Ενα ναυάγιο από… σελιλόιντ


Οι μισές από τις 19 ελληνικές ταινίες του 39ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης δεν προβλήθηκαν ακόμη στις αίθουσες. Οι 14 από τις 15 που τόλμησαν και «βγήκαν» ούτε καν ακούμπησαν, πλησίασαν, προσέγγισαν τα 100.000 εισιτήρια. Και οι 11 από τις 15 δεν «έπιασαν» καν τις 10.000. Οι περισσότερες εξ αυτών έσπασαν τα μούτρα τους στις 5.000. Μερικοί σκηνοθέτες (και σκηνοθέτιδες) μετρούσαν κεφάλια: «Α, η μαμά, η θεία, ο θείος, ο παππούς, η εξαδέλφη, ο Γιώργος, ο Μίμης, ο Λάκης, ο Τάσος». Μέσα σε οκτώ μήνες της «χειμερινής» περιόδου 1998-99 το ελληνικό σινεμά κατήγαγε το ίδιο ρεκόρ, που απλοελληνικά πάει να πει: Ρε παιδιά, για ποιον κάνουμε ταινίες;



Ελα ντε. Για «ποιον»; Για λογαριασμό του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου. Δηλαδή, για λογαριασμό κρατικού φορέα. Ε, στον Θεό που πιστεύετε, γνωρίζετε έστω και μία δημόσια ελληνική επιχείρηση, οργανισμό, εταιρεία που να λειτουργεί υπέρ του κοινού; Ε, τότε πώς είναι δυνατόν το Κέντρο να κάνει ταινίες για το κοινό; Απλό!


Η εξάρτηση του κινηματογράφου από το κράτος καταλήγει σε κρατικοδίαιτους σκηνοθέτες και σε υπαλληλοποιημένη (δηλαδή, πληκτική, πλαδαρή) τέχνη. Με άλλα λόγια, σκηνοθέτες, τεχνικούς, ηθοποιούς έχουμε με το παραπάνω. Ταινίες και θεατές δεν έχουμε (το αυτό ισχύει για τη συγκοινωνία, το ΙΚΑ και όλους τους εν γένει δημόσιους οργανισμούς). Αφθονία παραδειγμάτων και μάλιστα… βραβευμένων παραδειγμάτων. Ρεκόρ αυτοκαταστροφικής μανίας


Η ταινία «Χαμένες νύχτες» της Αγγελικής Αντωνίου, με το βραβείο καλύτερης ταινίας του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης στην τσέπη (και μάλιστα με πρόεδρο της Κριτικής Επιτροπής τον Δημήτρη Μαυρίκιο), εξαφανίζεται στα ταμεία. Είναι η πρώτη ταινία της σεζόν. Τι στο καλό συνέβη; Επαψαν οι θεατές να ενδιαφέρονται για σεξ και ναρκωτικά;


Ακολουθεί, δεύτερος, ο έμπειρος Τάσος Ψαρράς με τους «Αριθμημένους», χλωμό αντίγραφο φθηνού, περιθωριακού αμερικανικού θρίλερ. Υπάρχει σοβαρός λόγος να δει κανείς ελληνικό θρίλερ; Ουδείς. Αποτέλεσμα εισιτηρίων; Μόλις 6.928 σε ολόκληρη την επικράτεια και σε πολλούς, μα πάρα πολλούς κινηματογράφους. Για πολλαπλασιάστε. Τουτέστιν, εισπράξεις 13 εκατομμυρίων. Οσο κοστίζει μισή παραγωγή ενός διαφημιστικού σποτ. Πανωλεθρία. Ποιος πληρώνει τα σπασμένα; Το Κέντρο, δηλαδή το Δημόσιο. Δηλαδή… άσε καλύτερα.


Ακολουθεί το «6 με έξι» του Γιάννη Πετρόπουλου με τον Γιώργο Νινιό σε ρόλο Παύλου Σιδηρόπουλου, του ασυμβίβαστου ροκά που με τη ζωή που έκανε σχεδόν αυτοκτόνησε. Εισιτήρια επιπέδου απελπισίας.


Ρεκόρ αυτοκαταστροφικής μανίας κατάγει (ίσως) διεθνώς ο πρωτοεμφανιζόμενος Μενέλαος Καραμαγγιώλης με την τρίωρη εναέρια και υπόγεια εποποιία του «Black out». Κατά τη διάρκεια της αφήγησης συνωθούνται σκηνές από δεκάδες χολιγουντιανές υπερπαραγωγές. Η Μυρτώ Αλικάκη είναι ζήτημα αν κυκλοφορεί ενδεδυμένη κατά το 1/3 της ταινίας. Το αυτό συμβαίνει με τον Αλκη Κούρκουλο και τον ανταγωνιστή του Κλέωνα Γρηγοριάδη. Η δε Καρυοφυλλιά Καραμπέτη αναγκάζεται (λόγω σεναρίου) να παριστάνει τη σατανίστρια. Συμπαραστάτες του εγχειρήματος F-16 της Πολεμικής Αεροπορίας μας, δηλαδή του κ. Ακη Τσοχατζόπουλου. Λέγεται ότι το κόστος της παραγωγής υπερβαίνει το ποσό του μισού δισεκατομμυρίου! Ευτυχώς για το ταμείο του Κέντρου τα σπασμένα είναι πληρωμένα από τον σκηνοθέτη. Οι εισπράξεις από τα εισιτήρια ζήτημα είναι αν ξεπερνούν τα 20-25 εκατομμύρια. Ισως το μεγαλύτερο οικονομικό ναυάγιο από συστάσεως ελληνικού κινηματογράφου. Το τίμημα της Λουκίας Ρικάκη


