Αρχίζοντας από τον «Ιππότη με το Ρόδο» και συνεχίζοντας με την «Αριάδνη στη Νάξο», τη «Γυναίκα δίχως σκιά», την «Αιγυπτία Ελένη» και την «Αραμπέλα», που κάλυψαν το διάστημα από το 1911 ως το 1933, οι εν λόγω όπερες χάρισαν στον Στράους το ευγενικό χειροκρότημα του κοινού και την αποδοχή των κριτικών, οι οποίοι βέβαια δεν έκρυψαν την έκπληξή τους γι’ αυτή την εντυπωσιακή στροφή του συνθέτη.


Η σύνδεση του ονόματός του με το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς της Γερμανίας υπήρξε μια ιστορία εν πολλοίς διφορούμενη. Ως ένα σημείο «προστάτευσε» τη δημιουργία του αλλά οδήγησε σε μεταπολεμικές δυσκολίες οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την αυτοεξορία του στην Ελβετία, από όπου επέστρεψε στη χώρα του το 1949, χρονιά του θανάτου του.