Γεννημένος στη Γενεύη, γόνος οικογένειας επιφανών φυσικών επιστημόνων, ο Φερντινάντ ντε Σοσύρ επέδειξε ζήλο στις ξένες γλώσσες από πολύ μικρή ηλικία. Στα δεκαπέντε του μιλούσε ήδη ελληνικά, γαλλικά, γερμανικά, αγγλικά, λατινικά και είχε γράψει μια γλωσσική πραγματεία. Ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση, ο Σοσύρ άρχισε τις σπουδές του στις φυσικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης. Εναν χρόνο αργότερα, το 1876, έπεισε τους γονείς του να του επιτρέψουν να μεταβεί στη Γερμανία για να σπουδάσει γλωσσολογία στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας. Εμεινε εκεί τέσσερα χρόνια με σύντομο διάλειμμα σπουδών διάρκειας δύο εξαμήνων στο Βερολίνο. Το 1878, σε ηλικία 21 ετών, ο Σοσύρ εξέδωσε την «Πραγματεία περί του αρχικού συστήματος των φωνηέντων στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες», η οποία έλαβε θερμές κριτικές. Ηταν το πρώτο και μοναδικό βιβλίο του. Το 1880 επέστρεψε στη γερμανική πόλη και, ύστερα από μακρά περίοδο σπουδών και διδασκαλίας ξένων γλωσσών και γλωσσολογίας στη Σχολή Ανωτάτων Σπουδών του Παρισιού (1880-1891), του ανατέθηκε να διδάξει σανσκριτικά και γενική γλωσσολογία στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης. Εκεί παντρεύτηκε, απέκτησε δύο γιους και, στη διάρκεια των τριών τελευταίων ετών της ακαδημαϊκής σταδιοδρομίας του στο ανώτατο πανεπιστημιακό ίδρυμα της γενέτειράς του, παρέδωσε τρία μαθήματα γενικής γλωσσολογίας σε ολιγομελείς ομάδες φοιτητών. Αν και εν ζωή ο Σοσύρ δεν παρουσίασε έντονη συγγραφική ή εκδοτική δραστηριότητα, έμελλε να γίνει διάσημος μετά θάνατον, με ένα βιβλίο που δεν έγραψε καν ο ίδιος!


Το 1916, οι μαθητές και διάδοχοί του Τσαρλς Μπάλι και Αλμπέρ Σεσεχέι συγκέντρωσαν τις δικές τους χειρόγραφες σημειώσεις από τις παραδόσεις του Σοσύρ στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης μεταξύ 1907 και 1911 μαζί με τις σημειώσεις μερικών άλλων μαθητών καθώς και κάποιες ιδιόχειρες σημειώσεις του ιδίου. Αφού τις συνέθεσαν, παρουσίασαν τη σκέψη του ελβετού γλωσσολόγου στο σύνολό της στο βιβλίο με τίτλο «Μαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας» («Cours de linguistique generale»). Το έργο τού Σοσύρ, προάγγελος της μετέπειτα ανάπτυξης του στρουκτουραλισμού και της σημειολογίας στη γλωσσολογία και στις κοινωνικές επιστήμες, επηρέασε τη σκέψη σημαντικών στοχαστών του 20ού αιώνα όπως ο Κλοντ Λεβί Στρος, ο Ρολάν Μπαρτ, ο Λουί Αλτουσέρ, ο Μισέλ Φουκό και ο Ζακ Ντεριντά. Πάντως τα «Μαθήματα γενικής γλωσσολογίας», όπως αποκαταστάθηκαν στην αρχική τους μορφή από τους εκδότες τους, αποδίδουν περισσότερο το γενικό πνεύμα των θέσεων του Σοσύρ σε βασικά ζητήματα της θεωρίας της γλώσσας, παρά τις κατά γράμμα απόψεις και τα ίδια τα λόγια του ελβετού γλωσσολόγου. Απόδειξη το γεγονός ότι πολλές δεκαετίες αργότερα συνετάχθη κριτική έκδοση των «Μαθημάτων» του από τον Ρ. Ενγκλερ (1968-1974), βασισμένη σε πρόσθετες γραπτές σημειώσεις και άλλων μαθητών του Σοσύρ.


Η γλωσσολογία ως αυτοτελής κλάδος της επιστήμης εμφανίστηκε μόλις το 1816 με το έργο του Φραντς Μπομπ «Επί του κλιτικού συστήματος του ρήματος της σανσκριτικής εν συγκρίσει προς το της ελληνικής, λατινικής, περσικής και γερμανικής γλώσσας». Χρειάστηκε όμως να περάσει ένας αιώνας για να θεμελιωθούν οι αρχές της επιστήμης της συγκριτικής γλωσσολογίας με τη μεταθανάτια έκδοση του έργου τού Φερντινάντ ντε Σοσύρ. Οι αρχές που διατύπωσε ο ελβετός γλωσσολόγος, όπως αυτές παρουσιάζονται στα «Μαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας», προώθησαν μια νέα θεώρηση της γλώσσας. Σύμφωνα με αυτές, η γλώσσα αποτελεί το πλαίσιο για την οργάνωση της σκέψης μας και η έρευνα οφείλει να στραφεί από τον γραπτό στον προφορικό λόγο και από το παρελθόν σε κάποια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή. Αντιλαμβάνεται τη γλώσσα ως εξελισσόμενο σύστημα που διέπεται από κανόνες και περιέχει ορισμένα καθολικά χαρακτηριστικά καθώς και δυνατότητες αυτοανανέωσης. Στη διδασκαλία τού Σοσύρ εξάλλου οφείλεται η πρώτη διάκριση ανάμεσα στη συγχρονική γλωσσολογία (θεώρηση της υφής και λειτουργίας της γλώσσας σε μια δεδομένη στιγμή, ανεξαρτήτως χρόνου) και στη διαχρονική γλωσσολογία (επιστημονική εξέταση της ιστορικής εξέλιξης των γλωσσών εν χρόνω). Ο ίδιος πάντως θεωρούσε εποικοδομητικότερη την πρώτη. Σύμφωνα πάλι με τις διδαχές τού Σοσύρ, η γλώσσα (langage) διακρίνεται σε λόγο (langue) ­ τη γενική δηλαδή και υπερατομική γλώσσα των μελών μιας κοινότητας ­ και σε ομιλία (parole) ­ την καθαρά ατομική πλευρά της γλώσσας. Για τον ελβετό γλωσσολόγο η ομιλία αποτελεί την εφαρμογή του λόγου, κύριο χαρακτηριστικό του οποίου είναι ότι απαρτίζει σύστημα, αποτελούμενο από αριθμό στοιχείων που επιτελούν συγκεκριμένες λειτουργίες και διαπλέκονται σε δίκτυο σχέσεων. Το γλωσσικό σημείο κατά τον Σοσύρ ορίζεται ως συνδυασμός, μοναδικός και συμβατικός, δύο εσωτερικών στοιχείων, ορισμένης σημασίας και ορισμένης μορφής: «Τα γλωσσικά σημεία αποτελούν δίπλευρες ψυχολογικές οντότητες και δεν συνδέουν πράγματα (αντικείμενα) και ονόματα, αλλά έννοιες (σημαινόμενα) και ακουστικές εικόνες (σημαίνοντα)». Βασική ιδιότητα του γλωσσικού σημείου είναι η μοναδικότητά του. Επίσης, σύμφωνα με τις απόψεις τού Σοσύρ, η σχέση μεταξύ σημαίνοντος και σημαινομένου είναι αυθαίρετη.