«Λαλέλι», το όνομα που μαθαίνει από στόμα σε στόμα όποιος μετανάστης θέλει να περάσει μέσω της Τουρκίας στην Ελλάδα. «Σε αυτόν τον δρόμο της Κωνσταντινούπολης θα βρεις σίγουρα «ρουφιάνους»» λέει ο Ρασό, 30 ετών, Κούρδος από την Τουρκία. «Ρουφιάνοι» ονομάζονται οι συνεργάτες των δουλεμπόρων με τα σαπιοκάραβα που μεταφέρουν λαθρομετανάστες στην Ελλάδα και στην Ιταλία. «Εγώ και ένας φίλος μου που ταξιδεύαμε μαζί πληρώσαμε από 3.000 μάρκα ο καθένας για να περάσουμε από τη Σμύρνη στη Σάμο. Για ένα ταξίδι που δεν διαρκεί ούτε δύο ώρες μείναμε στο αμπάρι του πλοίου δύο μερόνυχτα με θύελλα. Από θαύμα δεν πνιγήκαμε». Στο πρόσωπό του σχηματίζεται το πικρό χαμόγελο του ανθρώπου που έχει δει τον Χάρο με τα μάτια του αλλά κατάφερε να επιβιώσει.


Ο Ρασό, ένας άνθρωπος ανέκφραστος, με βλέμμα σκοτεινό ­ μόνο ο τρόπος που κινεί τα χέρια του χρωματίζει την αφήγησή του ­, είναι ένας από τους 1.183 λαθρομετανάστες που έφθασαν στην Ελλάδα με πλοίο το 1999. Συνολικά το έτος αυτό οι αρχές συνέλαβαν περισσότερους από 1.800 λαθρομετανάστες, ενώ τους πρώτους μήνες τού 2000 είχαν συλληφθεί πάνω από 1.000 λαθρομετανάστες, στην πλειονότητά τους κουρδικής καταγωγής, και 36 δουλέμποροι, από τους οποίους 16 ήταν Ελληνες και 13 Τούρκοι. Η χώρα μας αποτελεί πόλο έλξης για τους οικονομικούς μετανάστες εξαιτίας της γεωγραφικής θέσης της αλλά και του γεγονότος ότι είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Οι περισσότεροι μετανάστες που φθάνουν στην Ελλάδα προέρχονται από την Αλβανία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ενωσης, το Πακιστάν, την Ινδία, το Μπανγκλαντές, το Ιράκ και από διάφορες αφρικανικές χώρες.


Λαθρομετανάστες, εμπόριο γυναικών και παιδιών που ωθούνται στην πορνεία, αναπήρων και παιδιών που ζητιανεύουν στους δρόμους, στο ελληνικό σταυροδρόμι ανθεί η εκμετάλλευση των ανθρώπων που έχουν φθάσει στα όρια της απόγνωσης. Η απελπισία κινεί μια από τις πιο γοργά αναπτυσσόμενες «βιομηχανίες» στον κόσμο, το σύγχρονο δουλεμπόριο, με τζίρο δισεκατομμυρίων ­ υπολογίζεται ότι τα κέρδη είναι μεγαλύτερα ακόμη και από το εμπόριο όπλων, ναρκωτικών ή κλεμμένων αυτοκινήτων. Νέα εγκληματικά δίκτυα ελέγχουν το δουλεμπόριο βγάζοντας στο περιθώριο τα παραδοσιακά «συνδικάτα». Τα νούμερα είναι αποκαλυπτικά για το μέγεθος του προβλήματος. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΗΕ, οι άνθρωποι που βρίσκονται στα χέρια δουλεμπόρων σε όλο τον κόσμο υπολογίζονται σε περίπου 200 εκατομμύρια. Τα τελευταία 10 χρόνια περισσότερα από 30 εκατομμύρια γυναίκες και παιδιά έχουν διακινηθεί από και προς τη Νοτιοανατολική Ασία με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση και την παράνομη εργασία, ενώ τα ποσοστά είναι πολύ υψηλά και για τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και τη Ρωσία. Στα σύνορα της Ευρώπης φθάνουν ετησίως ένα εκατομμύριο μετανάστες, από τους οποίους 400.000 – 500.000 καταφέρνουν τελικά να τα περάσουν. Τα κέρδη των δουλεμπόρων, μόνο από αυτούς, ανέρχονται κάθε χρόνο σε 4-10 δισ. δρχ.


