Μετά τις αποτυχημένες προσπάθειες μηνών να αλλάξει η ατζέντα της δεύτερης αξιολόγησης που έπρεπε να έχει κλείσει από τον Δεκέμβριο η κυβέρνηση πιέζεται πλέον ασφυκτικά από τους δανειστές να αποδεχθεί επώδυνα μέτρα προκειμένου να υπάρξει μια συνολική συμφωνία για τη χρηματοδότηση της οικονομίας και πέραν του 2018.
Οπως λένε έγκυρες πηγές που παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς τις διαπραγματεύσεις των Βρυξελλών, η ουσία είναι ότι αυτή τη στιγμή η κυβέρνηση «σύρεται από τους δανειστές» προκειμένου να συναινέσει στα επώδυνα μέτρα των αλλαγών στην αγορά εργασίας και στην περικοπή των συντάξεων. Μόνο υπό αυτή την προϋπόθεση μπορεί να εξασφαλίσει ότι θα απελευθερωθούν οι δόσεις δανεισμού του τρέχοντος Μνημονίου και η «καλή μαρτυρία» του ΔΝΤ για την πορεία της οικονομίας.

Ροκανίζουν τον χρόνο
Μάλιστα πριν από δύο ημέρες ο Πόουλ Τόμσεν σε ομιλία του στην Οξφόρδη επανέλαβε ότι «οι Ελληνες εξακολουθούν να έχουν συντάξεις Γερμανίας», αποκαλύπτοντας ξεκάθαρα τις προθέσεις του. Να πιέσει για την «τελική λύση» προτού το ΔΝΤ αποφασίσει τι θα κάνει με την Ελλάδα στην εαρινή του Σύνοδο.
Με αυτά τα δεδομένα η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα, λένε οι ίδιες πηγές, έχει παγιδευθεί στο «ροκάνισμα του χρόνου», όπως επιδίωκε η άλλη πλευρά, αλλά συνάμα βρίσκεται σε «συμπληγάδες», καθώς το κόμμα του και ορισμένοι βουλευτές αντιδρούν στη λήψη νέων σκληρών μέτρων.
Για το πότε μπορεί να κλείσει η συμφωνία, η χαρακτηριστική έκφραση των ίδιων κύκλων είναι ότι «ακόμη και χθες να έληγαν όλα και οι δύο πλευρές να έδιναν τα χέρια, απαιτείται ένας-ενάμιση μήνας προετοιμασίας προκειμένου να συνταχθούν οι εκθέσεις (ΕΕ και ΔΝΤ), τα κείμενα της συμφωνίας, το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα και τα νομοσχέδια που θα πρέπει να κατατεθούν και να ψηφιστούν από τη Βουλή».
Το ίδιο στίγμα έδωσε την Πέμπτη το βράδυ και ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ Τζέρι Ράις λέγοντας: «Εχει σημειωθεί πρόοδος, αλλά θα απαιτηθεί περισσότερη δουλειά για να γεφυρωθούν οι εναπομείνασες διαφορές». Αρνήθηκε όμως να κάνει οποιαδήποτε πρόβλεψη αναφορικά με τον χρόνο ολοκλήρωσης των διαπραγματεύσεων.
Υπό αυτές τις συνθήκες η κυβέρνηση προετοιμάζεται για κάθε ενδεχόμενο. Ακόμη και να μην προφτάσει να εκταμιεύσει εγκαίρως τις επόμενες δόσεις των δανείων για να αποπληρώσει ομόλογα που λήγουν τους επόμενους μήνες, με αποκορύφωμα τα 7,4 δισ. ευρώ της ΕΚΤ τον Ιούλιο.
Στο πλαίσιο αυτό έχει την επιλογή να τραβήξει χρήματα από τα 9 δισ. ευρώ repos που είναι κατατεθειμένα στην Τράπεζα της Ελλάδος, από τα 2 δισ. ευρώ ταμειακό πλεόνασμα του προϋπολογισμού, τα 1,2 δισ. ευρώ που περιμένει από τη Fraport για τα αεροδρόμια, αλλά και τουλάχιστον 300 εκατ. ευρώ που προσδοκά από την επέκταση της σύμβασης του «Ελ. Βενιζέλος».
Ωστόσο το μεγάλο πρόβλημα που πλέον αντιμετωπίζει είναι η επιστροφή της οικονομίας σε ύφεση, οι επιπτώσεις στις τράπεζες, οι οποίες κατέφυγαν εκ νέου στον ELA προκειμένου να αντλήσουν ρευστότητα 400 εκατ. ευρώ, και το γεγονός ότι απομακρύνεται η προοπτική άρσης των capital controls.
Γερμανική παγίδα
Οπως σημειώνουν άλλες πηγές που γνωρίζουν το παρασκήνιο της διαπραγμάτευσης, η κυβέρνηση έπεσε στις αρχές του χειμώνα στην «παγίδα» του Σόιμπλε, όταν αποφάσισε να θέσει ζήτημα μείωσης των στόχων του πρωτογενούς πλεονάσματος και να φέρει μπροστά τη συζήτηση για την ελάφρυνση του χρέους ως αντιστάθμισμα στα δύσκολα μέτρα της δεύτερης αξιολόγησης.
Και τονίζουν ότι οι διαφορές μεταξύ των θεσμών ήταν γνωστές ευθύς εξαρχής και χαοτικές, αν αναλογιστεί κανείς ότι το ΔΝΤ υποστήριζε και υποστηρίζει πως η Ελλάδα αντέχει να επιτύχει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 1,5% του ΑΕΠ και η κυβέρνηση αποδέχθηκε τον μνημονιακό στόχο να επιτυγχάνει πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ χωρίς να έχει ξεκαθαρίσει ως πότε. Αυτό που θα μπορούσε να κάνει ο κ. Τσίπρας είναι να κλείσει τον Νοέμβριο την αξιολόγηση περιοριζόμενος αυστηρά στη λίστα με τα προαπαιτούμενα και την επίλυση του πράγματι δύσκολου γι’ αυτόν ζητήματος της αλλαγής των εργασιακών σχέσεων.
Οταν όμως έθεσε στο τραπέζι ζήτημα μείωσης των πλεονασμάτων για την περίοδο μετά το 2018 και μπήκε στο τραπέζι το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα ως το 2022, όπως λένε χαρακτηριστικά, «την πάτησε».
Αυτόματα οι δανειστές και ο αρχιμάστορας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε μετέφεραν τα… γκολπόστ του αγώνα και πήγαν αλλού τη συζήτηση. Από την ελάφρυνση του χρέους, για την οποία πίεζε το ΔΝΤ, στις μεταρρυθμίσεις ώστε να διατηρηθεί το πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,5% του ΑΕΠ αν όχι για μία δεκαετία (!), τουλάχιστον για πέντε χρόνια.
«Θα ψηφίσουμε μόνοι»
Στην Αθήνα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος δεν είχε πολλά να πει. Εξέφρασε την ελπίδα ότι «μετά την επίτευξη τεχνικής συμφωνίας για τις μεταρρυθμίσεις του 2018 και την αλλαγή του δημοσιονομικού μείγματος για το 2019, θα ανοίξει ο δρόμος για τη συζήτηση σχετικά με τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος και τους στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων, ώστε να φτάσουμε σε μια συνολική συμφωνία ει δυνατόν και εντός Απριλίου». Σε πολιτικό επίπεδο, αφού επιτέθηκε στη ΝΔ, ξεκαθάρισε ότι η κυβέρνηση δεν θα ζητήσει διευρυμένη πλειοψηφία για την ψήφιση των μέτρων. Ωστόσο ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ άφησε την Πέμπτη ανοιχτό το ενδεχόμενο το Ταμείο να ζητήσει και από την αντιπολίτευση να δεσμευθεί για την εφαρμογή των μέτρων της νέας συμφωνίας λίγο προτού αυτή οριστικοποιηθεί, όπως έγινε και στο παρελθόν, όταν η ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά βρισκόταν στην αντιπολίτευση.

