Για την ερχόμενη εβδομάδα μετατέθηκε η δοκιμαστική έξοδος της χώρας στις αγορές. Κόντρα στην επιθυμία του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα για έκδοση ομολόγου το προηγούμενο πενθήμερο, τελικώς επικράτησαν οι ψυχραιμότερες φωνές του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης για ολιγοήμερη αναβολή της, ώστε να προηγηθεί η δημοσιοποίηση την περασμένη Παρασκευή της έκθεσης βιωσιμότητας του ΔΝΤ για το χρέος και της επικαιροποιημένης αξιολόγησης του οίκου Standard & Poors για την πιστοληπτική ικανότητα του Ελληνικού Δημοσίου.
Με «καθαρό» πλέον το τοπίο, η επάνοδος στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, έστω και ελεγχόμενα, είναι εκτός απροόπτου θέμα ημερών, αν όχι ωρών. Η έκθεση του Ταμείου δεν επεφύλασσε κάποια αρνητική έκπληξη, ενώ η S&P, παρότι δεν βελτίωσε τη βαθμολογία της χώρας, αναβάθμισε τις προοπτικές της σε θετικές από σταθερές.
Η αγορά των ελληνικών ομολόγων «χώνεψε» χωρίς πιέσεις τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ για τα δημοσιονομικά μεγέθη, ενώ σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, έχει ξεπεραστεί και το εμπόδιο του πλαφόν στο ύψος του ελληνικού χρέους, που έθετε εν αμφιβόλω τη σχεδιαζόμενη έκδοση.
Επιπρόσθετα, ο διοικητής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Μάριο Ντράγκι στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε μετά τη συνεδρίαση του ΔΣ της Ευρωτράπεζας την περασμένη Πέμπτη, ήταν ήπιος στις δηλώσεις του για το θέμα. Μπορεί να επανέλαβε τις επιφυλάξεις του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα για τον χρόνο έκδοσης των πρώτων τίτλων χρέους, ώστε η έξοδος στις αγορές να έχει διάρκεια, ωστόσο δεν εναντιώθηκε σε μια άμεση κίνηση από την ελληνική πλευρά.

Ακριβό μου ομόλογο
Πλέον, στην κυβέρνηση ρίχνουν όλο το βάρος στο ύψος του κουπονιού που θα πετύχει ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ), ο οποίος έχει αναλάβει να φέρει σε πέρας το όλο εγχείρημα.
Τα μηνύματα από τις πρώτες επαφές των αναδόχων της έκδοσης με τους ξένους επενδυτές δεν ήταν ενθαρρυντικά σε σχέση με το κόστος της, καθώς το επιτόκιο που ζήτησαν για να χρηματοδοτήσουν το Ελληνικό Δημόσιο ήταν, σύμφωνα με πληροφορίες, υψηλότερο του 4,50%.
Πρόκειται για σημαντική πτυχή του αφηγήματος του Μεγάρου Μαξίμου περί «επιστροφής της χώρας στην κανονικότητα». Και αυτό διότι η δεύτερη αξιολόγηση έκλεισε με πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα, χωρίς να εξασφαλιστεί η συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, αλλά και χωρίς μια σαφή δήλωση για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα αναδιάρθρωσης του χρέους.
Στο πλαίσιο αυτό, ο μόνος στόχος που έχει απομείνει είναι ένα επιτόκιο χαμηλότερο από το 4,75% που πέτυχε η προηγούμενη κυβέρνηση την άνοιξη του 2014. Βέβαια, οι συνθήκες ρευστότητας σήμερα είναι πολύ πιο ευνοϊκές σε σύγκριση με εκείνη την περίοδο, λόγω της επεκτατικής νομισματικής πολιτικής που εφαρμόζουν την τελευταία διετία οι μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες. Είναι χαρακτηριστικό πως όταν εκδόθηκε ο πενταετής ελληνικός τίτλος πριν από 3 χρόνια η απόδοση των αντίστοιχων ομολόγων της Πορτογαλίας διαμορφώνονταν στο 3,50%, ενώ σήμερα έχει υποχωρήσει στα επίπεδα του 1,3%.
Τραπεζικοί κύκλοι εκφράζουν τις επιφυλάξεις τους για την αναγκαιότητα μιας έκδοσης σε αυτή τη χρονική στιγμή, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν άμεσες χρηματοδοτικές ανάγκες που πρέπει να καλυφθούν. Επιπλέον, υπογραμμίζουν την επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού λόγω του υψηλού επιτοκίου, σημειώνοντας ότι πολύ πιο φθηνή χρηματοδότηση θα μπορούσε να εξασφαλιστεί από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), με ετήσιο κόστος που δεν υπερβαίνει το 1,2%.

