Διαβάζω στο «Βήμα» ότι ο αμερικανός πρόεδρος «έρχεται στην Αθήνα για να προωθήσει τον ελληνοτουρκικό διάλογο με στόχο την υπογραφή ενός συμφώνου μη επιθέσεως και για την εξεύρεση λύσεως στο Κυπριακό». Η προσδοκία, που είναι κυβερνητικής προελεύσεως, συμπληρώνεται με την (αμερικανική) πρόβλεψη ότι «αυτό που θα επιδιώξει (ο πρόεδρος) είναι να πετύχει η πρωτοβουλία του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ για το Κυπριακό. Να συμφωνήσουν δηλαδή οι δύο πλευρές για τη σύνθεση της διασκέψεως και για το περιεχόμενο της συμφωνίας».


Να περιμένουμε, λοιπόν, εξελίξεις στα δύο «εθνικά θέματα»;


Ας μη βιαζόμαστε. Τα παραπάνω αποσπάσματα δεν αναφέρονται στην επικείμενη επίσκεψη του προέδρου Μπιλ Κλίντον. Είναι από «Το Βήμα» της 14ης Ιουλίου 1991. Γράφηκαν πριν από εννέα και πλέον χρόνια, τέσσερις ημέρες πριν από την επίσημη επίσκεψη στην Αθήνα του τότε προέδρου των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους. Και, φυσικά, τίποτε δεν έγινε τότε, τίποτε δεν άλλαξε έκτοτε ούτε και δείχνει ότι κάτι ουσιαστικό πρόκειται να αλλάξει στο προσεχές μέλλον. Θερμοί λόγοι εκφωνήθηκαν, υποσχέσεις εκ μέρους του Μπους δόθηκαν αλλά καμία συγκεκριμένη δέσμευση.


* Η ευφορία των προσδοκιών


Για την Ιστορία, ας σημειωθεί ότι «Το Βήμα» δεν επηρεάστηκε το 1991 από την ευφορία των προσδοκιών. Ο Γ. Καρτάλης σε άρθρο του προέβλεπε προτού αρχίσουν οι συνομιλίες ότι «η επίσκεψη (Μπους) θα λήξει χωρίς να υπάρξουν θεαματικά αποτελέσματα, παρά το αυξημένο ενδιαφέρον της Ουάσιγκτον». Η αλήθεια είναι ότι ένα μεταφραστικό λάθος σε μια φράση του Μπους, στον λόγο του στη Βουλή, προκάλεσε ευδαιμονία γιατί έδωσε την εντύπωση ότι το Κυπριακό θα λυθεί εντός του έτους. Το λάθος επισημάνθηκε εγκαίρως ­ αλλά έβαλε τη σφραγίδα του στην προεδρική επίσκεψη: το 1992 θα ήταν «Ετος της Κύπρου»!


* Ενδιαφέρον για τα Βαλκάνια


Στην πραγματικότητα ο αμερικανός πρόεδρος ήταν μάλλον ψυχρός στο όλο κυπριακό πρόβλημα. Η απουσία του υπουργού των Εξωτερικών Μπέικερ ­ είχε μεταβεί εκτάκτως στη Δαμασκό ­ δεν επέτρεψε να γίνει σε βάθος συζήτηση κανενός «εθνικού» θέματος. Μολονότι ο τότε πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης στη «λίαν εγκάρδια» κατ’ ιδίαν συνομιλία τους δήλωσε στον Μπους ότι ήταν έτοιμος να πάει στην Αγκυρα να υπογράψει σύμφωνο μη επιθέσεως και, την επομένη στη Σούδα, εντέχνως του υπεγράμμισε ότι και στην Κύπρο έγινε εισβολή όπως στο Κουβέιτ ­ ζήτημα καθ’ όλα όμοιο και πολύ επίκαιρο εκείνη την εποχή ­, ο Μπους δεν έδειξε να συγκινείται και περιορίστηκε να δηλώσει ότι τώρα υπήρχε μια «ιστορική ευκαιρία για την επίλυση του Κυπριακού λόγω της παρουσίας των Μητσοτάκη, Οζάλ, Βασιλείου και Ντε Κουέγιαρ». Περισσότερο έδειξε να ενδιαφέρεται για τις εξελίξεις στα Βαλκάνια, ιδιαίτερα στη Γιουγκοσλαβία ­ στην Ελλάδα το «Μακεδονικό» ήταν σε έξαρση ­, και, τελικώς, το μόνο που ο Μπους επισήμως υπεσχέθη ήταν ότι οι ΗΠΑ θα ενισχύσουν την ελληνική άμυνα και θα προωθήσουν τις οικονομικές σχέσεις και τις αμερικανικές επενδύσεις στην Ελλάδα. Υποσχέσεις ανεκπλήρωτες ως σήμερα.


