Στην εκπνοή του 20ού αιώνα και ενώ στο διάστημα της τελευταίας 15ετίας εμφανίστηκαν στην ελληνική οικονομική ζωή πλήθος νέες και δυναμικές εν πολλοίς επιχειρήσεις, τα λεγόμενα νέα επιχειρηματικά «τζάκια», υπάρχουν αρκετές βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις που είτε έχουν κλείσει ή σύντομα πρόκειται να γιορτάσουν την πρώτη εκατονταετία της ζωής τους. Είναι κάποιες γνωστές και άγνωστες επιχειρήσεις που συνεχίζουν την οικονομική δραστηριότητά τους, οι περισσότερες μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ενώ στα ίδια αυτά χρόνια κάποιες άλλες περισσότερο γνωστές έπαψαν να υπάρχουν. Στην καταγραφή της ιστορίας τους, η οποία επί της ουσίας αποτελεί ιστορία της ελληνικής οικονομίας, αποβλέπει η έρευνα του «Βήματος της Κυριακής».



Ο Πειραιάς αποτελεί τη «μήτρα» της σύγχρονης ελληνικής βιομηχανικής ανάπτυξης. Αρχίζοντας από τα μέσα του περασμένου αιώνα η μία μετά την άλλη, δεκάδες βιομηχανικές επιχειρήσεις άρχισαν να συνωθούνται στην περιοχή «ανακαλύπτοντας» τα πλεονεκτήματα που προσέφερε το λιμάνι του. Η τάση αυτή κυριάρχησε πλέον στις αρχές του 20ού αιώνα.


Τότε, λοιπόν, στις αρχές του αιώνα, μόλις το 1905, ένα χωριατόπαιδο από την περιοχή της Καλαμάτας έρχεται στον Πειραιά. Η μοναδική τέχνη που ήξερε ήταν της απόσταξης και αυτή την είχε μάθει από τον πατέρα του. Ο Πέτρος Θωμόπουλος μαζί με τον Ραπτάκη νοικιάζουν ένα ακίνητο στην οδό Πλούτωνος και παράγουν ούζο. Λίγα χρόνια αργότερα και αφού το αποστακτήριο πηγαίνει καλά, «οι δουλειές έχουν ανοίξει», ο Ραπτάκης πεθαίνει. Την επιχείρηση με το χειροκίνητο αποστακτήριο αγοράζει εξ ολοκλήρου πλέον ο Θωμόπουλος.


Στα επιστολόχαρτα της εποχής αναγράφεται ότι πρόκειται για «το Πρώτον εν Ανατολή Ειδικόν Εργοστάσιον Κατασκευής Ούζου Διπλής Αποστάξεως». Εχει αποκτήσει ήδη τρία χρυσά μετάλλια σε ισάριθμες διεθνείς εκθέσεις: των Βρυξελλών το 1908, της Ρώμης το 1911 και της Αιγύπτου το 1912. Εχει κατορθώσει και το διαφημίζει αρκούντως πλέον ως «προμηθευτή της αυλής της Α.Μ. Β. Γεωργίου Α’», καθώς και των «στρατιωτικών νοσοκομείων».


* Η Κασταλία Τράπεζα


Το 1925, με τη βοήθεια της Εθνικής Τράπεζας, κτίζει στα Καμίνια του Πειραιά ­ εκεί όπου βρίσκεται και σήμερα η επιχείρηση ­, στην οδό Χρυσοστόμου Σμύρνης, το δικό του εργοστάσιο, καλά οργανωμένο για την εποχή του, και το ούζο του πουλιέται σε όλη την Ελλάδα.


Η εταιρεία αναπτύσσεται με ταχύτατους ρυθμούς έτσι ώστε ο Θωμόπουλος αποφασίζει να επεκτείνει τις επιχειρηματικές δραστηριότητές του και σε άλλους τομείς. Πρώτος σταθμός είναι η δημιουργία ενός εργοστασίου καραμελοποιίας. Η νέα δραστηριότητά του έχει άδοξο τέλος, αφού το 1928 καταστρέφεται από πυρκαϊά. Δεν το βάζει κάτω και τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1932, μαζί με άλλους μεγαλοεπιχειρηματίες της εποχής (αδελφοί Μπαρμπαρέσου, Μεταξάς, Τσιότρας κ.ά.) δημιουργούν μια νέα τράπεζα, την Τράπεζα Κασταλία.