* Τα κυκλώματα στην Ελλάδα


Το δίκτυο της διακίνησης λαθρομεταναστών είναι ιδιαίτερα οργανωμένο τόσο από ξηράς όσο και από θαλάσσης. Στα σύνορα της Ελλάδας με την Αλβανία, την πΓΔΜ και τη Βουλγαρία η μέθοδος που χρησιμοποιείται είναι σχετικά απλή: οι λαθρομετανάστες συγκεντρώνονται κοντά στα σύνορα, περνούν με τα πόδια, εκτιθέμενοι σε κάθε είδους κίνδυνο, τα σύνορα και μαζεύονται ξανά σε συγκεκριμένο σημείο που έχει καθοριστεί από πριν στο εσωτερικό της Ελλάδας. Εκεί τους περιμένει κάποιο μεταφορικό μέσο, συνήθως φορτηγό, για να τους οδηγήσει σε αποθήκες ή διαμερίσματα. Αρκετές φορές χρησιμοποιούν άλλα οχήματα ως προπομπούς, οι οδηγοί των οποίων ενημερώνουν τους «συναδέλφους» τους στα φορτηγά με κινητά τηλέφωνα για πιθανά αστυνομικά μπλόκα στους δρόμους. Προκειμένου να αποφύγουν την κατάσχεση των οχημάτων που χρησιμοποιούν για τη μεταφορά των λαθρομεταναστών κινούνται με κλεμμένα ή νοικιασμένα αυτοκίνητα και αν συλληφθούν προσποιούνται ότι δεν γνώριζαν τι περιείχε το… φορτίο.


Τα φορτηγά που μεταφέρουν λαθρομετανάστες έχουν υποστεί μετατροπές σε παράνομα συνεργεία που βρίσκονται διάσπαρτα σε όλη την Αττική. Με 1-2 εκατ. δρχ. ο ιδιοκτήτης της νταλίκας-ψυγείου έχει αποκτήσει ειδικές κρύπτες στο πάτωμα του τράκτορα, στο σασί της νταλίκας, κάτω από το μοτέρ του ψυγείου, κοντά στις δεξαμενές των καυσίμων. Οι κρύπτες αυτές, φτιαγμένες και βαμμένες με τρόπο που να ξεγελά τους αστυνομικούς, ανοίγουν μόνο από έξω για να μην μπορούν να βγαίνουν οι λαθρομετανάστες, ενώ για τον εξαερισμό τους χρησιμοποιείται το μοτέρ του ψυγείου, με αποτέλεσμα μαζί με τον αέρα να μπαίνουν στην κρύπτη καυσαέρια και σκόνη από τον δρόμο. Περίπου πριν από ένα μήνα η αστυνομία εντόπισε ένα τέτοιο παράνομο συνεργείο στον Ταύρο και κατέσχεσε τρεις νταλίκες που είχαν ήδη διαμορφωθεί σε «δουλεμπορικά», ενώ σε μία από αυτές ήταν στοιβαγμένοι 20 λαθρομετανάστες έτοιμοι να αναχωρήσουν για την Ευρώπη. Ο καθένας τους είχε πληρώσει 1.000-1.500 δολάρια, ανάλογα με τη χώρα αποβίβασης.