Ούτε ναρκωτικά ούτε θρίλερ ούτε σκληρό ροκ ούτε γυμνή Αλικάκη «θέλει» το ελληνικό κοινό. Επόμενοι «μονομάχοι» το… περιθώριο, οι Ρωσοπόντιοι και ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης με την «Ακρη της πόλης». Το ελληνόπουλο από το Λονδίνο που στο Φεστιβάλ απείλησε τον Θόδωρο Αγγελόπουλο (παρά ελάχιστες ψήφους να κερδίσει το πρώτο βραβείο και τα 20 εκατομμύρια). Το ελληνικό περιθώριο σπάει τα μούτρα του, παρά τις φιλότιμες, σκληρές δηλώσεις του σκηνοθέτη. Εδώ που τα λέμε, γιατί να δει κανείς καλτ ταινία made in Greece αφού υπάρχει (ας πούμε) το «Μίσος» του Ματιέ Κασοβίτς;


Η Λουκία Ρικάκη πληρώνει ακριβά την ακατάσχετη φιλολογίζουσα φλυαρία της και η «Συμφωνία χαρακτήρων» με τον αυτάρεσκο Κωνσταντίνο Κωνσταντόπουλο και την Κατερίνα Λυπηρίδου «εξαφανίζεται» από τις αίθουσες. Την ίδια μοίρα με τη Ρικάκη ακολούθησαν η κομεντί «Τα χρυσά μήλα των Εσπερίδων» της Σοφίας Παπαχρήστου, η «Μέδουσα» του Γ. Λαζόπουλου (ουδεμία σχέση με τον Λάκη των «Μήτσων») και το «Πες πως μ’ αγαπάς» της Κωστούλας Τωμαδάκη. Μάλιστα στις προβολές αυτής της ταινίας ζήτημα είναι αν υπήρχαν εντός της αιθούσης 10-20 «κεφάλια», παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της Γιώτας Φέστα (η οποία ήταν αναγκασμένη να υποδύεται τριανταπεντάρα της επαρχίας που ερωτεύεται νεαρό μαθητή της των αγγλικών).


Ο Λεωνίδας Βαρδαρός παραλίγο να κλέψει τις εντυπώσεις με την πολιτική ταινιούλα «Ούλοι εμείς εφέντη μου». Χωρίς έμμεση διαφήμιση και δημοσιογραφική υποστήριξη, χωρίς «αστέρες», γυμνά, ναρκωτικά και περιθώριο, χωρίς δηλώσεις και σκάνδαλα, η ταινία του Βαρδαρού προσείλκυσε πενταπλάσιο αριθμό θεατών από αυτόν που επισκέφθηκε τους ερωτικούς διαλογισμούς της Ρικάκη και της Τωμαδάκη.


Τελευταία «θύματα» των ταμείων ο Στράτος Στασινός με το ντοκυμαντέρ «Ηπειρος» (αλλά ο άνθρωπος δικαιολογημένα εξαιρείται του κανόνα λόγω… ντοκυμαντέρ) και ο σεμνός, αθόρυβος Δημήτρης Χατζής με τα λυρικά, ποιητικά «Ρόδινα ακρογιάλια» (η ταινία προβάλλεται ακόμη για δεύτερη εβδομάδα). Ούτε Κούνδουρος ούτε Κουλιανού


Τρεις διέφυγαν από τον κανόνα της απελπισίας και της ανυπαρξίας (από τα κάτω προς τα πάνω, με βάση τα εισιτήρια): Σταύρος Τσιώλης «Ας περιμένουν οι γυναίκες» (πανελλαδικά 40.000 εισιτήρια), Θόδωρος Αγγελόπουλος «Μια αιωνιότητα και μια μέρα» (90.000 εισιτήρια σε όλη την Ελλάδα), Ολγα Μαλέα «Η διακριτική γοητεία των αρσενικών» με ρεκόρ 210.000 θεατών ανά την επικράτεια. Το ελληνικό κοινό ανακαλύπτει ότι ακόμη υφίσταται ελληνικός κινηματογράφος χάριν τριών κοριτσιών (Δραγούμη – Ματσάγγου – Στυλιανού). Νέες γυναίκες, μόνες, ψάχνουν!


Απόδειξη της αθάνατης ρήσης του Σπυρίδωνος Τρικούπη «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» είναι το γεγονός ότι οκτώ από τις 19 ταινίες του τελευταίου Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου ψάχνουν αίθουσες. Πρώτος εξ αυτών ο Νίκος Κούνδουρος («Οι φωτογράφοι»), ακολουθούμενος από τους: Γιάννη Σολδάτο, Βασίλη Μαζωμένο, Κώστα Σφήκα, Αλέξανδρο Φασόη, Ανδρέα Κρυωνά, Λένα Βουδούρη και Μανούσο Μανουσάκη. Ρεκόρ κι εδώ. Ο Μανουσάκης, ένα από τα πρώτα εμπορικά ατού της τηλεόρασης, με τον «Κόκκινο δράκο» και μάλιστα με πρωταγωνίστρια μια Βίκυ Κουλιανού, δεν μπορεί να στεριώσει μια αίθουσα της προκοπής. Ε, κάθε άλλο επιχείρημα περί «πτωχεύσεως» είναι περιττό! Να ζει κανείς ή να μη ζει; That’s the question!