Τα εργασιακά, η ΔΕΗ και οι χρησμοί Σόιμπλε

Υστερα από δύο αποτυχημένες αποστολές των τεχνικών κλιμακίων στην Αθήνα – τον Δεκέμβριο και στις αρχές Μαρτίου -, έπειτα από δύο αντίστοιχα Eurogroup, οδηγηθήκαμε στην πολιτική διαπραγμάτευση στις Βρυξέλλες – το Bruselles Group – που ξεκίνησε την περασμένη Τρίτη. Την Πέμπτη στην ομάδα των θεσμών προστέθηκαν ο Πόουλ Τόμσεν του ΔΝΤ και από την ΕΚΤ ο Μπενουά Κερέ. Ετσι αναβαθμίστηκε το επίπεδο της διαπραγμάτευσης.

Οπως μεταδίδουν πηγές των Βρυξελλών, το καλό σενάριο θα είναι να ανακοινωθεί η επιστροφή των επικεφαλής των θεσμών στην Αθήνα προκειμένου να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση, αλλά για να γίνει αυτό θα πρέπει να σημειωθεί πολύ σημαντική πρόοδος στα ανοιχτά ζητήματα.

Για το Εργασιακό, κυβερνητικές πηγές θεωρούν καλή εξέλιξη να αποφασιστεί η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων ακόμη κι αν η υποχρεωτική τήρησή τους από τις επιχειρήσεις τοποθετηθεί χρονικά μετά το τέλος του Μνημονίου, δηλαδή το 2019.

Στο θέμα της ΔΕΗ οι δανειστές αμφισβητούν ότι οι δημοπρασίες ρεύματος θα φέρουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα για τη μείωση του μεριδίου της ΔΕΗ και πιέζει την κυβέρνηση να δρομολογήσει από τον Ιούλιο την πώληση του 40% των λιγνιτικών και υδροηλεκτρικών μονάδων. Στόχος των δανειστών είναι ο διαγωνισμός να γίνει γρήγορα με δεσμευτικές προσφορές εντός του 2017.

Οι ίδιοι θεωρούν «χρυσή τομή» να περάσει το 51% της ΔΕΗ στο Υπερταμείο αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας και να αποδεχθεί την πώληση σε ιδιώτες ρυπογόνων λιγνιτικών μονάδων που, ελλείψει δημόσιων πόρων, δεν μπορούν να εκσυγχρονιστούν και επομένως αργά ή γρήγορα θα κλείσουν.

Για τις περικοπές στις συντάξεις, η ελληνική πλευρά επικαλείται τις δηλώσεις του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ότι «το Συνταξιοδοτικό δεν πρόκειται να υλοποιηθεί πριν από το 2020. Μέχρι τότε όμως θα υπάρξουν εκλογές στην Ελλάδα και κανένας δεν ξέρει την εξέλιξη…».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