Τα σύνορά μας με την Τουρκία είναι εκτεταμένα και έτσι οι λαθρομετανάστες χρησιμοποιούν όποιον τρόπο θεωρούν ευκολότερο τη δεδομένη στιγμή. Αλλοι έρχονται με τα πόδια, περνούν τον Εβρο και συνεχίζουν στο εσωτερικό της Ελλάδας ­ συνήθως οι δουλέμποροι χρησιμοποιούν τους λαθρομετανάστες ως… ανιχνευτές ναρκών αδιαφορώντας αν κάποιοι θα χάσουν τη ζωή τους πατώντας στο λάθος σημείο. Αλλοι έρχονται κρυμμένοι σε φορτηγά με άθλιες συνθήκες. Τα περασμένα Χριστούγεννα η ελληνική κοινωνία είχε συγκλονιστεί από τον θάνατο της Μαρβίν Ανα, 2 ετών, της Μαρλίν, 4 ετών, και του Ροσχάλ, 3 ετών, κουρδικής καταγωγής, που πέθαναν από το κρύο στη διάρκεια του ταξιδιού από την Κωνσταντινούπολη στην Αθήνα μέσα σε ένα φορτηγό ψυγείο. Οι γονείς, όταν τα παιδιά άρχισαν να χάνουν τις αισθήσεις τους, χτυπούσαν το διαχωριστικό τζάμι και εκλιπαρούσαν τον τούρκο δουλέμπορο να σταματήσει το φορτηγό για να ανάψουν φωτιά και να ζεστάνουν τα παιδιά τους, αλλά αυτός δεν τους έδινε σημασία.


Κάποιοι άλλοι επιλέγουν τη θαλάσσια οδό για να φθάσουν στην Ελλάδα ή για να πάνε κατευθείαν στην Ιταλία. Αφού συγκεντρώνονται στην Κωνσταντινούπολη ή στη Σμύρνη περνούν τα σύνορα με βάρκες, με αλιευτικά σκάφη, με ταχύπλοα ή πλοία και εγκαταλείπονται από τους δουλεμπόρους σε κάποια έρημη ακτή. Τα πλοία που χρησιμοποιούν οι διακινητές λαθρομεταναστών είναι παμπάλαια ώστε η κατάσχεση ή η βύθισή τους να μην έχει κόστος για αυτούς. Για να αυξήσουν το κέρδος και για να ελαττώσουν τις πιθανότητες σύλληψής τους οι δουλέμποροι άλλοτε μεταφέρουν πολλά άτομα στοιβαγμένα στο αμπάρι και αργότερα τα μοιράζουν σε μικρότερα πλοία ενώ βρίσκονται στη θάλασσα, αλλάζουν εν πλω το όνομα του πλοίου, ανταλλάσσουν λαθρομετανάστες στα διεθνή ύδατα… Τα ταχύπλοα είναι ίσως ο πιο αποτελεσματικός τρόπος μεταφοράς λαθρομεταναστών αφού μπορούν σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα να προσεγγίσουν τις ελληνικές ακτές και να επιστρέψουν στην Τουρκία. Ταχύπλοα χρησιμοποιούν και οι δουλέμποροι που φέρνουν λαθραία ανθρώπους από την Αλβανία. Μετανάστες φθάνουν στην Ελλάδα και από τα λιμάνια του Λιβάνου. Οι περισσότεροι είναι Αφρικανοί ή Ασιάτες και κατεβαίνουν στη χώρα μας κατά… λάθος, αφού τελικός προορισμός τους είναι η Ιταλία.