Στα μέσα όμως της δεκαετίας του ’30 το φιλόδοξο τραπεζικό εγχείρημα οδηγεί τους δημιουργούς του σε απίστευτες περιπέτειες. Ο διαχειριστής της τράπεζας, ονόματι Βαρζακάκος, «έριξε έξω την τράπεζα και χάθηκαν τα λεφτά». Δεν είναι όμως μόνο αυτό: οι μέτοχοι της τράπεζας διώκονται για «δολία χρεοκοπία» και πέρασαν μερικά χρόνια ώσπου να απαλλαγούν με δικαστικό βούλευμα.


Οι αποτυχημένες, εν κατακλείδι, παράλληλες επιχειρηματικές δραστηριότητες περιορίζουν τις φιλοδοξίες του Π. Θωμόπουλου στον κλάδο της ποτοποιίας.


Τότε, το 1935, καταθέτει στο υπουργείο Εμπορίου το περίφημο σήμα «Sans Rival». Και το ούζο αυτής της επωνυμίας αρχίζει μια νέα καριέρα, όχι μόνο στην ελληνική αγορά αλλά και στο εξωτερικό. Ο ακμαίος Ελληνισμός της Αφρικής είναι ο πρώτος στόχος του. Ετσι κατακτώνται κυρίως οι αγορές της Αιγύπτου ­ που αποτελεί και τη βασική εξαγωγική αγορά της εταιρείας ­, του Σουδάν, της Ερυθραίας, της Σομαλίας και της Αιθιοπίας, αλλά και της γειτονικής Αλβανίας, το χονδρεμπόριο της οποίας βρισκόταν «εις χείρας λίαν αξιόλογων ελλήνων επιχειρηματιών».


* Η καταστροφή από τον πόλεμο


Ο πόλεμος και η κατοχή εκμηδένισαν το μεγαλύτερο μέρος της μεσοπολεμικής οικονομικής δραστηριότητας. Τα μεγαλεία των προηγουμένων χρόνων δεν είναι παρά μια ευχάριστη ανάμνηση μέσα στη ζοφερή πραγματικότητα των ετών 1941-44. Η ανθούσα ποτοποιία του Πέτρου Θωμόπουλου της δεκαετίας του 1930 δεν υφίσταται πλέον. Στο εργοστάσιο δεν απέμεινε παρά μία μόνο εργάτρια και κάμποσα αποθέματα σε μπράντι. Ετσι με λίγα λεφτά η οικογένεια αγόραζε ένα βαρελάκι οινόπνευμα και με λίγη ζάχαρη έφτιαχνε μπράντι και ο νεαρός τότε κ.Χρ. Θωμόπουλος με το τρένο το μετέφερε στην Αθήνα και τροφοδοτούσε τα μπακάλικα και τις κάβες ποτών που είχαν απομείνει. Τον τελευταίο χρόνο της κατοχής η καταστροφή ολοκληρώνεται με τον αγγλικό βομβαρδισμό του Πειραιά. Το πρατήριο που διατηρούσε για χρόνια πλησίον του ηλεκτρικού σταθμού βομβαρδίζεται.


* Η παραγγελία – σωσίβιο


Μετά την απελευθέρωση και ως τις αρχές της δεκαετίας του 1950 ­ ό,τι απέμεινε από την άλλοτε κραταιά ποτοποιία δεν εντάχθηκε στο Σχέδιο Μάρσαλ ­ η οικογένεια Θωμόπουλου κάνει απεγνωσμένες προσπάθειες να ευθυγραμμισθεί και πάλι με το μεσοπολεμικό παρελθόν της. Μάλλον μάταια, τουλάχιστον ως το 1951, όταν ξαφνικά μέσω κάποιων Ελλήνων από την Αμερική η βιοτεχνία παίρνει παραγγελία για εξαγωγή στις ΗΠΑ 1.000 κιβωτίων ούζου. Από τη διαφορά του συναλλάγματος η οικογένεια κέρδισε 1.000 χρυσές λίρες.