Το μήνυμα των αγορών
Ευελπιστούν πάντως πως η επιπλέον επιβάρυνση θα αντισταθμιστεί από παράπλευρα οφέλη για την ελληνική οικονομία και το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Οπως εξηγούν, η συγκεκριμένη έκδοση είναι αναμφίβολα ένα πρώτο αναγκαίο βήμα για την αποκατάσταση της πρόσβασης στις αγορές. Προσθέτουν ωστόσο πως θα πρέπει να αποτελέσει μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου για τη βελτίωση της εμπιστοσύνης και τη μείωση του κινδύνου χώρας, και όχι ένα επικοινωνιακό πυροτέχνημα.
Στο πλαίσιο αυτό, υπογραμμίζουν την ανάγκη για πιστή εφαρμογή του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής, την ταχεία ολοκλήρωση των επόμενων αξιολογήσεων και την προώθηση κομβικών ιδιωτικοποιήσεων, ικανών να «γυρίσουν» το επενδυτικό κλίμα. Μόνον έτσι, σημειώνουν οι ίδιοι κύκλοι, η Ελλάδα έχει πιθανότητες να αποφύγει ένα τέταρτο μνημόνιο, μετά το καλοκαίρι του 2018, καλύπτοντας αυτόνομα τις χρηματοδοτικές της ανάγκες.

Κόντρα ΔΝΤ – ΕΚΤ για τις τράπεζες

Τη θέση του για ταχεία εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών μέσω μιας νέας ανακεφαλαιοποίησης ύψους 10 δισ. ευρώ επανέλαβε το ΔΝΤ στην έκθεσή του για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Το Ταμείο επεσήμανε τον μεγάλο όγκο μη εξυπηρετούμενων δανείων στον εγχώριο κλάδο, προτείνοντας μάλιστα τη διεξαγωγή νέων ασκήσεων αξιολόγησης των στοιχείων ενεργητικού των τεσσάρων συστημικών ομίλων από την ΕΚΤ, ώστε να γίνει επανεκτίμηση της κεφαλαιακής τους επάρκειας.

Οι διοικήσεις τους δεν εξεπλάγησαν από τις παραπάνω εκτιμήσεις. Οπως επισημαίνουν στο «Βήμα» επιτελικά τραπεζικά στελέχη, είναι γνωστές οι θέσεις του ΔΝΤ για τον τρόπο διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων. «Από το ξεκίνημα της κρίσης το Ταμείο επιμένει στην υιοθέτηση του μοντέλου που εφαρμόστηκε στις ΗΠΑ μετά το σκάσιμο της πιστωτικής φούσκας στα τέλη της περασμένης δεκαετίας. Αυτό προβλέπει την κεφαλαιακή στήριξη των τραπεζών με όσο το δυνατόν περισσότερα κεφάλαια, με στόχο να καθαρίσουν οι ισολογισμοί μια κι έξω, με σημαντικές διαγραφές προβληματικών δανείων» τονίζουν οι ίδιοι κύκλοι.

Προσθέτουν ωστόσο ότι τους κανόνες του παιχνιδιού στην ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση δεν τους ορίζει το ΔΝΤ, αλλά ο εποπτικός βραχίονας της ΕΚΤ, ο SSM, ο οποίος έχει προκρίνει τη σταδιακή μείωση των δανείων που βρίσκονται σε καθυστέρηση. Αλλωστε, σημειώνουν πως οι ελληνικές τράπεζες από το 2012 έχουν περάσει από τρεις εξονυχιστικούς ελέγχους της ΕΚΤ μέσω της διαδικασίας των stress tests, ενώ αυτή τη στιγμή διαθέτουν μαξιλάρι άνω των 8 δισ. ευρώ, σε σχέση με τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις.

Η απάντηση Ντράγκι

Αμεση ήταν η απάντηση της Ευρωτράπεζας στις αιτιάσεις του ΔΝΤ για τη διεξαγωγή νέας άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων. Αξιωματούχος της τόνιζε την Παρασκευή πως «η τραπεζική εποπτεία της ΕΚΤ έχει αποφασίσει για τις εποπτικές προτεραιότητές της σχετικά με τις ελληνικές τράπεζες για τους επόμενους 12 μήνες.

Είναι γνωστές και περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, επιτόπιους ελέγχους σε συγκεκριμένους τομείς των διαφόρων ελληνικών τραπεζών. Εάν/όταν γίνει αίτημα για την προσθήκη επιπρόσθετων δραστηριοτήτων, σε αυτό το εποπτικό της πρόγραμμα, η τραπεζική εποπτεία της ΕΚΤ θα πρέπει να αποφασίσει σχετικά».

Υπενθυμίζεται ότι οι τέσσερις μεγάλοι τραπεζικοί όμιλοι (Τράπεζα Πειραιώς, Alpha Bank, Eurobank, Εθνική) θα συμμετάσχουν στα stress tests που θα διεξαγάγει τον επόμενο χρόνο η ευρωπαϊκή νομισματική αρχή. Επιπλέον, οι έλεγχοι στις δομές και στους τρόπους διαχείρισης των επισφαλειών τους, στο πλαίσιο των δεσμεύσεων που έχουν αναλάβει για τον περιορισμό τους κατά 40% έως το τέλος του 2019, είναι συνεχείς.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