* Η «γη της επαγγελίας»


Οπως κάθε καλός επιχειρηματίας, οι δουλέμποροι δεν περιμένουν να τους βρουν οι λαθρομετανάστες. Οργανώνουν οι ίδιοι ομάδες οι οποίες γυρίζουν στα χωριά των υποψήφιων… πελατών και διαφημίζουν την ποιότητα ζωής στην Ευρώπη. Οι επισκέψεις είναι τακτικές για να δίνεται το περιθώριο να πουλήσουν οι ενδιαφερόμενοι τα υπάρχοντά τους και να εξασφαλίσουν τα χρήματα για το ταξίδι. Σε αρκετές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης λειτουργούν με την ανοχή των αρχών γραφεία ευρέσεως εργασίας χωρίς την απαραίτητη άδεια, τα οποία μέσω των μικρών αγγελιών που δημοσιεύουν στις εφημερίδες «ψαρεύουν» ανέργους που αναζητούν εργασία έστω και σε άλλη χώρα. Η μετάβασή τους στη «γη της επαγγελίας» γίνεται με τους γνωστούς τρόπους: πούλμαν, φορτηγά, ποδαρόδρομος. Οσο για το κόστος του ταξιδιού, πρόκειται για πραγματικό ξεζούμισμα. Αρκεί να σκεφθεί κανείς ότι από τα κουρδικά χωριά ως την Ελλάδα το αντίτιμο είναι 1,26 εκατ. δρχ. το άτομο, από το Μπανγκλαντές ως τη χώρα μας 1,8 εκατ. δρχ., από την Ινδία 1-2,5 εκατ. δρχ., από την Ελλάδα στην Ιταλία 600.000 – 900.000 δρχ., για το πέρασμα του Εβρου 700.000 δρχ., από τη Μαύρη Θάλασσα περίπου 1 εκατ. δρχ. και από τα λιμάνια της Τρίπολης και της Βηρυτού 900.000 – 2 εκατ. δρχ.


Στις περιπτώσεις που οι λαθρομετανάστες δεν έχουν τη δυνατότητα να συγκεντρώσουν τα χρήματα, όπως συμβαίνει με τις γυναίκες από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, οι δουλέμποροι χρηματοδοτούν το ταξίδι και αργότερα παρακρατούν το σύνολο σχεδόν του μισθού τους ώσπου να αποσβέσουν την «επένδυση» και μάλιστα με το παραπάνω. Αν δεν υπάρχει δυνατότητα εργασίας και οι δουλέμποροι επείγονται να αποζημιωθούν για τα έξοδά τους, κρατούν φυλακισμένους τους μετανάστες ασκώντας τους σωματική και ψυχολογική βία ώσπου οι συγγενείς που έχουν μείνει στην πατρίδα τους να συγκεντρώσουν και να τους στείλουν το αντίτιμο για την ελευθερία τους.


* Φοβούνται να επιστρέψουν


Τα κυκλώματα που πλουτίζουν από το εμπόριο των λαθρομεταναστών δεν τους αφήνουν ήσυχους ούτε μετά από αυτό. Τους προμηθεύουν, με το αζημίωτο, άδειες παραμονής μέσω εικονικών γάμων με Ελληνίδες ή Ελληνες, τους στέλνουν σε δουλειές, βγάζουν παιδιά και αναπήρους στον δρόμο να ζητιανεύουν και αναγκάζουν γυναίκες να εργάζονται σε παράνομους οίκους ανοχής και σε νυχτερινά κέντρα. Μετά από κάποιο διάστημα παραμονής στη χώρα μας τους «πουλάνε» ή τους ανταλλάσσουν με… φρέσκο εμπόρευμα από άλλες χώρες της Ευρώπης. Πολλές από τις γυναίκες που απελαύνονται φοβούνται να γυρίσουν πίσω στα χωριά τους γιατί, όπως λένε, κινδυνεύουν να τις σκοτώσουν τα κυκλώματα που τις έφεραν στην Ελλάδα για να μη δώσουν ονόματα στις αρχές. Προτιμούν λοιπόν να μένουν στη Βουλγαρία κοντά στα σύνορα ώσπου να τις αγοράσει κάποιος άλλος προαγωγός. Ακόμη και αν κάποιες από τις γυναίκες αυτές θέλουν να ζητήσουν βοήθεια όσο εργάζονται στη χώρα μας, διστάζουν να καταφύγουν στις αστυνομικές αρχές αφού κάποιοι από τους τακτικούς πελάτες τους, όπως προκύπτει από δεκάδες καταθέσεις, είναι αστυνομικοί, γνωστοί προφανώς του «ιδιοκτήτη» τους, οι οποίοι δείχνοντας την ταυτότητά τους… ξεχνούν να πληρώσουν για την επίσκεψη.