Και τότε πλέον η κατάσταση αλλάζει. Το 1953 η επιχείρηση από ατομική μετατρέπεται σε ομόρρυθμο εταιρεία και τα ηνία αναλαμβάνει ο γιος του Πέτρου κ. Χρ. Θωμόπουλος, που έχει σπουδάσει χημικός. Οι ξένες αγορές βρίσκονται στο επίκεντρο των στρατηγικών στόχων του φιλόδοξου διαδόχου, ο οποίος δηλώνει ότι επαγγέλλεται «βιομήχανος». Ενας νέος αγώνας δρόμου για την κατάκτησή τους αρχίζει και πάλι. Υπερηφανεύεται ότι η φήμη του προϊόντος του φθάνει ως τον μακρινό Παναμά(!) και οι φιλοδοξίες του δεν περιορίζονται μόνο στην επιχειρηματική ανέλιξή του αλλά και στον εργοδοτικό συνδικαλισμό. Θήτευσε, μεταξύ των άλλων, στο διοικητικό συμβούλιο του ΣΕΒ και του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς. Παράλληλα οι εγκαταστάσεις της επιχείρησης συνεχώς επεκτείνονται. Ο κ. Θωμόπουλος υποστηρίζει χαρακτηριστικά ότι «στη δεκαετία του 1950 το ούζο ταυτίστηκε με το Sans Rival και την αγορά την είχα σχεδόν μονοπωλήσει».


* Βιομήχανος, όχι εισαγωγέας


Το 1971 η επιχείρηση διαθέτει δύο εργοστάσια στην ίδια περιοχή και μετατρέπεται από ομόρρυθμη που ήταν ως τότε σε ανώνυμη εταιρεία. Τα προϊόντα της εξάγονται σε περίπου 35 ξένες αγορές. Παράλληλα αρνείται επιμόνως να δραστηριοποιηθεί ­ παρ’ ότι είχε ανάλογες προσφορές ­ στην εισαγωγή αλκοολούχων ποτών διότι, όπως υποστηρίζει, δεν είναι «εισαγωγέας αλλά βιομήχανος»!


Οταν στα μέσα της δεκαετίας του 1980 οι πολυεθνικές ποτοποιίες αρχίζουν να διεισδύουν παραγωγικά στην Ελλάδα, το τοπίο αρχίζει πλέον σιγά σιγά να αλλάζει. Από την άλλη πλευρά, τα κανάλια διάθεσης των ποτών στην εσωτερική αγορά αλλάζουν ριζικά. Τη θέση που κατείχαν παραδοσιακά στη διακίνησή τους οι «κάβες» και τα παντοπωλεία καταλαμβάνουν τώρα τα σουπερμάρκετ. Τα δεδομένα αλλάζουν δραματικά.


Οι εξαγωγές της εταιρείας αποκτούν ολοένα μεγαλύτερο βάρος στη λειτουργία της. Το δυσάρεστο πια τοπίο που διαμορφώνεται στην εσωτερική αγορά την οδηγεί στην ακόμη μεγαλύτερη ανάπτυξη της εξαγωγικής δραστηριότητάς της. Ετσι σήμερα το 70% των πωλήσεών της προέρχεται από τις ξένες αγορές. Επίσης πριν από μερικά χρόνια «ανακάλυψε» ότι μπορεί να παράγει και προϊόντα για λογαριασμό αλυσίδων σουπερμάρκετ, τα λεγόμενα «ιδιωτικής ετικέτας», με μικρή αλλά σταθερή κερδοφορία. Η πραγματικότητα όμως στα ράφια των σουπερμάρκετ είναι ιδιαίτερα σκληρή για τα επώνυμα προϊόντα της εταιρείας, αφού οι πωλήσεις απλώς δεν είναι… ζημιογόνες! Οι πωλήσεις της εταιρείας τα τελευταία χρόνια είναι περίπου σταθερές και κυμαίνονται στα 500 εκατ. δρχ. ενώ οι εξαγωγές της πραγματοποιούνται σε αρκετές χώρες, μεταξύ των οποίων είναι η Γερμανία, η Πολωνία, η Ουκρανία, το Βέλγιο, η Αυστραλία, η Αίγυπτος, η Κύπρος, η Μάλτα, η Σιγκαπούρη, η Νορβηγία, η Ισλανδία και η Φινλανδία.


Στις εξαιρετικά δυσάρεστες συνθήκες της ελληνικής αγοράς οι παραδοσιακές ποτοποιίες που έχουν απομείνει, όπως η Π. Θωμόπουλου & Υιού ΑΕ, έχουν να αντιμετωπίσουν και το λαθρεμπόριο του οινοπνεύματος, που έχει πάρει εντυπωσιακές διαστάσεις, γεγονός που περιορίζει σοβαρά την ανταγωνιστικότητα των «νομιμοφρόνων ποτοποιών».


Τέλος, ο κ. Θωμόπουλος, αναγνωρίζοντας τα επιχειρηματικά λάθη που έχει κάνει, πιστεύει ότι θα κατορθώσει η επιχείρηση να περάσει στα χέρια της «τρίτης γενιάς».