Με φιλοδοξίες και υψηλούς στόχους τα βγάζουν, με χρυσούς και πλατινένιους δίσκους τα στολίζουν, τι έχουν τα έρμα και… σκορπάνε; Το αναφερόμενο στα ελληνικά συγκροτήματα ερώτημα δεν είναι καινούργιο: Φατμέ, Τερμίτες, Olympians, Poll, Νοστράδαμος, Socrates είναι μερικά μόνο από τα μουσικά σχήματα τα οποία συστήθηκαν, έδρασαν και διαλύθηκαν στο πλαίσιο της ελληνικής δισκογραφίας την τελευταία τριακονταετία. Το ερώτημα καθίσταται όμως επίκαιρο, αφού εντός ενός και μόνο έτους ­ του 2000 ­ τρία μουσικά σχήματα έρχονται να προστεθούν σε εκείνα που έληξαν τον βίο τους άδοξα και πρόωρα: Πριν από μερικούς μήνες ο Χάρης και ο Πάνος Κατσιμίχας ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να διαλύσουν το τραγουδοποιητικό ντουέτο τους, παρά τη διαχρονικά εμπορικά και καλλιτεχνικά επιτυχημένη θητεία τους. Πρόσφατα ­ και ενώ τα επίσημα charts των πωλήσεων κατακλύζονταν από περισσοτέρους του ενός δίσκους τους κάθε εβδομάδα ­ οι Πυξ Λαξ αποφάσισαν να απόσχουν από τις εμφανίσεις και τη δισκογραφία τα δύο προσεχή χρόνια (πληροφορίες θέλουν την ανακοίνωση αυτή να αποτελεί έναν εύσχημο τρόπο διάλυσης). Το «κακό» τριτώνει με ένα από τα ραγδαία ανερχόμενα συγκροτήματα της τελευταίας τριετίας, τους Συνήθεις Υπόπτους, οι οποίοι σύμφωνα με ασφαλείς πηγές αποφάσισαν την αυτοδιάλυσή τους, κάτι που θα ανακοινωθεί εντός των προσεχών μηνών.


Η ατομική πορεία


Η προφανέστερη θεώρηση του ζητήματος της διάλυσης των συγκροτημάτων θέτει ως επίκεντρο τη φιλοδοξία ­ ή και ματαιοδοξία ­ των μελών τους να κάνουν «σόλο καριέρα». «Μπορεί κανείς να αποδώσει την απόφαση της διάλυσης στο αυξημένο Εγώ κάποιων από τα μέλη ενός γκρουπ που επιθυμούν ατομική πορεία» λέει ο Κώστας Τουρνάς, ιδρυτικό μέλος των Poll, ο οποίος ακολούθησε στη συνέχεια μοναχικό μουσικό δρόμο. «Μπορεί όμως η απόφαση της διάλυσης να οφείλεται στην ανάγκη ενός ανθρώπου να δημιουργήσει ένα έργο το οποίο δεν δύναται να καλύψει η ομάδα. Θα πρέπει τότε για συναισθηματικούς λόγους να «θάψει» τη δημιουργική του ανάγκη;» διερωτάται ο τραγουδοποιός συναντώντας με τη σκέψη του αυτή την εκτίμηση του Αντώνη Μιτζέλου, μέλους του πρώην συγκροτήματος «Τερμίτες», ο οποίος σημειώνει: «Το ότι κάποια στιγμή, ιδίως σε νεαρή ηλικία, έχεις κοινά μουσικά οράματα με άλλους και συστήνεις ένα γκρουπ δεν σημαίνει και ότι πρέπει να πάψεις να εξελίσσεσαι μουσικά. Αυτή η μουσική αναζήτηση μπορεί να σε οδηγήσει σε διαφορετικούς, μοναχικούς μουσικούς στόχους».


Αυτή είναι η «αγνή» περίπτωση ενός μουσικού διαζυγίου. Πίσω από αυτήν την ανώδυνη για τα μέλη των συγκροτημάτων αιτιολόγηση κρύβεται η ουσία ενός δισκογραφικού συστήματος που σε πολλές περιπτώσεις ευνοεί τις μονάδες και υπονομεύει τη συλλογική δραστηριότητα. «Είναι σαφές ότι οι δισκογραφικές εταιρείες προτιμούν να έχουν να κάνουν με έναν καλλιτέχνη παρά με τα πέντε ή έξι μέλη ενός γκρουπ, επειδή το κόστος είναι πολύ μειωμένο: έχεις να πληρώσεις έναν και όχι πέντε» εκτιμά ο Δημήτρης Ζερβουδάκης (ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη ως μέλος του συγκροτήματος Νέοι Επιβάτες), ενώ ο Αντώνης Μιτζέλος προσθέτει: «Οι μπάντες που έχουν μουσική άποψη αποτελούν «αγκάθι» για τη δισκογραφία. Οι παραγωγοί προτιμούν έναν ερμηνευτή για τον οποίον θα μαζέψουν 10 τραγούδια διαφόρων δημιουργών, θα προεπιλέξουν το ενορχηστρωτικό ύφος και θα τον βάλουν να τα τραγουδήσει».