Τα μέσα της μεγάλης φυγής


Από την Κωνστάντζα της Ρουμανίας, το Μπουργκάς (Πύργος) της Βουλγαρίας και άλλα λιμάνια του Εύξεινου Πόντου μεταφέρονται λαθρομετανάστες μέσα σε πλοία με σημαίες τρίτων χωρών ­ Ονδούρας, Τουρκίας, Ουκρανίας, Ρωσίας, Γεωργίας κ.ά. Ορισμένες φορές παρουσιάζονται ως ναυτολογημένοι σε εικονικές καταστάσεις πληρωμάτων. Πρόκειται κυρίως για μετανάστες από ασιατικές χώρες με προορισμό την Ελλάδα ή την Ιταλία.


Από τα λιμάνια του Λιβάνου, της Συρίας και της Τουρκίας με ενδιάμεσο σταθμό πολλές φορές την Κύπρο φθάνουν σε ακτές της Κρήτης και των νησιών του Νοτιοανατολικού Αιγαίου λαθρομετανάστες από την Ασία και την Αφρική. Ο εντοπισμός αυτών των πλοίων είναι εξαιρετικά δυσχερής και εξαιτίας της άρνησης των χωρών, από τις οποίες ξεκινούν, να δώσουν πληροφορίες ή να απαντήσουν εγκαίρως σε σχετικές ερωτήσεις.


Με πλοία και νταλίκες έρχονται οι λαθρομετανάστες στην Ελλάδα από την Τουρκία. Η μία διαδρομή είναι περνώντας τον Εβρο, οπότε έχουν να αντιμετωπίσουν τα ναρκοπέδια. Η άλλη, με πλοίο από την Κωνσταντινούπολη ή τη Σμύρνη, όπου οι δουλέμποροι είτε αποβιβάζουν το ανθρώπινο φορτίο τους σε κάποια ελληνική ακτή ή εκπαιδεύουν έναν από τους λαθρομετανάστες για να οδηγήσει αυτός το καράβι.


Από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης έρχονται κυρίως γυναίκες οι οποίες καταλήγουν σε οίκους ανοχής και σε νυχτερινά κέντρα. Ως τα σύνορα με τη Βουλγαρία μετακινούνται με πούλμαν, με τρένα ή με αυτοκίνητα. Περνούν τα σύνορα με τα πόδια και επιβιβάζονται σε κλειστά φορτηγά που τις περιμένουν στο εσωτερικό της χώρας μας.


Οδικώς αλλά και με ταχύπλοα σκάφη φθάνουν την Ελλάδα οι λαθρομετανάστες από την Αλβανία. Οι λαθρέμποροι τους συγκεντρώνουν σε κάποιο σημείο κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα και από εκεί τους περνούν κρυφά, κυρίως τις βραδινές ώρες, στην Ελλάδα.


Οι Κούρδοι, κυρίως από το Ιράν και το Ιράκ (όσοι προέρχονται από την Τουρκία ζητούν πολιτικό άσυλο), φθάνουν με ό,τι μέσο μπορούν στις ακτές της Δυτικής Τουρκίας. Είτε από τον Εβρο είτε μέσα σε σαπιοκάραβα έρχονται στην Ελλάδα. Αρκετοί από αυτούς πηγαίνουν στην Πάτρα, όπου αναζητούν την κατάλληλη ευκαιρία για να επιβιβασθούν κρυφά στην καρότσα φορτηγών με προορισμό τα λιμάνια της Ιταλίας.