Σε κλίμα διαφορετικό από κάθε πλευρά είχε γίνει η επίσκεψη του Αϊζενχάουερ (14-15 Δεκεμβρίου 1959), 32 χρόνια πριν από την επίσκεψη Μπους. Ο Παύλος και η Φρειδερίκη βασίλευαν στην Ελλάδα, ο Καραμανλής ήταν κυβέρνηση ­ ο παλιός Καραμανλής, της ΕΡΕ, όχι ο Καραμανλής της Μεταπολίτευσης ­ και ήταν ακόμη πολύ νωπές οι πληγές του Εμφυλίου με όλη τη βαριά νομοθεσία των έκτακτων μέτρων κτλ. Αλλά ο Αϊζενχάουερ, που είχε έρθει στην Αθήνα και το 1952 ως αρχηγός του ΝΑΤΟ, έκανε τώρα «περιοδεία ειρήνης στον κόσμο», φέρνοντας αυτό το μήνυμα στην (εμπόλεμη με το Πακιστάν) Ινδία, στο Ιράν του σάχη και τώρα στην Ελλάδα. Ο Ψυχρός Πόλεμος κάθε άλλο παρά κόπαζε αλλά η παρουσία του Χρουστσόφ στο Κρεμλίνο πολλά υποσχόταν. Για τους Ελληνες η άφιξη του «Αϊκ» στην Αθήνα δυνάμωνε τις ελπίδες για κάποια πνοή δημοκρατικών ελευθεριών. Ετσι, η υποδοχή που έγινε στον αμερικανό πρόεδρο εκείνο το ηλιόλουστο μεσημέρι του Δεκεμβρίου ήταν αληθινά παλλαϊκή. Πολύ σύντομα ήρθε η απογοήτευση.


* Η «κομμουνιστική απειλή»


Εσωτερικά ήταν τότε τα προβλήματα της Ελλάδας και καθώς οι συνομιλίες έγιναν μεταξύ Παύλου και Αϊζενχάουερ είναι σχεδόν άγνωστο το τι ελέχθη. Ο Μαρκεζίνης, που εμμέσως πληροφορήθηκε τα καθέκαστα, λέγει ότι ο Παύλος υπεγράμμισε την «εκ Βορρά κομμουνιστική απειλή κατά της Ελλάδος» και ζήτησε να εγκατασταθούν αμερικανοί στρατιώτες στη χώρα ­ που δεν βρήκε άμεση ανταπόκριση από τον Αϊζενχάουερ. Εθιξε επίσης και το ζήτημα της «κυπριακής ανεξαρτησίας» ­ κατά σύμπτωση εκείνες τις ημέρες γίνονταν εκλογές στην Κύπρο και ο Γρίβας ήταν ο εκλεκτός των ανακτόρων. [Ο Μακάριος κέρδισε με 66% των ψήφων.]


Ο Καραμανλής είχε πολύ περιορισμένη πρόσβαση, έθιξε απλώς την ανάγκη οικονομικής ενισχύσεως της Ελλάδας και είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ αρχικώς προβλεπόταν να μιλήσει στη Βουλή υποδεχόμενος τον αμερικανό πρόεδρο, στο τέλος δεν μίλησε.