Τα γκρουπ-επιχειρήσεις


Οι φράσεις των τραγουδοποιών ­ πρώην μελών συγκροτημάτων ­ επικεντρώνουν το πρόβλημα στην Ελλάδα. «Είναι αλήθεια ότι για τις συλλογικότητες τα πράγματα είναι δύσκολα στη χώρα μας» τονίζει ο Δ. Ζερβουδάκης. Το ελληνικό σταρ σύστεμ είναι επικεντρωμένο στα άτομα: πρόσωπα που φωτίζονται, φωτογραφίζονται, ντύνονται, μακιγιάρονται και προωθούνται «προς πώλησιν». Και στο εξωτερικό όμως τα πράγματα δεν διαφέρουν πολύ, στο πλαίσιο μιας εστιασμένης στην ατομικότητα παγκοσμιοποίησης. Εκεί μάλιστα η σόου μπιζ είναι τόσο ισχυρή ώστε το επάγγελμα κατισχύει της όποιας διάθεσης για συνεργασία: «Στο εξωτερικό υπερισχύει ο επαγγελματισμός, έτσι ώστε ακόμη και άνθρωποι τσακωμένοι μεταξύ τους να συνεχίζουν να εμφανίζονται μαζί για χρόνια αποτελώντας ένα συγκρότημα-επιχείρηση» τονίζει ο Κ. Τουρνάς, υπογραμμίζοντας όμως ότι «στον αντίποδα αυτής της επιχειρησιακής νοοτροπίας, στην αλλοδαπή υπάρχουν και φορολογικά συστήματα που προωθούν τη συλλογική καλλιτεχνική δραστηριότητα».


Ο ρόλος των εταιρειών


Οι εστιασμένες στο «σταρ σύστεμ του ενός ατόμου» ελληνικές δισκογραφικές εταιρείες εκμεταλλεύονται αρκετές φορές την αναπόφευκτη υπεροχή του τραγουδιστή του γκρουπ ­ πρόσωπο στο οποίο εκ των πραγμάτων συγκεντρώνεται το φως του συναυλιακού προβολέα ­ και προχωρούν σε δελεαστικές προς αυτόν προσφορές σόλο καριέρας. «Η εταιρεία σκέφτεται ότι μπορεί οικονομικότερα να παραγάγει το ίδιο αποτέλεσμα, ενώ και ο τραγουδιστής του γκρουπ σκέφτεται: «Γιατί να μοιράζομαι χρήματα και φήμη διά του πέντε;»» τονίζει ο Α. Μιτζέλος. Οι γενικές αυτές εκτιμήσεις δεν θα πρέπει πάντως να θεωρηθεί ότι απηχούν το σύνολο των περιπτώσεων των ελληνικών συγκροτημάτων: Πολλές φορές η ίδια η κόπωση από την πολύχρονη συλλογική ζωή οδηγεί στη διάσπαση (τέτοια μοιάζει να είναι η περίπτωση των Πυξ Λαξ). Αλλες φορές στην πράξη ένα από τα μέλη ουσιωδώς υπερτερεί, αφού σχεδόν αποκλειστικά εκείνο στιχουργεί, συνθέτει και ερμηνεύει (τέτοιες ήταν οι περιπτώσεις του Νίκου Πορτοκάλογλου στους Φατμέ και του Χρήστου Θηβαίου στους Συνήθεις Υπόπτους). Γιατί συνεπώς να διαιρεί ένα έργο που του ανήκει σχεδόν αποκλειστικά διά του αριθμού των μελών του σχήματός του;


«Σε κάθε περίπτωση η αιτία της διάλυσης των συγκροτημάτων βρίσκεται στην αιτία της σύστασής τους» επισημαίνει ο Αντώνης Μιτζέλος, ενώ ο Κώστας Τουρνάς προσθέτει: «Πολλά συγκροτήματα ξεκίνησαν από έναν άνθρωπο, ο οποίος επειδή δεν είχε τα οικονομικά μέσα να προσλάβει μουσικούς για να παίζουν τα τραγούδια του μάζεψε φίλους και συνέστησε ένα γκρουπ. Οταν όμως αργότερα έρχεται η επιτυχία, δεν έχει λόγο να συνεχίσει αυτή την ιδιόρρυθμη μουσική συμβίωση. Δεν είναι πάντοτε ρομαντική η ιστορία ενός γκρουπ. Πολλές φορές το συγκρότημα είναι ένας μικρός συνεταιρισμός».