«Με πούλησαν για 600.000 δρχ.»


Τάνια: 19 ετών από το Καζακστάν


» Στο χωριό μου υπάρχει μεγάλη φτώχεια. Είναι δύσκολο να ζήσεις. Κάποια στιγμή έμαθα από τις φίλες μου ότι θα έρθει στην περιοχή μας μια Ρωσίδα η οποία οργανώνει ομάδες γυναικών και τις στέλνει στην Ελλάδα για να εργαστούν. Πήγα και τη βρήκα. Μου παρουσίασε πολύ ωραία τη ζωή στην Ελλάδα και είπε ότι μπορώ να εργαστώ σαν σερβιτόρα σε εστιατόριο. Η ιδέα μού φάνηκε καλή και συμφώνησα. Αυτή μού πήρε το διαβατήριο για να κανονίσει ό,τι χαρτιά χρειάζονταν, μου πήρε και 250 δολάρια και με έβαλε μαζί με άλλες κοπέλες στο τρένο για τη Μόσχα. Εκεί μείναμε μία εβδομάδα. Μας επισκέφθηκαν δύο Ρωσοπόντιοι, μας έβαλαν στη σειρά και διάλεξαν μόνο τις οκτώ από εμάς.


Ταξιδέψαμε με το λεωφορείο ως τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Εκεί, μας σταμάτησαν οι αρχές. Μείναμε σε ένα βουλγαρικό χωριό, σε ξενοδοχείο, μαζί με άλλες 18 κοπέλες. Την επόμενη ημέρα ήρθαν κάτι Βούλγαροι και μας είπαν ότι θα μας περάσουν στην Ελλάδα. Ξεκινήσαμε, μετά τα μεσάνυχτα, με τα πόδια, περάσαμε κάτω από κάτι συρματοπλέγματα, από ένα ποτάμι και μετά βγήκαμε στον δρόμο, όπου μας περίμενε ένα κλειστό φορτηγάκι. Στον δρόμο για την Αθήνα μείναμε μόνο οι κοπέλες από το Καζακστάν, οι άλλες δεν έμαθα τι απέγιναν. Σύντομα μας σκόρπισαν κι εμάς σε διάφορα διαμερίσματα.»


Πίνο: 6 ετών από την Αλβανία


» Η μαμά μου έψαχνε τρόπο να έρθουμε στην Ελλάδα. Βρήκε στα Τίρανα έναν κύριο που είχε ταξί, του έδωσε λεφτά και μας έφερε ως τη Θεσσαλονίκη. Ημασταν εγώ, η μαμά, η γιαγιά και τα τρία αδελφάκια μου. Εκεί μπήκαμε στο τρένο και ήρθαμε στην Αθήνα. Τα λεφτά μάς τελείωσαν και μέναμε σε ένα πάρκο κοντά στο νοσοκομείο «Αλεξάνδρα». Εγώ και η μαμά ζητιανεύαμε. Καθόμουν στα φανάρια και άπλωνα το χέρι. Εβγαζα 12.000 δρχ. την ημέρα. Το θυμάμαι το νούμερο αυτό γιατί τότε ήταν ευχαριστημένη η μαμά. Αν έφερνα λιγότερα από 5.000 δρχ., με έδερνε πολύ. Τρώγαμε συνέχεια σουβλάκια και σαντουίτσια. Μια μέρα με έπιασε η πολιτσία και με έφερε εδώ (σ.σ.: πρόκειται για την επαγγελματική σχολή του Εθνικού Οργανισμού Κοινωνικής Φροντίδας «Αγία Βαρβάρα», όπου φιλοξενούνται εγκαταλειμμένα παιδιά). Ηρθε και με βρήκε η μαμά και μου είπε να γυρίσω κοντά της. Το έσκασα τρεις φορές, αλλά με έδερνε τόσο που ξαναγύριζα μόνος μου πίσω. Θέλω να βγάλω 12 εκατομμύρια για να αγοράσω ένα παλάτι και να ζήσω εκεί.»


Γιούρι: 8 ετών από το Καζακστάν


» Μαμά φυλακή. Μπαμπά νο. Αδελφή, 18, Ρωσία. Μαμά είχε χαρτιά, ήρθαμε Ελλάδα με δύο αεροπλάνα και ένα αυτοκίνητο. Μέναμε Γλυφάδα. Μας φύλαγε έξω άντρα με όπλο. Μαμά δούλευε. Τώρα μαμά φυλακή και Γιούρι εδώ, μόνο.»


Ρασό: 30 ετών Κούρδος από την Τουρκία


» Στην πατρίδα μου είχα χωράφια και περνούσα καλά. Η αστυνομία όμως με πήγαινε συνέχεια στο τμήμα μαζί με άλλους και μας κατηγορούσαν ότι βοηθούσαμε τους αντάρτες στο βουνό. Εμεινα δύο χρόνια στη φυλακή και όταν βγήκα έμαθα ότι με έψαχναν να με σκοτώσουν. Εφυγα με έναν φίλο μου και πήγαμε στην Κωνσταντινούπολη. Βρήκαμε έναν «ρουφιάνο» και μας είπε ότι θα έφευγε σύντομα ένα καράβι από το Τσεσμέ στη Σμύρνη. Μας έκλεισαν ραντεβού σε ένα σημείο που αποδείχθηκε χωράφι σε μια έρημη ακτή. Εκεί ήταν ήδη μαζεμένα 100 άτομα, πλησιάσαμε και ως την ώρα που θα ανεβαίναμε στο καράβι μαζευτήκαμε 350 άτομα ­ ανάμεσά μας πολλές γυναίκες και παιδιά. Πληρώσαμε άλλος 3.000 και άλλος 6.000 μάρκα. Μας είπαν ότι σε δύο ώρες θα ήμασταν στη Σάμο. Το καράβι ήταν παμπάλαιο, σάπιο. Μπήκαμε όλοι στο αμπάρι. Από πάνω μάς φύλαγαν με όπλα.


Εξω είχε δυνατό αέρα και το καράβι έγερνε. «Θα πεθάνουμε» φώναζαν διάφοροι, δεν υπήρχε καθόλου φως στο αμπάρι, μόνο με τις φωνές μπορούσαμε να συνεννοηθούμε, δεν είχαμε φαγητό και έκανε κρύο. Μετά από δυο μέρες αποφασίσαμε να ρωτήσουμε τον καπετάνιο τι γίνεται, γιατί δεν το είχε σε τίποτα να μας αφήσει να βουλιάξουμε στη μέση του πελάγους. Μας είπε ότι δεν ήξερε πού ήμασταν, μάλλον κοντά στην Τουρκία, μας έβαλαν σε βάρκες με τη βία και έφυγαν. «Θα σας πάμε άλλη φορά στην Ελλάδα» μας είπαν.


Με τα κουπιά και με τα χέρια καταφέραμε και φτάσαμε στην ακτή. Εγώ, επειδή ήμουν αριστερός καταζητούμενος, ξέκοψα από την υπόλοιπη ομάδα γιατί αν με έπιαναν οι Τούρκοι θα με σκότωναν. Ανέβηκα σε ένα ύψωμα και πέρασα δύο βράδια πάνω σε ένα δέντρο. Κάποια στιγμή που πείνασα πολύ σκότωσα ένα φίδι και το έφαγα ωμό. Τότε ήρθαν αστυνομικοί για να πάρουν τους υπόλοιπους και είδα ότι δεν φορούσαν τις στολές της Τουρκίας. Κατέβηκα και ρώτησα μια γυναίκα πού είμαι. Γιουνανιστάν, μου απάντησε. Τότε πήγα και παραδόθηκα.»